Site icon The Indicator

Μοχάμεντ μπιν Ζαγέντ: Ποιος είναι ο πανίσχυρος σεΐχης που φοβάται ο Ερντογάν

Ως de facto ηγέτης της καλούμενης «Μικρής Σπάρτης», όπως ονομάζουν πλέον πολλοί τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ο 58χρονος Μοχάμεντ μπιν Ζαγέντ υψώνει αναχώματα στα επεκτατικά σχέδια της Τουρκίας στην Αφρική.

Για τους αναλυτές του γερμανικού περιοδικού Spiegel, ο 58χρονος σεΐχης Μοχάμεντ μπιν Ζαγέντ του Αμπού Ντάμπι είναι πλέον «ο παίκτης-κλειδί στη λιβυκή διαμάχη», ένας παίκτης που στηρίζει τον στρατάρχη Χαλίφα Χάφταρ κατά τρόπο «αδίστακτο», «με drones, αεροσκάφη και στρατιωτικές βάσεις».

Αλλά και για τους New York Times, «ο αινιγματικός ηγεμόνας των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων» είναι σήμερα «ένας από τους περισσότερο ισχυρούς άνδρες στη γη», ένας ηγέτης που «μπορεί σύντομα να αναδυθεί και ως η πιο ισχυρή μορφή στην περιφέρεια» της Μέσης Ανατολής.

Ακριβώς την ίδια άποψη φαίνεται να συμμερίζονται και οι αναγνώστες του ρωσικού δικτύου Russia Today που ψήφισαν τον σεΐχη Μοχάμεντ μπιν Ζαγέντ ως τον «περισσότερο εξέχοντα Άραβα ηγέτη» για το έτος 2019, χαρίζοντάς του την πρώτη θέση στην κατάταξη πάνω από τον Σαουδάραβα πρίγκιπα-διάδοχο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν και τον βασιλιά Αμπντάλα της Ιορδανίας.

Στον αντίποδα, ωστόσο, για την Τουρκία του ισλαμοεθνικιστή Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο 58χρονος Μοχάμεντ μπιν Ζαγέντ είναι… η προσωποποίηση του κακού. Ο «ερντογανικότερος του Ερντογάν» Ιμπραχίμ Καραγκιούλ, αρχισυντάκτης της προπαγανδιστικής Yeni Şafak, αποκηρύσσει μέσα από τις σελίδες της τουρκικής καθεστωτικής εφημερίδας τον Εμιρατιανό σεΐχη ως «βαρόνο της τρομοκρατίας» και «αμείλικτο εχθρό της Τουρκίας».

Γιατί; Προφανώς επειδή εκείνος τολμά να υψώνει αναχώματα στον επεκτατισμό της ισλαμοεθνικιστικής Τουρκίας του Ερντογάν όταν η τελευταία επιχειρεί απόβαση σε αφρικανικές χώρες όπως είναι η Λιβύη, η Σομαλία, το Σουδάν, η Αίγυπτος (μέσω της Μουσουλμανικής Αδελφότητας) κ.ά.

«Ο Μοχάμεντ μπιν Ζαγέντ θα έπρεπε να ανακηρυχθεί εχθρός της Τουρκίας», έγραφε ο Καραγκιούλ τον περασμένο Νοέμβριο, υποστηρίζοντας ότι ο Εμιρατιανός σεΐχης πρωταγωνιστεί, υπό τη στήριξη των μυστικών υπηρεσιών του Ισραήλ και την Αιγύπτου, σε ένα δίκτυο «εχθρών» της Τουρκίας μαζί με άλλους «κακούς» όπως είναι ο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν της Σαουδικής Αραβίας και ο Παλαιστίνιος Μοχάμεντ Νταλάν, πάλαι ποτέ ηγέτης της Φατάχ στη Γάζα.

Ποιος είναι όμως στην πραγματικότητα αυτός ο 58χρονος Εμιρατιανός Μοχάμεντ μπιν Ζαγέντ, ο de-facto ηγέτης της καλούμενης και «Μικρής Σπάρτης» («Little Sparta») όπως αποκαλούν πλέον πολλοί Αμερικανοί αξιωματούχοι τα Εμιράτα; Ποιος είναι αυτός ο «αινιγματικός» σεΐχης που άλλοι βλέπουν ως κυρίαρχο ρυθμιστή των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή και άλλοι ως υπ’ αριθμόν ένα εχθρό;

«Αν και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα διοικούνται στη θεωρία από τον (σ.σ. 71χρονο) πρόεδρο Χαλίφα μπιν Ζαγέντ (σ.σ. τον εμίρη του Αμπού Ντάμπι που υπέστη εγκεφαλικό το 2014), είναι στην πραγματικότητα ο νεότερος σε ηλικία αδελφός του, ο πρίγκιπας-διάδοχος του Αμπού Ντάμπι Μοχάμεντ μπιν Ζαγέντ, που κάνει κουμάντο», όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Ράιν Μπολ, αναλυτής του κέντρου μελετών «Stratfor».

Ο Μοχάμεντ μπιν Ζαγέντ αποφεύγει τα φώτα της δημοσιότητας και τους δημοσιογράφους όπως άλλωστε και τις διεθνείς συνάξεις. Δεν έχει βρεθεί ποτέ του στο Νταβός αλλά ούτε και στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη. «Δεν θέλει να είναι στις φωτογραφίες», όπως γράφει χαρακτηριστικά ο πολύπειρος δημοσιογράφος με τη μακρά θητεία στη Μέση Ανατολή, Ρόμπερτ Γουόρθ, στο περιοδικό που συνοδεύει την κυριακάτικη έκδοση των New York Times.

Ο Μοχάμεντ μπιν Ζαγέντ μεγάλωσε σε μια περίοδο μεταβάσεων, ανατροπών αλλά και εντυπωσιακού πλουτισμού. Είδε τα άλλοτε «φτωχά» Εμιράτα της δεκαετίας του 1960 να αφήνουν πίσω τους την εποχή της βρετανικής αποικιοκρατίας και να «βουτούν» στα πλούτη.

Σε ηλικία 14 ετών βρέθηκε στο Μαρόκο με ψεύτικο όνομα για να μην φαίνεται ότι είναι γόνος βασιλικής οικογένειας. Εκεί πήγε σχολείο για ένα διάστημα ενώ εργάστηκε και ως… σερβιτόρος σε εστιατόριο. Την εκπαίδευσή του, ωστόσο, θα τη συνέχιζε ως οικότροφος στο φημισμένο σχολείο «Gordonstoun» της Σκωτίας, το «αγαπημένο» των Βρετανών γαλαζοαίματων, ενώ στην πορεία θα περνούσε και έναν χρόνο στη βρετανική Βασιλική Στρατιωτική Ακαδημία του Σάντχερστ στα νότια του Ηνωμένου Βασιλείου.

Όταν το 1979 οι Σοβιετικοί εισέβαλαν στο Αφγανιστάν και ο σάχης ανετράπη στο Ιράν, ο Μοχάμεντ μπιν Ζαγέντ ήταν 18 ετών και υπό την επιρροή της Μουσουλμανικής Αδελφότητας (λόγω τότε ενός εκ των δασκάλων του). Στην πορεία, ωστόσο, θα άλλαζαν πολλά…

Η δεκαετία του 1990 βρήκε τον Μοχάμεντ μπιν Ζαγέντ, ως νεαρό τότε και φιλόδοξο αξιωματικό των ενόπλων δυνάμεων, να «πολεμάει» στο πλευρό των Αμερικανών ενάντια στις δυνάμεις του Σαντάμ Χουσεϊν στο Κουβέιτ και να αναπτύσσει στενούς «αμυντικούς» δεσμούς με την Ουάσιγκτον.

Ο 21ος αιώνας θα τον έβρισκε, στον απόηχο των τρομοκρατικών χτυπημάτων της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001, χτυπημάτων στα οποία είχαν πάρει μέρος και Εμιρατιανοί, να συγκρούεται έντονα με το πολιτικό ισλάμ, την αλ-Κάιντα και τους κάθε λογής τζιχαντιστές εντός αλλά και εκτός των συνόρων.

Το 2009 ο Μοχάμεντ μπιν Ζαγέντ θα προχωρούσε, ωστόσο, σε μια πράξη αδιανόητη για τα μέχρι τότε δεδομένα των αραβικών μοναρχιών. Θα παρέδιδε τα ηνία των εμιρατιανών ενόπλων δυνάμεων και της αναδιοργάνωσής τους σε έναν μη-Άραβα, τον προερχόμενο από τις ειδικές δυνάμεις Αυστραλό απόστρατο υποστράτηγο Μάικλ Χάιντμαρς.

Στον απόηχο της καλούμενης Αραβικής Άνοιξης, από το 2010 και μετά, ο Μοχάμεντ μπιν Ζαγέντ θα βρισκόταν να εντείνει τον αγώνα του ενάντια στο πολιτικό Ισλάμ και στη Μουσουλμανική Αδελφότητα, την επισήμως αντιμετωπιζόμενη ως τρομοκρατική οργάνωση από τα Εμιράτα, σε συνεργασία και με έναν Αμερικανό: τον Ερικ Πρινς, ιδρυτή της διαβόητης ιδιωτικής εταιρείας μισθοφόρων Blackwater.

Λέγεται ότι χωρίς την πολύπλευρη (υλική, οικονομική, στρατιωτική, διπλωματική) στήριξη των Εμιράτων και της Σαουδικής Αραβίας, ο Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι δεν θα είχε καταφέρει να πάρει την εξουσία ανατρέποντας τον Μοχάμεντ Μόρσι στην Αίγυπτο το 2013.

· θα πολεμούσαν στην Υεμένη, από το Μάρτιο του 2015 έως και το καλοκαίρι του 2019 οπότε απέσυραν το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών τους, παίρνοντας θέση στο πλευρό της Σαουδικής Αραβίας (όχι μόνο με Εμιρατιανούς αλλά και με μερικές εκατοντάδες μισθοφόρους από τη Λατινική Αμερική) ενάντια στους υποστηριζόμενους από το Ιράν αντάρτες Χούθι

· θα πρωταγωνιστούσαν, από το καλοκαίρι του 2017 και έπειτα, στην πολύπλευρή ρήξη με το Κατάρ παίρνοντας θέση ενάντια στη Ντόχα μέσα από την επιβολή ενός «επιθετικού» εμπάργκο

· θα καλούσαν τους Αμερικανούς (ήδη από την περίοδο της προεδρίας Ομπάμα) να συνεργαστούν με τη Ρωσία υπέρ του Μπασάρ αλ Άσαντ στη Συρία σε μια λογική τύπου «το μη χείρον βέλτιστον»

· θα προχωρούσαν, μέσω της εμιρατιανής εταιρείας «DP World», σε στρατηγικές επενδύσεις με στόχο την κατασκευή και τον έλεγχο υποδομών (στρατιωτικών και εμπορικών) στις περιοχές Σομαλιλάνδη (Somaliland) και Πουντλάνδη (Puntland) που διεκδικούν την αυτονομία τους ως αποσχισθείσες από τη Σομαλία

· θα «πολεμούσαν» υπέρ των δυνάμεων του στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ στη Λιβύη ήδη από το 2014, παραβιάζοντας όμως έτσι και το εμπάργκο όπλων που έχει επιβάλει ο ΟΗΕ στη βορειοαφρικανική χώρα από το 2011.

«Έως και τα τέλη του 2016, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα είχαν στήσει μια μυστική αεροπορική βάση στην ανατολική Λιβύη, από την οποία drones και αεροσκάφη βομβάρδιζαν τους αντιπάλους του Χάφταρ στη Βεγγάζη», γράφει ο Ρόμπερτ Γουόρθ στο The New York Times Magazine, επιβεβαιώνοντας έτσι και παλαιότερα δημοσιεύματα ιστοχώρων όπως είναι για παράδειγμα ο MiddleEastEye, δημοσιεύματα σύμφωνα με τα οποία, οι Εμιρατιανοί έχουν στείλει στην εμπόλεμη Λιβύη

Ήταν ο απόστρατος Αμερικανός στρατηγός Τζέιμς Μάτις, ο μετέπειτα υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, εκείνος που σύμφωνα με δημοσιεύματα είχε χαρακτηρίσει τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα «Μικρή Σπάρτη» («Little Sparta») ήδη από το 2014, αναγνωρίζοντας έτσι τη στρατιωτική υπεροχή του αραβικού κράτους, μια υπεροχή η οποία ωστόσο οφείλει πολλά και στις ίδιες τις ΗΠΑ.

Σύμφωνα με όσα δημοσιεύτηκαν προ ημερών στον ιστότοπο του αμερικανικού περιοδικού Forbes, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν προσφέρει στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα όπλα, οπλικά συστήματα και πυρομαχικά «αξίας μεγαλύτερης των 27 δισεκατομμυρίων δολαρίων κατά την τελευταία δεκαετία», μεταξύ αυτών αεροσκάφη τύπου F-16, ελικόπτερα Apache, χιλιάδες τεθωρακισμένα οχήματα, δεκάδες χιλιάδες βόμβες κ.ά.

Για να καταφέρει, βέβαια, να γιγαντωθεί στρατιωτικά, ο Μοχάμεντ μπιν Ζαγέντ έχει αξιοποιήσει και τις υπηρεσίες Αμερικανών όπως είναι ο σήμερα 69χρονος πάλαι ποτέ κορυφαίος κυβερνητικός αξιωματούχος Ρίτσαρντ Κλαρκ, ο Έρικ Πρινς της Blackwater, η – στελεχωμένη από πάλαι ποτέ ηγετικές μορφές των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων – εταιρεία Knowledge International LLC κ.ά.

«Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα διαθέτουν ένα από τα πιο ισχυρά λόμπι στην Ουάσιγκτον. Μόνο το 2018 ξόδεψαν περισσότερα από 20 εκατομμύρια δολάρια σε 20 διαφορετικές εταιρείες λόμπινγκ» οι οποίες με τη σειρά τους «ενεπλάκησαν σε περισσότερες από 3.000 δράσεις», ενώ εταιρείες που εργάζονται για τα Εμιράτα προχώρησαν και σε δωρεές σε Αμερικανούς πολιτικούς συνολικά υψηλότερες των 600.000 δολαρίων, όπως σημειώνει σε δημοσίευμά του το Forbes.

Καλούμενοι να αξιολογήσουν τις κινήσεις του Μοχάμεντ μπιν Ζαγέντ, άλλοι εμφανίζονται να του έχουν εμπιστοσύνη και άλλοι όχι. Ο Μπρετ ΜακΓκέρκ για παράδειγμα, ο άλλοτε ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ στο συνασπισμό των δυνάμεων που μάχονταν ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος στη Συρία, δηλώνει αναφερόμενος στον Εμιρατιανό σεϊχη ότι εκείνος «συχνότερα είχε δίκιο παρά άδικο». Στον αντίποδα ωστόσο, υπάρχουν και φωνές που αντιμετωπίζουν τον πρίγκιπα-διάδοχο του Αμπού Ντάμπι ως «αναξιόπιστο» ή «υπερβολικά άκαμπτο».

Κάποιοι θεωρούν ότι εκείνος μπαίνει βαθιά μέσα σε διαμάχες τις οποίες όμως στην πραγματικότητα δεν μπορεί να ελέγξει, ενδεχομένως υπερεκτιμώντας τις δυνατότητές του υπερεπεκτεινόμενος και ρισκάροντας. Παράλληλα, ο 58χρονος σεΐχης έχει βέβαια βρεθεί και στο στόχαστρο έντονης κριτικής υπό το βάρος κατηγοριών για εγκλήματα και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων εντός και εκτός των συνόρων (στην Υεμένη για παράδειγμα).

Ο ίδιος, πάντως, σε κάποιες περιπτώσεις το τελευταίο διάστημα εμφανίζεται να έχει επιδείξει και αξιοσημείωτη διπλωματική ευελιξία, για παράδειγμα απέναντι στο Ιράν με το οποίο λέγεται πως ανέπτυξε διαύλους επικοινωνίας τους περασμένους ταραχώδεις μήνες, στη σκιά των επιδεινούμενων σχέσεων μεταξύ Τεχεράνης και Ουάσιγκτον, στέλνοντας μεταξύ άλλων και μια αντιπροσωπεία στο Ιράν στα τέλη του περασμένου Ιουλίου.

Κατά τα λοιπά, το ενδιαφέρον δεν μπορεί παρά να στρέφεται και στις σχέσεις του Μοχάμεντ μπιν Ζαγέντ με την Κίνα (η οποία επίσης αναπτύσσει έντονη δραστηριότητα στο Κέρας της Αφρικής και ειδικότερα σε χώρες όπως είναι το Τζιμπουτί με το οποίο τα Εμιράτα βρέθηκαν προσφάτως στα «μαχαίρια»), με τη Σομαλία, την καλούμενη και περισσότερο ασταθή χώρα της περιοχής, που οδεύει προς εκλογές μέσα στο 2020 (μπαίνοντας παράλληλα βαθύτερα κάτω από τη σκέπη της τουρκικής επιρροής), αλλά και με τη Ρωσία με την οποία ωστόσο ο 58χρονος σεΐχης εμφανίζεται να τα πηγαίνει πολύ καλά για «αμερικανοτραφής».

Ο Μοχάμεντ Μπιν Ζαγέντ έχει ταξιδέψει στη Ρωσία πάνω από επτά φορές τα τελευταία έξι χρόνια, υπογράφοντας μεταξύ άλλων και συμφωνίες «στρατηγικού» χαρακτήρα με τη ρωσική ηγεσία, ενώ και ο Πούτιν επισκέφθηκε τα Εμιράτα τον Οκτώβριο του 2019 για πρώτη φορά έπειτα από την ιστορική επίσκεψη που είχε πραγματοποιήσει εκεί το 2007.

Τα Εμιράτα σύμφωνα με το ethnos.gr, εμφανίζονται να έχουν επενδύσει περί τα 6 δισ. δολ. στη Ρωσία, ενώ στο Ντουμπάι διατηρεί πλέον «περιφερειακή βάση/γραφεία» και η ρωσική Rosatom. Όσο για τον πρώτο στα χρονικά αστροναύτη από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, εκείνος έκανε τον Σεπτέμβριο του 2019 το ταξίδι προς τον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό μέσα σε ένα ρωσικό διαστημικό σκάφος «Soyuz».

 

Exit mobile version