Στις προκαπιταλιστικες κοινωνίες το εμπόριο εξυπηρετούσε την ικανοποίηση των άμεσων ή έμμεσων αναγκών των κατοίκων των πόλεων. Ο σκοπός του εμπορίου ήταν με άλλα λόγια η χρήση και κατανάλωση προϊόντων με την αγορά και το χρήμα ως ενδιάμεσο. Αν κάποιος ήθελε μια καρέκλα, για παράδειγμα, πήγαινε στην αγορά για να την αγοράσει. Ο τελικός σκοπός της αγοράς στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι, αφού μιλάμε για καρέκλα, να κάτσει κάποιος.
Γράφει ο *Δημήτρης Κλαδισκάκης
Στον καπιταλισμό όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά – ίσως και αντίστροφα. Εδώ ο σκοπός της αγοράς δεν είναι η ανταλλαγή χρηστικών αντικειμένων αλλά η όλο και μεγαλύτερη συγκέντρωση και πολλαπλασιασμός του κεφαλαίου. Η τελική χρήση του προϊόντος είναι αδιάφορη για τον καπιταλισμό και έτσι το ίδιο το προϊόν χάνει, ας πούμε, την ψυχή του: δεν είναι πια καρέκλα, τραπέζι, σπίτι, αλλά μέσο, ένας τρόπος για την αύξηση του κεφαλαίου. Στην καπιταλιστική αγορά δεν ανταλλάζονται προϊόντα με ενδιάμεσο το χρήμα, ανταλλάσσεται κεφάλαιο (σε μορφή χρήματος) με ενδιάμεσα τα προϊόντα. Αυτά τα προϊόντα που υπάρχουν μόνο ως μέσο για την αξιοποίηση του κεφαλαίου ονομάζονται εμπορεύματα.
Μπορούμε λοιπόν να σκεφτούμε την εμπορευματοποίηση σαν την απόσυρση του προϊόντος από την κυκλοφορία στην αγορά της «πραγματικής οικονομίας» – όπου το «τέλος» της κίνησης, ο σκοπός δηλαδή, είναι η εξυπηρέτηση πραγματικών κοινωνικών αναγκών και μέσο για την διεκπεραίωση της συναλλαγής είναι το χρήμα – και την εισαγωγή του σε κυκλοφορία σε μια άλλη παράλληλη αγορά που το κεφάλαιο σε μορφή χρήματος είναι το «τέλος» και το προϊόν είναι το μέσο. Στην νέα αυτή αγορά, που το προϊόν είναι μέσο, η χρηστικότητα του εξαντλείται στο κατά πόσο μπορεί να παράξει, μέσω της παραγωγικής διαδικασίας, νέο κεφάλαιο σε μορφή κέρδους.
Επιπλέον το καπιταλιστικό σύστημα αναζητά συνέχεια νέους τρόπους αξιοποίησης του κεφαλαίου—για παράδειγμα με την δημιουργία νέων αγορών, με την επέκταση των ήδη υπαρχόντων και με την παραγωγή και αξιοποιήση νέων τεχνολογιών. Η επαναστατικότητα του καπιταλισμού συνίσταται σε αυτήν την συνεχόμενη επέκταση και αναδημιουργία. Στην συνεχή δημιουργία δηλαδή νέου ζωτικού χώρου για μεγαλύτερη κυκλοφορία του κεφαλαίου. Αν αυτό ευθυγραμμίζεται με οποιοδήποτε τρόπο με πραγματικές κοινωνικές ανάγκες είναι συγκυριακό και αδιάφορο για αυτήν την κυκλοφορία.
Αν δεν ευθυγραμμίζεται, τότε ο καπιταλισμός προσπαθεί να δημιουργήσει νέες ανάγκες, πλασματικές αυτή την φορά ή συνεχίζει ακάθεκτος αδιαφορώντας για την όποια κοινωνική αναταραχή δημιουργεί. Το τέλος αυτής της διαδικασίας είναι η στιγμή που λόγω συγκέντρωσης του κεφαλαίου σε πολύ λίγα χέρια, η ζήτηση μειώνεται δραματικά, η αγορά δεν έχει περιθώρια ανάπτυξης και αναπόφευκτα καταρρέει και δημιουργείται οικονομική κρίση.
Η παγκοσμιοποίηση της αγοράς και διάθεσης ακινήτων είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της διαδικασίας. Μέσω των νέων τεχνολογιών άμεσης διάθεσης και αξιοποίησης προϊόντων, εκδημοκρατίστηκε τόσο ο τουρισμός όσο και η αγορά και διάθεση ακινήτων. Έτσι, οποιοσδήποτε να μπορεί να εκμεταλλευτεί τουριστικά την ακίνητη περιουσία του όπου και αν αυτή βρίσκεται. Αυτός ο εκδημοκρατισμός της διάθεσης όμως μόνο φαινομενικά λειτουργεί υπέρ του απλού ανθρώπου αφού, μέσω του ίδιου μηχανισμού, η αγορά ακινήτων έχει ανοίξει στο διεθνές real estate και το παγκόσμιο κεφάλαιο.
Ενώ στο παρελθόν η εκάστοτε αγορά ακινήτων ήταν κατά κύριο λόγο μια τοπική υπόθεση συνυφασμένη με τις κατά τόπους κοινωνικές ανάγκες, τώρα με την προσέλκυση μεγαλοεπενδυτών από όλο τον κόσμο το ακίνητο χαρακτηρίζεται καθαρά ως εμπόρευμα. Ο επενδυτής με έδρα την Νέα Υόρκη ή το Ντουμπάι διόλου νοιάζεται για το τι θα αγοράσει ή θα πουλήσει – αν θα είναι χρυσός, ακίνητα, πετρέλαιο, μετοχές – παρά μόνο αν αυτό θα του παράξει κέρδος. Με άλλα λόγια η αγορά ακινήτων παγκοσμιοποιείται και εμπορευματοποιείται συγχρόνως και το κεφαλαίο βρίσκει καινούργιο ζωτικό χώρο στον οποίο μπορεί να εκταθεί. Είναι μια διαδικασία διαρκούς εποικισμού χωρίς κανένα κοινωνικό πρόσημο.
Λόγω λοιπόν της παγκοσμιοποίησης της αγοράς και της διάθεσης ακινήτων η ζήτηση αυξάνεται κατακόρυφα και αφού η προσφορά είναι σταθερή, οι τιμές εκτοξεύονται. Το αναπτυξιακό μοντέλο που βασίζεται στην μεγιστοποίηση του αριθμού επισκεπτών τροφοδοτεί την όλη φούσκα με αέρα.
Όσο μεγαλύτερος ο αριθμός τουριστών, τόσο η μεγαλύτερη ζήτηση για ακίνητα, τόσο αυξάνονται οι τιμές κ.ο.κ. Αλλά ακόμη και σε αυτό το σημείο, όπου η φούσκα δεν έχει σκάσει, η οικονομική ασφάλεια του απλού ανθρώπου έχει πληγεί σημαντικά, αφού το όποιο επιπλέον εισόδημα έχει παραχθεί μέσω της τουριστικής αυτής ανάπτυξης εξανεμίζεται από τις πληθωριστικής τάσεις στην αγορά στέγης και όχι μόνο. Στα πιο μικρά μέρη υποστελεχώνονται βασικές υπηρεσίες όπως υγεία και παιδεία διότι το προσωπικό δεν μπορεί να βρει προσιτή στέγη. Άπλα και μέχρι πρότινος αυτονόητα πράγματά όπως οι καλοκαιρινές διακοπές μετατρέπονται σε πολυτέλεια για όλο και μεγαλύτερη μερίδα του πληθυσμού. Τέλος, η στέγη, το ίσως πιο βασικό και απαραίτητο των αγαθών μαζί με την τροφή, αρχίζει να γίνεται απλησίαστη για τον απλό πολίτη που αναγκάζεται να μετακομίσει σε περίχωρα, μέχρι και εκτός πόλης, για να βρει κάτι προσιτό.
Ο τουρισμός δίχως φραγμούς εν μέσω παγκοσμιοποίησης των αγορών ακινήτων δεν είναι λοιπόν μια ευκαιρία για κοινωνική ευημερία διότι αφήνει το μεγάλο κεφάλαιο ανεξέλεγκτο να εμπορευματοποιήσει τα πάντα στο διάβα του. Ενώ το εν λόγω μοντέλο ανάπτυξης υπόσχεται οικονομική ευρωστία, η άμεσα αιτιακή σχέση μεταξύ υπερτουρισμού και στεγαστικής κρίσης, δείχνει ότι αυτό το μοντέλο όχι μόνο δεν είναι βιώσιμο αλλά εν τέλει και αντιπαραγωγικό. Με τις κοντόφθαλμες πολιτικές μεγιστοποίησης του τουρισμού οι κυβερνήσεις εκούσια ή ακούσια πέφτουν λοιπόν σε μια κλασσική παγίδα του καπιταλισμού: το πως μια νέα αγορά που φαινομενικά είναι επωφελής για όλους καταλήγει να ωφελεί μόνο τους λίγους εις βάρος του κοινωνικού συνόλου.
* Ο Δημήτρης Κλαδισκάκης είναι Πολιτικός Επιστήμονας και Κοινωνιολόγος, Διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Σάσσεξ.