Διαδικασία ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση του καγκελαρίου Όλαφ Σολτς διενεργεί το κάτω σώμα του γερμανικού κοινοβουλίου, Bundestag.
Μετά την κατάρρευση του γερμανικού τρικομματικού συνασπισμού, ο κ. Σολτς κυβερνά με έναν μειοψηφικό συνασπισμό που αποτελείται από το δικό του, κεντροαριστερό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (SPD) και το κεντροαριστερό οικολογικό κόμμα των Πρασίνων.
Ο Γερμανός καγκελάριος ζήτησε επίσημα την ψηφοφορία από τον πρόεδρο της Bundestag, Bärbel Bas, την περασμένη Τετάρτη.
Η ψήφος εμπιστοσύνης είναι ένα πολιτικό μέσο με το οποίο ο ομοσπονδιακός καγκελάριος μπορεί να ελέγξει εάν η Bundestag διατηρεί την εμπιστοσύνη της στον ίδιο και στις πολιτικές του ή όχι.
Εισήχθη στο γερμανικό δίκαιο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο για να διασφαλιστεί ότι ο ομοσπονδιακός καγκελάριος δεν θα μπορούσε να διαλύσει μόνος του την Bundestag. Μέχρι στιγμής, η ψήφος εμπιστοσύνης έχει ζητηθεί πέντε φορές στην ιστορία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Η τελευταία φορά ήταν σχεδόν πριν από 20 χρόνια από τον πρώην καγκελάριο του SPD Γκέρχαρντ Σρέντερ.
Η ψήφος εμπιστοσύνης ρυθμίζεται από το άρθρο 68 του γερμανικού συντάγματος. Αναφέρει επίσης ότι το αίτημα για ψήφο εμπιστοσύνης πρέπει να κατατεθεί τουλάχιστον 48 ώρες πριν από την ψηφοφορία.
Εντός της ημέρας, ο κ. Σολτς θα αιτιολογήσει την κίνησή του σε μια σύντομη ομιλία του στην Bundestag. Η διαδικασία θα διεξαχθεί με ονομαστική ψηφοφορία.
Γενικά αναμένεται ότι ο Σολτς θα χάσει την ψήφο εμπιστοσύνης – με άλλα λόγια, ότι η πλειοψηφία του σώματος δεν θα παράσχει θετική ψήφο στην κυβέρνησή του.
Το κόμμα του SPD κατέχει αυτή τη στιγμή 207 έδρες στην Bundestag. Το εναπομείναν δεύτερο κόμμα του συνασπισμού, οι Πράσινοι, έχει 117 έδρες.
Συνολικά, οι βουλευτές των δύο κομμάτων δεν θα συγκέντρωναν επομένως την πλειοψηφία των 367 βουλευτών που είναι απαραίτητοι για τη διάσωση της κυβέρνησης. Επιπλέον, ορισμένοι βουλευτές των Πρασίνων έχουν ήδη ανακοινώσει ότι θα απόσχουν. Το κεντρώο – κεντροδεξιό Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (FDP), που αποχώρησε πρόσφατα από τον τρικομματικό συνασπισμό, δεν θα παράσχει ψήφο εμπιστοσύνης.
Εάν ο Σολτς χάσει την ψήφο εμπιστοσύνης, τότε θα προτείνει στον πρόεδρο της Γερμανίας Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ τη διάλυση της Bundestag και τη διεξαγωγή πρόωρων βουλευτικών εκλογών.
Ο Σταϊνμάγερ μπορεί να αποφασίσει αν θα διαλύσει ή όχι την Bundestag. Ο αρχηγός του γερμανικού κράτους έχει ήδη δηλώσει σε μια ομιλία του τον Νοέμβριο ότι θα το έκανε εάν ο Σολτς χάσει τη ψηφοφορία.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα των μέσων ενημέρωσης, δεν είναι ακόμη σαφές πότε ο Σταϊνμάγερ θα πάρει την απόφασή του. Ωστόσο, πρέπει να διαλύσει την Bundestag εντός 21 ημερών μετά την υποβολή σχετικού αιτήματος.
Στη συνέχεια, πρέπει να διεξαχθούν νέες εκλογές εντός 60 ημερών, όπως ορίζει το άρθρο 39 του γερμανικού συντάγματος.
Η ημερομηνία διεξαγωγής των νέων εκλογών έχει ήδη οριστεί για τις 23 Φεβρουαρίου 2025. Για να τηρηθεί αυτή η προθεσμία, τα γερμανικά ΜΜΕ αναμένουν από τον Σταϊνμάγερ να διαλύσει την Bundestag στις 27 Δεκεμβρίου.
Με την προοπτική νέων εκλογών, η προεκλογική εκστρατεία θα ξεκινήσει και τυπικά. Τα σχέδια εκλογικών προγραμμάτων των κομμάτων είναι ήδη διαθέσιμα και το SPD, το FDP και η κεντροδεξιά Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU) σκοπεύουν να εγκρίνουν και να δημοσιεύσουν τα προγράμματά τους την Τρίτη.
Στις τρέχουσες δημοσκοπήσεις, η CDU/CSU είναι πολύ μπροστά από το SPD του Όλαφ Σολτς.
Σύμφωνα με τον καθηγητή πολιτικής Δρ Hajo Funke, το FDP είναι ο μεγαλύτερος χαμένος της ψήφου εμπιστοσύνης: “Το SPD και οι Πράσινοι φαίνεται να επωφελούνται από το τέλος του συνασπισμού και ο αρχηγός του SPD Όλαφ Σολτς αισθάνεται απελευθερωμένος από τη διάλυση του συνασπισμού”.
Όσον αφορά την προεκλογική εκστρατεία, ο Funke σημειώνει: “Τα τρία βασικά ζητήματα – διαχείριση οικονομικής κρίσης, κοινωνική δικαιοσύνη και πόλεμος/ειρήνη – θα κυριαρχήσουν στην προεκλογική εκστρατεία”.
Η κατάρρευση του γερμανικού τρικομματικού συνασπισμού ήρθε τον Νοέμβριο, λίγες ώρες μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ για δεύτερη θητεία στην προεδρία των ΗΠΑ.