Κρατικές ενισχύσεις 3 δισ. δολ. σε αμερικανικές πετρελαϊκές

Στην αρωγή της κυβέρνησης Τραμπ εναποθέτουν τώρα τις ελπίδες τους για επιβίωση οι αμερικανικές εταιρείες σχιστολιθικών υδρογονανθράκων, καθώς βρίσκονται σε δεινή οικονομική θέση. Εχουν παγιδευθεί ανάμεσα στη λαίλαπα της επιδημίας του κορωνοϊού και στον πόλεμο τιμών της Σαουδικής Αραβίας κατά της Ρωσίας, που έχει οδηγήσει τις τιμές του «μαύρου χρυσού» στα χαμηλότερα επίπεδά τους από το 2003.

Πρόκειται για βιομηχανίες με μεγάλο λειτουργικό κόστος που, σε αντίθεση με τους ρωσικούς κρατικούς κολοσσούς και την πετρελαϊκή βιομηχανία της Σαουδικής Αραβίας, δεν είναι βιώσιμες όταν οι τιμές του πετρελαίου βρίσκονται σε χαμηλά επίπεδα. Αυτή τη στιγμή πολλές από τις μικρές εταιρείες του κλάδου βρίσκονται στα πρόθυρα χρεοκοπίας, καθώς οι τιμές του πετρελαίου έχουν υποχωρήσει από την αρχή του έτους κατά 60% και βρίσκονται τώρα σε επίπεδα κάτω από τα 30 δολάρια το βαρέλι. Ετσι ο Αμερικανός πρόεδρος αναγκάζεται να μεριμνήσει για τον ενεργειακό κλάδο των ΗΠΑ τη στιγμή που προωθεί παράλληλα το ιλιγγιώδες πακέτο του 1,3 τρισ. δολαρίων για τη θωράκιση της αμερικανικής οικονομίας από τις επιπτώσεις της επιδημίας.

Γι’ αυτό και δρομολογεί στην αγορά πετρελαίου ποσό αξίας έως και 3 δισ. δολαρίων για μικρούς εγχώριους παραγωγούς που απασχολούν κάτω από 5.000 υπαλλήλους. Το αμερικανικό υπουργείο Ενέργειας έχει ζητήσει από το Κογκρέσο το ποσό των 3 δισ. δολαρίων για να καλύψει το κόστος της αγοράς 30 εκατομμυρίων βαρελιών αμερικανικού αργού παράδοσης Μαΐου και Ιουνίου. Σχεδιάζει, άλλωστε, να αγοράσει σε εύλογο χρονικό διάστημα άλλα 77 εκατ. βαρέλια. Σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg, τα κριτήρια του σχετικού προγράμματος πληρούν περίπου 300 εισηγμένες αμερικανικές πετρελαϊκές, μεταξύ των οποίων και η Continental Resources Inc., εταιρεία σχιστολιθικών συμφερόντων του Χάρολντ Χαμ, δισεκατομμυριούχου και οπαδού του Αμερικανού προέδρου.

Ενδέχεται να είναι, επίσης, επιλέξιμες εταιρείες σχιστολιθικών όπως οι Chesapeake Energy, Whiting Petroleum Corp και California Resources των οποίων οι μετοχές δέχονται μεγάλες πιέσεις τις τελευταίες ημέρες.

«Κινούμεθα όσο γρηγορότερα μπορούμε», δήλωσε στο Bloomberg ο Αμερικανός υπουργός Ενέργειας, Νταν Μπρούγιετ, και εξέφρασε την εκτίμηση πως το αίτημα του υπουργείου Ενέργειας αντιμετωπίζεται θετικά από το Κογκρέσο. Τόνισε μάλιστα πως δύο εβδομάδες μετά τη στιγμή που θα εγκρίνει το Κογκρέσο τους απαιτούμενους πόρους, η αμερικανική κυβέρνηση θα αρχίσει να αγοράζει πετρέλαιο. Στη συνέχεια, δύο με τρεις μήνες αργότερα θα αρχίσει νέο γύρο αγορών πετρελαίου.

Παράλληλα, ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών, Στίβεν Μνούτσιν, τάχθηκε υπέρ της ανάληψης πιο δυναμικών κινήσεων υπέρ των αμερικανικών πετρελαϊκών. Μιλώντας στο δίκτυο Fox Business, εξέφρασε την πρόθεση να ζητήσει από το Κογκρέσο άλλα 20 δισ. δολάρια μέσω του προέδρου. Με αυτά, τόνισε, θα γεμίσει για μια δεκαετία τις δεξαμενές των στρατηγικών αποθεμάτων πετρελαίου που διατηρεί η υπερδύναμη. Με τις σημερινές χαμηλές τιμές του πετρελαίου, τα 20 δισ. δολάρια μπορούν να αγοράσουν τουλάχιστον 800 εκατ. βαρέλια πετρελαίου. Ενας τέτοιος όγκος «μαύρου χρυσού» υπερβαίνει, πάντως, τη χωρητικότητα των δεξαμενών του αμερικανικού κράτους που ανέρχεται σε 713,5 εκατ. βαρέλια. Στις δεξαμενές αυτές, κυρίως υπόγειες κατά μήκος της αμερικανικής ακτογραμμής, βρίσκονται ήδη αποθηκευμένα περίπου 635 εκατ. βαρέλια πετρελαίου. Σημειωτέον ότι στις σχετικές πωλήσεις, θα έχουν το δικαίωμα να συμμετάσχουν και άλλες εταιρείες παραγωγής πετρελαίου, όπως και διαπραγματευτές προθεσμιακών συμβολαίων πετρελαίου υπό τον όρο ότι το πετρέλαιο που θα αγοράσουν θα είναι πάντα προϊόν αμερικανικών βιομηχανιών με προσωπικό μικρότερο των 5.000 ατόμων.

Ο κ. Μπρούγιετ χαρακτήρισε τον πόλεμο των τιμών του πετρελαίου «συνειδητή πρόκληση προβλημάτων στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου από ξένους παράγοντες». Οφείλεται πράγματι στην προσπάθεια της Σαουδικής Αραβίας να διεκδικήσει όσο μεγαλύτερο μερίδιο μπορεί από την παγκόσμια αγορά πετρελαίου, αυξάνοντας ραγδαία την παραγωγή της. Εχει προηγηθεί η απόφαση της Μόσχας να δώσει τέλος σε μια συμμαχία με την πρώην αντίπαλο και ανταγωνίστριά της. Η συμμαχία διήρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια, στη διάρκεια των οποίων η Ρωσία λειτουργούσε ως ντε φάκτο μέλος του ΟΠΕΚ και συνδιαμόρφωνε τις αποφάσεις του. Σύμφωνα, πάντως, με αναλυτές του κλάδου η στάση της Ρωσίας είχε ακριβώς αυτόν το στόχο, να «γονατίσει» τις αμερικανικές βιομηχανίες σχιστολιθικών.

 

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα