Τίτλοι τέλους στην ενισχυμένη εποπτεία-Τι αλλάζει στην οικονομία της χώρας

Σήμερα η ενισχυμένη εποπτεία, μετά τα τρία συνεχόμενα προγράμματα διάσωσης από το 2010 έως το 2018, φτάνει στο τέλος της. Η χώρα εξέρχεται από το ειδικό καθεστώς καθώς υλοποίησε τον κύριο όγκο των δεσμεύσεων πολιτικής που είχε αναλάβει έναντι του Eurogroup.

Η έξοδος της χώρας από την ενισχυμένη εποπτεία έχει  οφέλη, καθώς ενισχύει τη θέση της στις διεθνείς αγορές, παρέχει πρόσθετη ώθηση στην αναπτυξιακή δυναμική της και στην προσέλκυση επενδύσεων, προσδίδει βαθμούς ελευθερίας στην άσκηση οικονομικής πολιτικής, στο πλαίσιο βέβαια των υφιστάμενων κανόνων που ισχύουν για όλα τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη και φέρνει πιο κοντά την επίτευξη και του τελευταίου στόχου, αυτού της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας.

Και η επανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τους οίκους αξιολόγησης το 2023 είναι ο μεγάλος πλέον στόχος. Γιατί;

Το ελληνικό αξιόχρεο είχε υποβαθμιστεί από τους οίκους αξιολόγησης το 2010 με αποτέλεσμα να χαρακτηριστεί «σκουπίδι». Από τότε έως σήμερα οι οίκοι έχουν μεν αναβαθμίσει την ελληνική οικονομία όμως δεν έχει φτάσει ακόμα στο πολυπόθητο, πρώτο σκαλοπάτι.

Η Ελλάδα παράλληλα έχει δεσμευθεί ότι θα συνεχίσει να ακολουθεί μια σταθερή και συνετή δημοσιονομική πολιτική, θα συνεχιστούν οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, ενώ επίσης δεσμεύεται να εφαρμόσει τις εναπομείνασες εκκρεμότητες στο δεύτερο εξάμηνο του έτους.

Το πλέον σημαντικό είναι πως οι Ευρωπαίοι δεν αφήνουν στον «αυτόματο» το θέμα του ελληνικού χρέους.

Η Ελλάδα και η Κομισιόν αναθεώρησαν από κοινού τη συμφωνία του Eurogroup του Ιουλίου 2018, η οποία προέβλεπε πως η Ελλάδα θα πρέπει να πετύχει κατά μέσο όρο πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 2,2% του ΑΕΠ έως το 2060, ώστε το χρέος της να παραμείνει σε βιώσιμη τροχιά. Ο ήδη φιλόδοξος αυτός στόχος, που από κάποιους είχε χαρακτηριστεί τότε ως «δημοσιονομικός ζουρλομανδύας», αναθεωρήθηκε στο 2,6% του ΑΕΠ, δηλαδή κατά 0,4% υψηλότερα. Αυτό σε βάθος 37 ετών αυξάνει τη δημοσιονομική προσπάθεια – προσαρμογή κατά 30 δισ. ευρώ σε τρέχουσες αξίες.

Η μετα-προγραμματική παρακολούθηση
Αυτές οι πολιτικές δεσμεύσεις θα επιτηρούνται στο πλαίσιο της τακτικής μετα-προγραμματικής παρακολούθησης και στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού εξαμήνου.

Στη βάση αυτή θα πραγματοποιείται στη χώρα μας μία αξιολόγηση ανά εξάμηνο (αντί ανά τρίμηνο που ίσχυε σήμερα), παρόμοια με αυτή που εφαρμόζεται σήμερα σε Ιρλανδία, Ισπανία, Κύπρο και Πορτογαλία.

Η παρακολούθηση από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς θα συνεχιστεί έως το 2059, δηλαδή έως ότου η χώρα εξοφλήσει το 75% των δανείων που έλαβε στο πλαίσιο των μνημονίων. Ωστόσο, η χώρα θα περάσει σε στάδιο απλής μεταπρογραμματικής παρακολούθησης.

Θα υπάρχει και μία αξιολόγηση από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας ανά τρίμηνο, όπως ισχύει για όλες τις χώρες που δανείστηκαν από την ESM, η οποία, όμως, δεν δημοσιοποιείται, αλλά καταγράφει την ευστάθεια των οικονομιών των κρατών- μελών.

Οι εκκρεμείς μεταρρυθμιστικές δεσμεύσεις θα παρακολουθούνται στο πλαίσιο της πρώτης έκθεσης μεταπρογραμματικής εποπτείας που θα εκδοθεί τον Νοέμβριο εφέτος, στην οποία μπορεί να βασιστεί η απόφαση του Eurogroup σχετικά με την τελική δόση των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους που συμφωνήθηκαν τον Ιούνιο 2018. Σημαντικές μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις, σύμφωνα επίσης με την Κομισιόν, προβλέπονται παράλληλα στο ελληνικό σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας.

Οι εκκρεμότητες
Όσον αφορά στις εκκρεμότητες που πρέπει να κλείσουν, είναι χαρακτηριστικό ότι η πανδημία και η ενεργειακή κρίση, σε συνδυασμό με τον πόλεμο στην Ουκρανία, άφησαν μια σειρά από προαπαιτούμενα τα οποία δεν κατέστη εφικτό να ολοκληρωθούν στο πλαίσιο της εποπτείας. Αυτά συνδέονται και με την εκταμίευση της τελευταίας δόσης από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων. Ο κατάλογος περιλαμβάνει 22 προαπαιτούμενα, με ορίζοντα ολοκλήρωσης τον Οκτώβριο (χρηματοπιστωτικός τομέας, εκκαθάριση ληξιπρόθεσμων οφειλών, μείωση των εκκρεμών συντάξεων, πρωτοβάθμια περίθαλψη, Κτηματολόγιο, εργατική νομοθεσία κ.ά.).

Για το μέλλον, η αναμενόμενη παράταση (χωρίς να είναι ακόμη γνωστοί οι ακριβείς όροι) της ρήτρας διαφυγής για ακόμη ένα έτος παρέχει δημοσιονομική ευελιξία για λήψη μέτρων ενίσχυσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων και το 2023. Όμως, ο βηματισμός πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός, εξαιτίας των «πληγών» που εξακολουθούν να υπάρχουν την οικονομία, με κυριότερη το υψηλό δημόσιο χρέος, το οποίο αναμένεται να μειωθεί στο 180,2% του ΑΕΠ στο τέλος του 2022 (από το 193,3% του ΑΕΠ το 2021). Για την περίοδο μετά το 2023, οι χώρες με χρέος πάνω από 60% του ΑΕΠ θα πρέπει να ακολουθήσουν μια δημοσιονομική πολιτική με στόχο την επίτευξη της σταδιακής μείωσης του χρέους και της δημοσιονομικής βιωσιμότητας μεσοπρόθεσμα, μέσω, σταδιακής μείωσης των ελλειμμάτων, των επενδύσεων και των μεταρρυθμίσεων.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην έκθεση της Κομισιόν για το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο, τα κράτη- μέλη με υψηλό χρέος, όπως είναι η Ελλάδα, θα πρέπει να ακολουθήσουν μια συνετή δημοσιονομική πολιτική το 2023, ιδίως περιορίζοντας την αύξηση των εθνικών τρεχουσών δαπανών κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, λαμβάνοντας υπ’ όψη τη συνεχιζόμενη, προσωρινή και στοχευμένη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων που είναι πιο ευάλωτες στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας, καθώς και τη στήριξη στους πρόσφυγες από την Ουκρανία.

Εν κατακλείδι, η χώρα θα επιζητεί τη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου μέσω της αύξησης του ΑΕΠ και των εσόδων με μόνιμο χαρακτήρα, από τον οποίο θα χρηματοδοτούνται οι προσωρινές παρεμβάσεις (π.χ. Fuel Pass, Power Pass, αυξημένο επίδομα θέρμανσης κ.ά.), καθώς και τα μόνιμα μέτρα (π.χ. η μείωση ήδη του ΕΝΦΙΑ, ή η κατάργηση το 2023 της εισφοράς αλληλεγγύης για δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους κ.ά.). Αλλά, και να είναι έτοιμη να προσφεύγει στις αγορές (κάτι που θα καταστεί ευκολότερο με την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας) όταν το επιτρέπουν οι συνθήκες, προκειμένου να αποκτά κεφάλαια για πρόσθετες παρεμβάσεις. Έχοντας φυσικά υπόψη, ότι το «άγρυπνο βλέμμα» των Βρυξελλών θα είναι πάντα εστιασμένο σε δημόσιο χρέος και πρωτογενές έλλειμμα (ή πλεόνασμα).

 

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα