Τρεις βασικούς κινδύνους για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, βλέπει το ΔΝΤ μετά την ενίσχυση της αβεβαιότητας που έχουν προκαλέσει στις αγορές διεθνώς οι δασμοί που ανακοίνωσε ο Ντόναλντ Τραμπ και η αναμονή για το πώς θα ανταπαντήσουν οι υπόλοιπες χώρες.
Όπως αναφέρεται στην Έκθεση Διεθνούς Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Global Financial Stability Report) που δημοσίευσε σήμερα (22.4.2025) το ΔΝΤ, υπάρχουν τρία τρωτά σημεία στις αγορές που μπορεί να δημιουργήσουν πρόβλημα στο μέλλον.
Ειδικότερα:
Πρώτον, παρά την πρόσφατη αναταραχή στις αγορές, οι αποτιμήσεις παραμένουν υψηλές σε ορισμένα βασικά τμήματα των αγορών μετοχών και εταιρικών ομολόγων, πράγμα που σημαίνει ότι οι αναπροσαρμογές στις αποτιμήσεις θα μπορούσαν να προχωρήσουν περαιτέρω εάν οι προοπτικές επιδεινωθούν. Η αβεβαιότητα της οικονομικής πολιτικής παραμένει υψηλή, και ορισμένοι μακροοικονομικοί δείκτες έχουν εκπλήξει καθοδικά, καθιστώντας πιο πιθανές τις διορθώσεις των τιμών των περιουσιακών στοιχείων.
Οι καθοδικές κινήσεις των τιμών των περιουσιακών στοιχείων θα μπορούσαν να επηρεάσουν σημαντικά τις αναδυόμενες αγορές. Τα νομίσματα και οι τιμές των μετοχών των αγορών αυτών έχουν ήδη υποτιμηθεί λόγω της εξασθένησης των προοπτικών ανάπτυξης. Με τους επενδυτές να αναμένουν όλο και περισσότερο ότι οι κεντρικές τράπεζες των αναδυόμενων αγορών θα χαλαρώσουν τη νομισματική τους πολιτική, οι αναμενόμενες αποδόσεις για τους επενδυτές από το carry trade έχουν μειωθεί, αυξάνοντας έτσι την πιθανότητα εκροών κεφαλαίων. Σε οικονομίες της περιφέρειας, αν και οι συνθήκες της αγοράς έχουν βελτιωθεί, τα υψηλά επίπεδα αποδόσεων θα μπορούσαν να εκθέσουν τις χώρες αυτές σε κινδύνους αναχρηματοδότησης σε ένα περιβάλλον όπου λήγουν σημαντικά ποσά χρέους.
Δεύτερον, ορισμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα μπορούσαν να υποστούν πίεση σε ευμετάβλητες αγορές, ιδιαίτερα όσα είναι εκτεθειμένα σε υψηλό βαθμό μόχλευσης. Καθώς αυξήθηκαν οι τομείς των κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνου (hedge funds) και της διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων (asset management), έχουν αυξηθεί και τα συνολικά επίπεδα μόχλευσης και η σχέση τους με τον τραπεζικό τομέα από τον οποίο δανείζονται, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο απότομου deleverage από ενδιαμέσους χρηματοοικονομικούς φορείς που μπορεί να πιεστούν να «ξεπουλήσουν» αν βρεθούν αντιμέτωποι με την εκτέλεση margin calls ή εξαγορών από πελάτες.
Όπως σημειώνει η έκθεση του ΔΝΤ, ορισμένες στρατηγικές αμοιβαίων κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνου έχουν σημειώσει σταθερή αύξηση στη μόχλευση πρόσφατα, επιδεινώνοντας δυνητικά τις πωλήσεις, με συνέπειες για το ευρύτερο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Τρίτον, περαιτέρω αναταράξεις στις αγορές θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις αγορές κρατικών ομολόγων, ειδικά σε χώρες με υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους. Για παράδειγμα, τα δημοφιλή συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης με μόχλευση σε μετρητά σε βασικές αγορές κρατικών ομολόγων και οι συναλλαγές με μόχλευση σε αγορές ανταλλαγής (swap markets) θα μπορούσαν να δημιουργήσουν προκλήσεις για τη ρευστότητα της αγοράς. Οι αναδυόμενες οικονομίες αντιμετωπίζουν ήδη το υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης εδώ και μια δεκαετία και μπορεί τώρα να χρειαστεί να αναχρηματοδοτήσουν το χρέος τους σε υψηλότερα επίπεδα κόστους.
Συνολικά, οι επενδυτές ανησυχούν για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και άλλες αδυναμίες στον χρηματοπιστωτικό τομέα μπορεί να επιδεινωθούν με αμοιβαία ενισχυτικό τρόπο.
Η αυξημένη αβεβαιότητα πολιτικής μπορεί επίσης να επηρεάσει τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, λέει το ΔΝΤ. Διεθνώς τα spreads των εταιρικών ομολόγων διευρύνθηκαν πρόσφατα, αντανακλώντας τις ανησυχίες των επενδυτών σχετικά με τις αρνητικές επιπτώσεις μιας οικονομικής κατάστασης με επιβράδυνση των εταιρικών κερδών τα επόμενα τρίμηνα. Επιπλέον, ένα ικανό μερίδιο εταιρικών ομολόγων που βρίσκονται κοντά στην ωρίμανσή τους φέρουν σταθερά επιτόκια κάτω από τις αποδόσεις που επικρατούν στην αγορά και η αύξηση του πιστωτικού περιθωρίου θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση την αναχρηματοδότηση του χρέους των ασθενέστερων επιχειρήσεων.
Απότομη ανατιμολόγηση σε μετοχές και άλλα περιουσιακά στοιχεία, θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τον πλούτο των νοικοκυριών, ιδίως καθώς πολλά από τα νοικοκυριά διαθέτουν τώρα μεγαλύτερο μέρος των χρηματοοικονομικών τους περιουσιακών στοιχείων σε μετοχές και επενδυτικά κεφάλαια από ό,τι συνέβαινε πριν από την πανδημία.
Τέλος, χαμηλότερες από τις αναμενόμενες αξίες εμπορικών ακινήτων και ακόμη υψηλά επιτόκια ενδέχεται να περιπλέξουν περαιτέρω τις προσπάθειες αναχρηματοδότησης δανείων.