Επιστολή ΥΠΟΙΚ προς Κομισιόν – Τι ζητάει

Η γνώμη της ελληνικής πλευράς ζητήθηκε μέσα στον Ιούλιο με επιστολή της Κομισιόν προς το ΥΠΟΙΚ για το περιεχόμενο της εισήγησης αναφορικά με την παράταση της ενισχυμένης εποπτείας. Σε αυτήν καταγράφονται τα μέτωπα τα οποία παραμένουν ανοικτά στην οικονομία ή δημιουργήθηκαν το προηγούμενο διάστημα, παρά τις θετικές προοπτικές που πλέον υπάρχουν.

Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, στην απάντηση του ΥΠΟΙΚ γίνεται και -έμμεση- αναφορά στα πλεονάσματα. Δηλαδή, στην ανάγκη επαναϋπολογισμού της ανάλυσης βιωσιμότητας χρέους (με την οποία συνδέονται στην απόφαση του 2018).

Η έκθεση και η επιστολή

Ουσιαστικά πρόκειται για την καθιερωμένη ανά 6μηνο διαδικασία απόφασης της Επιτροπής “σχετικά με την παράταση της ενισχυμένης εποπτείας για την Ελλάδα”. Πρέπει να παρατείνει κατά 6 μήνες κάθε φορά έως τα μέσα του 2022 (σ.σ. με βάση την συμφωνία του 2018) το εν λόγω καθεστώς. Περιλαμβάνει έναν νεότερο απολογισμό “πεπραγμένων” που εκτείνεται έως τον Ιούλιο, ενώ καταγράφει τα μέτωπα που υπάρχουν ή δημιουργήθηκαν το προηγούμενο διάστημα και καλείται να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση.

Γίνεται αναφορά σε επιστολή που εστάλη από την Κομισιόν στις 16 Ιουλίου 2019. Με αυτή “δόθηκε στην Ελλάδα η δυνατότητα να διατυπώσει τις απόψεις της σχετικά με την εκτίμηση της Επιτροπής”. Η Επιτροπή αναφέρει ότι “στην απάντησή της στις 19 Ιουλίου 2019, η Ελλάδα συμφώνησε σε γενικές γραμμές με την εκτίμηση της Επιτροπής σχετικά με τις οικονομικές προκλήσεις που η ίδια αντιμετωπίζει η εν λόγω εκτίμηση αποτελεί τη βάση για την παράταση της ενισχυμένης εποπτείας”.

Η θέση του ελληνικού ΥΠΟΙΚ

Αναλυτικά, σύμφωνα με ευρωπαϊκές πηγές, στην επιστολή απάντησης της ελληνικής πλευράς την οποία υπογράφει ο ΥΠΟΙΚ κ. Χρήστος Σταϊκούρας αναγνωρίζεται η ύπαρξη περιορισμένων κινδύνων και αδυναμιών. Παρ όλα αυτά, τονίζεται το θετικό μομέντουμ που δημιουργήθηκε μετά τις εκλογές της 7ης Ιουλίου, το οποίο αποτυπώθηκε στα ιστορικά χαμηλά επίπεδα στα οποία βρίσκεται το κόστος δανεισμού του ελληνικού δημοσίου, στην επιτυχημένη έκδοση του 7ετούς ομολόγου με επιτόκιο χαμηλότερο του 2%, καθώς και στη δυνατότητα των τραπεζών να αντλούν κεφάλαια από τις διεθνείς αγορές με καλύτερους όρους. Επιπλέον, η ελληνική κυβέρνηση τόνισε την στόχευση της κυβερνητικής της πολιτικής, που είναι η υψηλή και βιώσιμη ανάπτυξη με πειθαρχημένα και υγιή δημόσια οικονομικά και ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.

Μεταξύ των βασικών αξόνων της κυβερνητικής πολιτικής στην επιστολή περιλαμβάνονται η μείωση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, η προώθηση αποκρατικοποιήσεων και εμβληματικών επενδύσεων, η υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα και η ανάληψη δράσεων για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

Επίσης, η ελληνική κυβέρνηση τόνισε, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, ότι η συνεχιζόμενη τάση αποκλιμάκωσης του κόστους δανεισμού επηρεάζει θετικά τη βιωσιμότητα του χρέους και τις προσδοκίες της αγοράς.

Τι λέει η Επιτροπή

Συμπερασματικά η Επιτροπή στην απόφασή της αναφέρει ότι “εξακολουθούν να πληρούνται οι όροι που δικαιολογούν τη θέση σε ενισχυμένη εποπτεία, σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 472/2013. Ειδικότερα, η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει κινδύνους όσον αφορά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, οι οποίοι, αν επαληθευτούν, θα μπορούσαν να έχουν δυσμενείς δευτερογενείς επιπτώσεις σε άλλα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ. Εάν επέλθουν τυχόν δευτερογενείς συνέπειες, θα μπορούσαν να είναι έμμεσες, επηρεάζοντας την εμπιστοσύνη των επενδυτών, και, ως εκ τούτου, το κόστος αναχρηματοδότησης για τράπεζες και εκδότες του δημοσίου σε άλλα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ”.

Στην απόφαση της Επιτροπής γίνεται ειδική μνεία για την 3η  αξιολόγηση του Ιουνίου. Αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι “ο ρυθμός υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων επιβραδύνθηκε κατά τους τελευταίους μήνες και δεν διασφαλίζεται η συνοχή ορισμένων μέτρων με τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο της Ευρωομάδας”. Επισημαίνεται επίσης ότι “η έκθεση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν κίνδυνοι για την επίτευξη του συμφωνηθέντος στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα. Ως εκ τούτου, η Ελλάδα βρίσκεται σε σημαντικό σταυροδρόμι όσον αφορά τις επιλογές των πολιτικών που απαιτούνται για την επίτευξη σταθερής και διαρκούς οικονομικής ανάκαμψης”.

Κατά συνέπεια επισημαίνει ότι “μεσοπρόθεσμα, η Ελλάδα χρειάζεται να συνεχίσει τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση των πηγών ή των δυνητικών πηγών δυσκολιών και την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για τη στήριξη μιας ισχυρής και βιώσιμης οικονομικής ανάκαμψης, προκειμένου να ελαφρυνθούν οι κληροδοτημένες συνέπειες διαφόρων παραγόντων”. Αναφέρει ότι στους εν λόγω παράγοντες “περιλαμβάνονται η σοβαρή και παρατεταμένη ύφεση κατά τη διάρκεια της κρίσης· το μέγεθος της δανειακής επιβάρυνσης της Ελλάδας· οι ευπάθειες του χρηματοπιστωτικού της τομέα· η συνεχιζόμενη σχετικά έντονη αλληλεξάρτηση μεταξύ του χρηματοπιστωτικού τομέα και των ελληνικών δημόσιων οικονομικών, μεταξύ άλλων μέσω κρατικής ιδιοκτησίας· ο κίνδυνος μετάδοσης σοβαρών εντάσεων σε οποιονδήποτε από τους εν λόγω τομείς σε άλλα κράτη μέλη, καθώς και η έκθεση των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ στα ελληνικά κρατικά ομόλογα”.

Για να αντιμετωπιστούν οι υπολειπόμενοι κίνδυνοι και να παρακολουθείται η εκπλήρωση των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί, “κρίνεται αναγκαίο και σκόπιμο να παραταθεί η ενισχυμένη εποπτεία για την Ελλάδα”.

Οι αναφορές για τράπεζες, εξωτερικό “άνοιγμα” και αγορές

Η Επιτροπή στην απόφασή της κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι, ενώ η Ελλάδα έχει αποκαταστήσει με επιτυχία τη δημοσιονομική της ισορροπία και έχει μειώσει σημαντικά το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, αντιμετωπίζει υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες που της κληροδότησε η κρίση. Αυτές αφορούν το υψηλό δημόσιο χρέος, την αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση, το υψηλό επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών, καθώς και το ακόμη υψηλό ποσοστό ανεργίας. Συγκεκριμένα, το δημόσιο χρέος βρισκόταν στο 181,1% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος στο τέλος του 2018, ποσοστό που είναι το υψηλότερο στην Ένωση. Η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση, ύψους -137,9% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος το 2018, παραμένει πολύ υψηλή. Επιπλέον, παρόλο που το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε σημαντικά, τούτο εξακολουθεί να μην είναι αρκετό για να στηριχθεί η μείωση της πολύ μεγάλης καθαρής διεθνούς επενδυτικής θέσης με ικανοποιητικό ρυθμό ώστε να μειωθεί σε επίπεδα που θεωρούνται συνετά. Ενώ η ανεργία συνέχισε να μειώνεται από το ανώτατο επίπεδο του 27,8% το 2013, εξακολουθεί να παραμένει υψηλή ανερχόμενη σε 18,1% τον Μάρτιο του 2019. Η μακροχρόνια ανεργία (11,9 % το πρώτο τρίμηνο του 2019) και η ανεργία των νέων (40,4 % τον Μάρτιο του 2019) παραμένουν σε πολύ υψηλά επίπεδα”.

Για τον τραπεζικό τομέα αναφέρει ότι συνεχίζει μεν να διαθέτει επαρκή κεφαλαιοποίηση, όμως η κεφαλαιακή θέση επιδεινώθηκε ελαφρά κατά τη διάρκεια του 2018 σε ένα πλαίσιο χαμηλής κερδοφορίας και χαμηλής ποιότητας στοιχείων ενεργητικού, ενώ οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν σημαντικό μέρος του βασικού κεφαλαίου κατηγορίας 1. “Ο τραπεζικός τομέας αντιμετωπίζει ακόμη προκλήσεις, ενώ βελτιώσεις πραγματοποιούνται με αργούς ρυθμούς και εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές αδυναμίες” επισημαίνεται. Οι προκλήσεις αυτές συνδέονται με τη μεγάλη συσσώρευση μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και τη χαμηλή κερδοφορία, ενώ εξακολουθούν να υπάρχουν ισχυροί δεσμοί με το Δημόσιο. Αν και το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων μειώθηκε σταδιακά από το ανώτατο όριο των 107,2 δισ. ευρώ που είχε φθάσει τον Μάρτιο του 2016, στα τέλη του 2018 το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων παρέμενε πολύ υψηλό, ανερχόμενο σε 81,8 δισ. ευρώ, ήτοι στο 45,4% των συνολικών ανοιγμάτων εντός ισολογισμού. Η Ελλάδα έχει θεσπίσει βασικές μεταρρυθμίσεις τα τελευταία χρόνια, και συνεχίζονται οι εργασίες για μια σειρά πρωτοβουλιών που αποσκοπούν στην ενίσχυση του πλαισίου εξυγίανσης για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.

Κατά συνέπεια επισημαίνεται ότι “θα πρέπει να καταβληθούν πρόσθετες προσπάθειες για να επιταχυνθεί η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και για να υποχωρήσει σε βιώσιμα επίπεδα ο δείκτης έκθεσης σε μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα και να δοθεί η δυνατότητα στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να εκπληρώνουν τα καθήκοντα διαμεσολάβησης και διαχείρισης κινδύνων”.

Επίσης αναφέρεται ότι παρά την πρόοδο που σημειώθηκε κατά τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις όσον αφορά το επιχειρηματικό της περιβάλλον και το δικαστικό της σύστημα. Η Ελλάδα εξακολουθεί να υστερεί κατά πολύ των ορίων της βέλτιστης επίδοσης σε αρκετούς τομείς των διαρθρωτικών συνιστωσών των κύριων δεικτών συγκριτικών επιδόσεων (π.χ. χρόνος για την έκδοση δικαστικής απόφασης, εκτέλεση συμβάσεων, κτηματολόγιο, αφερεγγυότητα κ.λπ.).

Για την επιστροφή στις αγορές γίνεται λόγος και για την έκδοση του Ιουλίου. “Η Ελλάδα εξέδωσε 7ετές ομόλογο, το οποίο θα βοηθήσει στην αποκατάσταση της καμπύλης αποδόσεων της Ελλάδας και στην αύξηση της ρευστότητας στην αγορά ομολόγων της. Ωστόσο, οι όροι δανειοληψίας της Ελλάδας παραμένουν εύθραυστοι στο πλαίσιο των εξωτερικών οικονομικών κινδύνων και των εγχώριων ευπαθειών” επισημαίνεται.

capital.gr

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα