Μειώθηκαν οι μισθοί κατά 28% την τελευταία οκταετία

«Αδύναμο κρίκο» της ελληνικής οικονομίας συνιστούν οι μισθωτοί εργαζόμενοι, καθώς ενώ το 2017 παρατηρήθηκε σχετική βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής σε σχέση με το 2016 για διάφορες κοινωνικές ομάδες, σε αυτές δεν συμπεριλαμβάνονται οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα. Τα αποτελέσματα για το πώς κινήθηκαν οι μισθοί είναι απογοητευτικά…

Σύμφωνα με το Ινστιτούτο της ΓΣΕΕ, οι ροές απασχόλησης των τελευταίων ετών δημιουργούν αισιοδοξία, ωστόσο «η κατάσταση της αγοράς εργασίας σε όρους ποιότητας νέων θέσεων εργασίας και προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων απέχει από το να θεωρείται ικανοποιητική».

Οι μισθοί και η αύξηση
Η πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού – λένε οι επιστήμονες του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ – σε 650 ευρώ μικτά και η κατάργηση του υποκατώτατου μισθού, η οποία αντιστοιχεί σε αύξηση 27% για τους νέους κάτω των 25 ετών, αντισταθμίζουν περίπου το μισό της αρχικής μισθολογικής μείωσης των εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό.

Το 2018 στον ιδιωτικό τομέα 571.000 άτομα – δηλαδή ένας στους τέσσερις – αμείβονταν με μισθό έως 500 ευρώ, ενώ 251.000 άτομα αμείβονταν με μισθό έως 250 ευρώ.

Το 2010 οι μέσες τακτικές αποδοχές στην πλήρη απασχόληση ήταν 1.394 ευρώ και το 2018 είχαν φτάσει στα 1.111 ευρώ, ενώ στην μερική απασχόληση τα 562 ευρώ το 2010 έγιναν 375 ευρώ το 2018.

Ένας εργαζόμενος μερικής απασχόλησης αμείβονταν το 2018 με λιγότερο από το μισό ανά ώρα εργασίας σε σχέση με έναν εργαζόμενο πλήρους απασχόλησης. Συγκρίνοντας τα στοιχεία των αποδοχών των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα ανάμεσα στα έτη 2018 και 2010, γίνεται εμφανές το μέγεθος της προσαρμογής των αμοιβών.

Οι μισθοί το 2010 και σήμερα
Πιο συγκεκριμένα, κατά το 2010 οι μέσες μηνιαίες τακτικές αποδοχές ανέρχονταν σε 1.247 ευρώ, ενώ το 2018 είχαν πέσει στα 898 ευρώ, υποδεικνύοντας κατ’ αυτό τον τρόπο ότιοι μειώσεις στους μισθούς την εν λόγω 8ετία ξεπέρασαν το 28% σύμφωνα πάντα με την έκθεση της ΓΣΕΕ.

Από το 2010 έως το τέλος του 2018 σχεδόν τετραπλασιάστηκε ο αριθμός όσων αμείβονται με έως 250 ευρώ (64.000 το 2010, 190.927 το 2015 και 251.020 το 2018), ενώ τριπλασιάστηκε ο αριθμός όσων λαμβάνουν 500-600 ευρώ.

Τα στοιχεία της ετήσιας έκθεσης του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση, δείχνουν σταθερά υψηλό κόστος απόλυσης για τους μισθωτούς και όξυνση των εισοδηματικών διαφορών στην αγορά εργασίας εις βάρος των γυναικών.

Η έκθεση περιγράφει ως «ιδιαίτερα εύθραυστη» την χρηματοοικονομική θέση των νοικοκυριών, κυρίως λόγω αρνητικών νέων αποταμιεύσεων και χαμηλού επιπέδου εισοδημάτων σε σχέση με τις δανειακές τους υποχρεώσεις.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον εμφανίζει ο δείκτης του κόστους που έχει για τον κάθε μισθωτό η απώλεια της θέσης εργασίας του. Την στιγμή που ο ΣΕΒ ζητά «εξορθολογισμό» του καθεστώς των αποζημιώσεων, τα στοιχεία του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ έρχονται να καταδείξουν με ποσοτικά δεδομένα πως η απόλυση συνεπάγεται σημαντική υποβάθμιση στην ποιότητα ζωής του ανέργου.

Το χρηματικό κόστος
Ειδικότερα, το χρηματικό κόστος από την απώλεια μίας θέσης εργασίας για ένα έτοςανήλθε κατά το 2018 σε 8.126 ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 50% του μέσου καθαρού εισοδήματος από εργασία (ο δείκτης εστιάζει στην απώλεια εισοδήματος από την μετάπτωση ενός εργαζομένου σε άνεργο και υπολογίζει το κόστος απώλειας εργασίας, οριζόμενο ως η διαφορά ανάμεσα στο μέσο καθαρό εισόδημα ενός εργαζόμενου και το μέσο καθαρό εισόδημα ενός ανέργου).

Το υψηλό κόστος απώλειας εργασίας αποτυπώνει την περιορισμένη διαπραγματευτική ισχύ της εργασίας στην Ελλάδα.

Το επίδομα ανεργίας αναπληρώνει μόλις το 27% του μέσου μισθού, ενώ σημαντικό ρόλο στην αναπλήρωση εισοδήματος των ανέργων παίζουν τα οικογενειακά επιδόματα και τα μέτρα επιδότησης ενοικίου, που όμως δεν έχουν μετρηθεί καθώς εφαρμόζονται από το 2019.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα