Μ. Σταθόπουλος: Κάθε κυβέρνηση που έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής μπορεί σε οποιοδήποτε χρόνο της θητείας της να επιλέξει δικαστική ηγεσία

Αντίθετη άποψη από αυτή που υποστηρίζουν όσοι συνταγματολόγοι καλούν το Πρόεδρο της Δημοκρατίας να μην υπογράψει το προεδρικό διάταγμα για τον ορισμό της νέας ηγεσία του Αρείου Πάγου, εκφράζει ο ακαδημαϊκός Μιχάλης Σταθόπουλος.

Ο επίτιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ και πρώην υπουργός Δικαιοσύνης στη συνέντευξη που παραχώρησε στο Αθηναϊκό -Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων υπογραμμίζει ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει δικαίωμα να μην υπογράψει το Προεδρικό Διάταγμα, μόνο αν τούτο είναι αντισυνταγματικό, πράγμα, που όπως σημειώνει στην προκειμένη περίπτωση δεν ισχύει.

Σχολιάζοντας το θέμα της δεοντολογίας και απαντώντας στο ερώτημα αν η κυβέρνηση είχε άλλη οδό διαχείρισης του ζητήματος μετά την άρνηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης να συναινέσει, ο κ. Σταθόπουλος επισημαίνει ότι έμεινε ανολοκλήρωτη η εξαιρετική, όπως την χαρακτηρίζει, προσπάθεια του υπουργού Δικαιοσύνης και εκφράζει τη γνώμη ότι θα έπρεπε να τοποθετηθεί στη θέση του εισαγγελέως του Αρείου Πάγου ο κ. Βουρλιώτης που συγκέντρωσε τη μεγάλη πλειοψηφία της Διάσκεψης των Προέδρων.

Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη του Μιχάλη Σταθόπουλου στο Αθηναϊκό -Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων:

Πολλοί συνταγματολόγοι υποστηρίζουν, ως ειδικοί στην ερμηνεία του Συντάγματος, ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υποχρεούται να μην υπογράψει το Προεδρικό Διάταγμα για τον διορισμό της νέας ηγεσίας του Αρείου Πάγου, διότι είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα. Εσείς έχετε εκφράσει αντίθετη άποψη. Πώς την εξηγείτε;

Δεν είμαι μόνο εγώ που υποστηρίζω την αντίθετη άποψη. Υπάρχουν και άλλοι με την ίδια γνώμη, ανάμεσά τους και συνταγματολόγοι. Άλλωστε δεν έχουν το προνόμιο της ερμηνείας του Συντάγματος μόνο οι συνταγματολόγοι. Ο τρόπος και η μέθοδος ερμηνείας του Συντάγματος δεν διαφέρει καθόλου από την ερμηνεία των κοινών νόμων. Αλλά κρισιμότερο είναι ότι τη γνώμη μας για το νόημα των κανόνων δικαίου (είτε του Συντάγματος είτε κοινών νόμων) πρέπει να την αιτιολογούμε με επιχειρήματα επί της ουσίας και όχι με επίκληση της αυθεντίας του ειδικού.

Επί της ουσίας τώρα: Από καμία διάταξη του Συντάγματος, δεν προκύπτει άμεσα ή έμμεσα, ότι μια πολιτική κυβέρνηση που έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής δεν μπορεί σε οποιοδήποτε χρόνο της θητείας της, στην αρχή, στο μέσον, στο τέλος, να ασκήσει την αρμοδιότητα που της δίνει το Σύνταγμα για την επιλογή της ηγεσίας του Αρείου Πάγου. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει δικαίωμα να μην υπογράψει το Προεδρικό Διάταγμα, μόνο αν τούτο είναι αντισυνταγματικό. Αλλά, όπως εξήγησα, δεν υπάρχει αντισυνταγματικότητα. Η αντισυνταγματικότητα πρέπει να προκύπτει σαφώς. Άρνηση υπογραφής με αμφισβητήσιμες ερμηνείες θα κινδύνευε να θεωρηθεί κομματικά χρωματισμένη.

Απ’ όσους νομικούς υποστηρίζουν πάντως την αντίθετη θέση, προβάλλεται ένα δεοντολογικού χαρακτήρα επιχείρημα, σύμφωνα με το οποίο μια κυβέρνηση δεν μπορεί στην εκπνοή της θητείας της να λαμβάνει τόσο σοβαρές αποφάσεις.

Ως προς το δεοντολογικό ζήτημα (ζήτημα τήρησης του «πολιτικώς ορθού»), αυτό εμπίπτει στον χώρο της πολιτικής, στην οποία ο Πρόεδρος δεν μπορεί να εισέλθει, διότι θα απομακρυνόταν από την ουδετερότητα (σε θέματα πολιτικής), την οποία του επιβάλλει το αξίωμά του. Επίσης δεν υφίσταται κανένα απολύτως εμπόδιο από το Σύνταγμα, να υπογραφεί το Προεδρικό Διάταγμα πριν από τη λήξη της θητείας των σημερινών Προέδρου και Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με τη ρητή φυσικά μνεία στο Διάταγμα ότι η νέα ηγεσία θα αναλάβει τα καθήκοντά της από την 1 Ιουλίου. Αυτό, είτε έχει ως τώρα εφαρμοσθεί στην πράξη είτε όχι, το υπαγορεύει και η κοινή λογική. Οι κανόνες δικαίου δεν παραλογίζονται ούτε πρέπει να παραλογίζονται. Βέβαια, καμιά φορά σκοπιμότητες εκτοπίζουν και την κοινή λογική.

Η πολιτική ορθότητα, έστω και αν δεν μπορεί να την ελέγξει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, τηρήθηκε στη διαδικασία επιλογής δικαστικής ηγεσίας από την κυβέρνηση;

Κατά τη γνώμη μου δεν τηρήθηκε, αλλά ούτε από την Αξιωματική Αντιπολίτευση τηρήθηκε. Η τελευταία αρνήθηκε την εξαιρετική για τον νομικό πολιτισμό της χώρας μας πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, να επιλεγεί η ηγεσία της Δικαιοσύνης σε συμφωνία της Κυβέρνησης με τη Νέα Δημοκρατία. Θα ήταν, ως προς τη συγκεκριμένη αυτή ενέργεια, (ό,τι και αν έχει γίνει ως τώρα), ένα μήνυμα τόσο προς το δικαστικό σώμα, όσο και προς τον ελληνικό λαό, ότι η δικαιοσύνη αφήνεται μακριά από την κομματική αντιπαράθεση και ότι η νέα ηγεσία έχει επιλεγεί με συναίνεση τουλάχιστον των δύο μεγάλων πολιτικών παρατάξεων. Δυστυχώς, χάθηκε αυτή η ευκαιρία.

Από τη στιγμή που η αξιωματική αντιπολίτευση αρνήθηκε να συναινέσει, υπήρχαν κατά τη γνώμη σας περιθώρια για μια άλλου τύπου διαχείριση από την πλευρά της κυβέρνησης;

Η Κυβέρνηση, μετά την άρνηση της Νέας Δημοκρατίας, δεν έπραξε αυτό που ήταν το πολιτικώς ορθό, αλλά και το σύμφωνο με την εξαγγελία της για συναινετική επιλογή της ηγεσίας του Αρείου Πάγου, με το να αγνοήσει, ειδικά ως προς την πλήρωση της θέσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, τη γνωμοδότηση της Διάσκεψης των Προέδρων. Η γνωμοδότηση αυτή δεν είναι δεσμευτική, αλλά από τη στιγμή που η Κυβέρνηση επέλεξε μια συναινετική διαδικασία και εφόσον η επιλογή της αυτή ήταν ειλικρινής, έπρεπε να μείνει συνεπής προς αυτή και να προχωρήσει, έστω μονομερώς, στην πιο «συναινετική» δυνατή επιλογή. Ο υποψήφιος για τη θέση του Εισαγγελέα κ. Βουρλιώτης συγκέντρωσε τη μεγάλη πλειοψηφία της Διάσκεψης των Προέδρων, όπως είναι οι 15 ψήφοι που έλαβε (άρα και ψήφοι από την αντιπολίτευση – κάτι που ισχύει και για την κ. Καλού ως προς την επιλογή Προέδρου του Αρείου Πάγου), ενώ κανένας άλλος υποψήφιος δεν συγκέντρωσε πάνω από 9 ψήφους. Η συνέπεια, άρα η πολιτική ορθότητα, επέβαλλε να έχει επιλεγεί ο κ. Βουρλιώτης. Ο λόγος αυτός και μόνος του αρκεί ως προς ζήτημα της πολιτικής ορθότητας. Αλλά θα προσθέσω και το εξής: Όπως έχει ήδη παρατηρηθεί, δεν είναι υπέρ της επιλεγείσας Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, ούτε άλλωστε και υπέρ της σημερινής Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, η στάση τους στο θέμα Κουφοντίνα, δεδομένου ότι το βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου Πλημμελειοδικείου Βόλου ήταν εμπεριστατωμένα θεμελιωμένο στη βάση της επικινδυνότητας του καταδίκου (ουσιαστική αξιολόγηση που δεν ελέγχεται αναιρετικά). Τούτο ήταν επαρκής αιτιολογία, ανεξάρτητα από τα επιπροσθέτως αναφερθέντα στο βούλευμα άλλα μη κρίσιμα κριτήρια.

Αλλά και γενικώς θα έλεγα ότι τα δύο μεγάλα κόμματα έχουν δυστυχώς επιλέξει την πολιτική της πόλωσης (με δαιμονοποίηση του αντιπάλου) αντί της πολιτικής της συναίνεσης. Προφανώς διότι η πόλωση αποδίδει εκλογικά.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα