Η αλήθεια για την οικονομία, οι προκλήσεις του 2023 και οι εκλογές

Όχι, δεν παίρνουν ναρκωτικά, ούτε δωροδοκούνται από την ελληνική κυβέρνηση όσοι, διεθνώς, αναγνωρίζουν την καλή πορεία της ελληνικής οικονομίας: το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ο πιο έγκυρος και αυστηρός, θεσμικός κριτής των οικονομιών επιβεβαίωσε τις θετικές οικονομικές και δημοσιονομικές επιδόσεις της χώρας. Όμως, αυτό δεν πρέπει να δημιουργεί εφησυχασμό, γιατί το 2023 θα είναι ένα έτος σοβαρών προκλήσεων για την οικονομία, που θα συνδυασθούν με την πολιτική αβεβαιότητα που δημιουργεί η, διπλή πιθανότατα, εκλογική αναμέτρηση.

Γράφει ο *Γρηγόρης Σαμπάνης

Δυστυχώς, η δημόσια συζήτηση για την οικονομία στην Ελλάδα διεξάγεται με τρόπο τοξικό, που απαγορεύει τον εποικοδομητικό διάλογο κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, ώστε αναδεικνύονται οι πραγματικές ευπάθειες της οικονομίας και να αναζητούνται τα καταλληλότερα μέτρα πολιτικής για να πετύχουμε την πρόοδο που είναι προς το συμφέρον όλων. Ακόμη και αυτό που αναγνωρίζεται από όλους τους διεθνείς παρατηρητές, ότι η ελληνική οικονομία βαδίζει στον σωστό δρόμο, γίνεται προσπάθεια από ακραίες αντιπολιτευτικές φωνές να αμφισβητηθεί με υπαινιγμούς για συνωμοσίες, δωροδοκίες και… ναρκωτικά.

Η πραγματικότητα, φυσικά, είναι πολύ διαφορετική. Για πρώτη φορά εδώ και χρόνια, οι εκτιμήσεις και προβλέψεις της ελληνικής κυβέρνησης για την οικονομία όχι μόνο καταγράφουν πολύ πιστά και ορθολογικά την πραγματική εικόνα, αλλά συμβαδίζουν απόλυτα με τις εκτιμήσεις διεθνών θεσμών, όπως η Κομισιόν και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αλλά και των διεθνών αναλυτών του ιδιωτικού τομέα.

Είναι χαρακτηριστική η πλήρης ευθυγράμμιση του ΔΝΤ με τις προβλέψεις της κυβέρνησης για τον ρυθμό ανάπτυξης και τα δημοσιονομικά μεγέθη του 2022 και του 2023. Ο οργανισμός που θεωρείται ο αυστηρότερες κριτής της οικονομικής πολιτικής όλων των κυβερνήσεων που είναι μέλη του εκτιμά ότι η ελληνική οικονομία κινείται με πολύ καλύτερους αναπτυξιακούς ρυθμούς από την ευρωζώνη, ενώ αποδέχεται τις προβλέψεις της κυβέρνησης για τα δημοσιονομικά μεγέθη.

Ειδικότερα,

-Το Ταμείο προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης υπετριπλάσιο από τον μέσο όρο της ευρωζώνης (1,8% έναντι 0,5%) για την Ελλάδα το 2023, ενώ μεγάλες οικονομίες, όπως η γερμανική και η ιταλική, προβλέπεται ότι θα διολισθήσουν σε ύφεση. Με πρόβλεψη για ρυθμό ανάπτυξης 5,2% το 2022, το Ταμείο συγκαταλέγει την Ελλάδα στις οικονομίες της ευρωζώνης που θα έχουν την ταχύτερη ανάπτυξη φέτος, με πολύ γρήγορη επαναφορά στην κανονικότητα μετά την πανδημία. Σημειώνεται ότι η εκτίμηση της κυβέρνησης για την ανάπτυξη φέτος κάνουν λόγο για ρυθμό 5,3%, αλλά ήδη θεωρείται υπερβολικά συντηρητική: το ΙΟΒΕ ανεβάζει την εκτίμησή του για φέτος στο 6%.

-Σε ό,τι αφορά τα δημοσιονομικά, το Ταμείο επίσης συμβαδίζει με τις εκτιμήσεις της κυβέρνησης. Εκτιμά ότι το πρωτογενές έλλειμμα θα μειωθεί φέτος στο 1,8% του ΑΕΠ, ενώ η κυβέρνηση «βλέπει» το ποσοστό στο 1,7%. Για το 2023, το Ταμείο δέχεται την πρόβλεψη για πρωτογενές πλεόνασμα, το οποίο εκτιμά ότι θα διαμορφωθεί σε 0,9% του ΑΕΠ, ποσοστό μεγαλύτερο από προβλέπει η ελληνική κυβέρνηση. Έως το 2027, η αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος θα συνεχισθεί, όπως εκτιμά το Ταμείο, ώστε να φθάσει στο επίπεδο του 2%, που θεωρείται το επίπεδο – κλειδί για τη βιωσιμότητα του χρέους, καθώς το πλεόνασμα θα καλύπτει πλήρως τις δαπάνες για τόκους.

Αυτά τα αποτελέσματα δεν ήλθαν μέσα από μια διαχείριση… αυτόματου πιλότου, αλλά με σοβαρή άσκηση πολιτικής σε πολλά επίπεδα. Από τη διαχείριση της πανδημίας, που επέτρεψε στην Ελλάδα να εξέλθει από αυτή την κρίση με μια πολύ ισχυρή ανάκαμψη του τουρισμού, ο οποίος θα ξεπεράσει το ρεκόρ εσόδων του 2019. Έως την άσκηση μιας ισορροπημένης οικονομικής πολιτικής, που ενίσχυσε την εμπιστοσύνη και τόνωσε την επενδυτική δραστηριότητα, ενώ αντιμετώπισε με μέτρα πολιτικής πολύ υψηλού κόστους το διπλό σοκ από την πανδημία και την εκτίναξη του πληθωρισμού, χωρίς ωστόσο να αυξάνονται υπερβολικά τα ελλείμματα. Δεκάδες μικρές και μεγαλύτερες μεταρρυθμίσεις προωθήθηκαν από το καλοκαίρι του 2019, ακόμη και σε αντίξοες οικονομικές συνθήκες, εμπεδώνοντας την αντίληψη ότι η ελληνική οικονομία αλλάζει πραγματικά πορεία.

Είναι αξιοσημείωτο ότι στην Ελλάδα, την πλέον υπερχρεωμένη οικονομία της ευρωζώνης, το κόστος της ενεργειακής κρίσης για επιχειρήσεις και νοικοκυριά καλύφθηκε από το κράτος σε μεγάλο βαθμό, με μέτρα που είχαν το 2022 δημοσιονομικό κόστος 4,7 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου 2,5% του ΑΕΠ, όταν τα αντίστοιχα ποσοστά στις περισσότερες οικονομίες της ευρωζώνης ήταν χαμηλότερα.

Όπως είπε ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, μιλώντας στη συζήτηση του προσχεδίου του προϋπολογισμού στη Βουλή, «συνολικά, με τις πρόσφατες εκτιμήσεις της πορείας του ενεργειακού κόστους, τα μέτρα για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης ανέρχονται στα 12,4 δισ. ευρώ το 2022. Το δημοσιονομικό κόστος αυτών διαμορφώνεται στα 4,7 δισ. ευρώ. Από το σύνολο των παρεμβάσεων, τα 9,5 δισ. ευρώ, δηλαδή το 80% αυτών, κατευθύνεται στην επιδότηση του αυξημένου ενεργειακού κόστους.  Από αυτά, τα 3,5 δισ. ευρώ είναι για τα νοικοκυριά και τα 6,0 δισ. ευρώ για τις επιχειρήσεις. Παράλληλα, συνεχίζεται η εφαρμογή παρεμβάσεων, ύψους 4,3 δισ. ευρώ, για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας».

Όλα αυτά δεν σημαίνουν, όμως, ότι το 2023 θα είναι ένα έτος ανέφελης συνέχισης της ίδιας πορείας της οικονομίας, χωρίς κινδύνους και προκλήσεις. Ούτε, πολύ περισσότερο, ότι όλα θα πάνε καλά στην οικονομία, ανεξάρτητα από τις επιλογές που θα κάνουν οι ψηφοφόροι στις εκλογές.

Το δύσκολο 2023 και το πολιτικό στοίχημα

Το οικονομικό περιβάλλον τον επόμενο χρόνο θα γίνει πολύ πιο δύσκολο, καθώς η ευρωζώνη θα κινηθεί προς την ύφεση και η ελληνική οικονομία, μοιραία, θα κόψει την αναπτυξιακή της ταχύτητα αρκετά απότομα, αν και θεωρείται βέβαιο ότι θα αποφύγει μια ύφεση. Παράλληλα, οι πολύ υψηλές τιμές της ενέργειας δεν προβλέπεται να υποχωρήσουν, καθώς η Ευρώπη έχει μπροστά της ένα πολύ δύσκολο στοίχημα, σε ό,τι αφορά την κάλυψη των αποθεμάτων φυσικού αερίου για τον επόμενο χειμώνα. Οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες θα γίνουν πολύ πιο αυστηρές και θα δυσχεράνουν τον δανεισμό κράτους και ιδιωτών, καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι υποχρεωμένη να αυξήσει κι άλλο τα επιτόκια για να αναχαιτίσει τον πληθωρισμό. Κερδοσκοπικές επιθέσεις στα ομόλογα των πιο αδύναμων οικονομιών δεν θα πρέπει να αποκλείονται και η Ελλάδα είναι πάντα, μαζί με την Ιταλία, μία από τις χώρες που ενδέχεται να βρεθούν στο στόχαστρο των κερδοσκόπων.

Με χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης, που θα ασκήσει πίεση και στα έσοδα του Δημοσίου, τις ενεργειακές τιμές να διατηρούν σταθερή την πίεση στις δαπάνες για τη στήριξη επιχειρήσεων και νοικοκυριών και τα επιτόκια να ανεβαίνουν στα υψηλότερα επίπεδα εδώ και πολλά χρόνια, η κυβέρνηση θα κληθεί να ακολουθήσει μια πολύ ισορροπημένη πολιτική, ώστε να αποφευχθεί μια ακόμη μεγαλύτερη οικονομική επιβράδυνση και μια επιδείνωση των δημοσιονομικών μεγεθών, αλλά και η αμφισβήτηση της οικονομικής σταθερότητας από τις αγορές.

Αυτή η διαπίστωση οδηγεί στο μεγάλο, αναπάντητο ερώτημα αυτής της περιόδου: ποια κυβέρνηση θα αναλάβει να οδηγήσει εκ του ασφαλούς το σκάφος της οικονομίας στα ταραγμένα νερά μιας πολύ δύσκολης περιόδου; Θα το αποφασίσουν, βεβαίως, οι ψηφοφόροι, αλλά δυστυχώς αυτό θα γίνει μέσα από αρκετές, αχρείαστες δυσκολίες, τις οποίες πρόσθεσε στην πολιτική εξίσωση η εσφαλμένη, πολιτικάντικη επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να καθιερώσει ως εκλογικό σύστημα την απλή αναλογική. Δυστυχώς, σε μια τόσο δύσκολη περίοδο, η Ελλάδα θα βουλιάξει στην εσωστρέφεια, με μια εκλογική αναμέτρηση που είναι αμφίβολο αν μπορεί να οδηγήσει σε σταθερή κυβέρνηση και μια δεύτερη, πιθανότατα, αναμέτρηση με ενισχυμένη αναλογική, που θα επαναφέρει την πολιτική και κυβερνητική σταθερότητα.

Ελπίδα όλων είναι, όσο το πολιτικό σύστημα θα προσπαθεί να καταλήξει σε μια βιώσιμη λύση διακυβέρνησης, να μην μετουσιωθεί αυτή η αστάθεια σε εσφαλμένες επιλογές πολιτικής, ή σε αδράνεια που θα δημιουργήσει νέα προβλήματα στην οικονομία. Η κυβέρνηση που θα σχηματισθεί -όποτε σχηματισθεί- έχει σημασία να μην ξεφύγει από τα βήματα της επιτυχημένης διαχείρισης που έγινε από το καλοκαίρι του 2019. Οι διεθνείς συνθήκες δεν αφήνουν στην Ελλάδα την πολυτέλεια νέων πειραματισμών στην οικονομία με πολιτικές που δοκιμάσθηκαν και απέτυχαν.

*Οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα