Δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι: Συγκλόνισαν οι γονείς των δίδυμων κοριτσιών

Την τραγική κατάληξη των δίδυμων κοριτσιών Σοφίας και Βασιλικής και των παππούδων τους, που άφησαν την τελευταία τους πνοή σφιχταγκαλιασμένοι στο οικόπεδο της οικογένειας Φράγκου, περιέγραψε ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου της Αθήνας που εκδικάζεται η υπόθεση της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι, η μητέρα των παιδιών Γεωργία Ξυραφάκη.

«Στις επτά παρά το απόγευμα μίλησα με την κουνιάδα μου. Μου είπε ότι μίλησε με την μητέρα της και είναι στο δρόμο. Πήρα τηλέφωνο σύζυγο μου να τον ρωτήσω που βρισκόταν και του είπα πως οι γονείς σου και τα παιδιά μας έχουν ξεκινήσει για Νέα Μάκρη. Μου λέει εντάξει έρχομαι κι εγώ σπίτι. Ξεκίνησα να παίρνω τηλέφωνο την πεθερά και τον πεθερό μου αλλά δεν μπορούσα να τους πιάσω. Εκεί άρχισα να ανησυχώ. Ήθελα να δω τι συνέβαινε. Με πήρε ξανά τηλέφωνο ο σύζυγός μου. Μιλήσαμε και πάλι με την αδελφή του. Είχε επικοινωνία με τη μητέρα της, ήταν στη λεωφόρο Μαραθώνος στη στάση Ραφήνας και της είπε ότι είχανε φωτιές. Τότε αρχίσαμε να ανησυχούμε πραγματικά. Ανοίξαμε ειδήσεις. Παίρναμε τηλέφωνο τα πεθερικά συνεχόμενα. Δεν πιάναμε γραμμή. Παίρναμε την αστυνομία τους λέγαμε ότι τα παιδιά και πεθερικά μου πήγαιναν προς Νέα Μάκρη, μας είπαν ακόμα δεν είχαν εικόνα. Τότε ο σύζυγος μου πήρε μηχανάκι και μου είπε “θα πάω προς τα εκεί να τους ψάξω” είπε στο δικαστήριο η μητέρα των κοριτσιών.

Ο σύζυγος της και πατέρας των κοριτσιών στην προσπάθεια του να αναζητήσει τους γονείς και τις κόρες του ήρθε αντιμέτωπος με φωτιά και σκοτάδι. «Του λέω σε παρακαλώ γύρνα πίσω αν έχει γίνει κάτι κακό, μη χάσω κι εσένα. Η αγωνία άρχισε να φουντώνει. Αρχίσαμε να παίρνουμε τηλέφωνο την Πυροσβεστική. Μπορεί και ανά πέντε λεπτά. Είχαν μάθει τα ονόματα όλων. Τότε ξεκινήσανε να πηγαίνουμε στα νοσοκομεία. Δεν βρήκαμε άκρη, γυρίσαμε σπίτι. Την επόμενη ημέρα εκκινήσαμε προς Ανάβυσσο και παίρναμε τηλέφωνο την πυροσβεστική. Μετά από πάρα πολλά τηλεφωνήματα, μας είπαν “δεν έχουμε να σας πούμε κάτι, εφόσον δεν έχουμε βρει κάτι θα πρέπει να ψάξετε στους πεθαμένους, θα πρέπει να πάτε στο Γουδί να δώσετε γενετικό υλικό και ίσως βρεθεί κάτι”. Πήγαμε, δώσαμε γενετικό υλικό και περιγραφή του τι φορούσαν» είπε η μάρτυρας.

Οι τραγικές στιγμές της γυναίκας συνεχίστηκαν όταν ξεκίνησε η αναζήτηση των παιδιών της και κυκλοφόρησε ένα βίντεο με δυο κοριτσάκια που έμοιαζαν στα παιδιά της. «Φύγαμε και κατευθυνθήκαμε στο Σχιστό όπου είχαν σορούς. Καθώς περιμέναμε εκεί, είδαμε στο ίντερνετ ένα βίντεο με ένα αλιευτικό με κάτι παιδάκια που μοιάζανε πάρα πολύ με τα κορίτσια μας και μας έδωσαν ελπίδες. Ήμασταν σχεδόν σίγουροι ότι ήταν αυτές. Φύγαμε και πήγαμε προς τον Alpha που είχαμε δει αυτό το βίντεο. Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να το δούμε και φύγαμε» είπε η μάρτυρας που απευθυνόμενη στη συνέχεια στο Λιμενικό ανέκτησε τις ελπίδες της όταν της είπαν πως σε ένα αλιευτικό είχαν έρθει πολλά παιδάκια αλλά δεν είχαν καταγράψει ονόματα.

«Έπειτα όμως ξεκίνησα ένα άλλο μαρτύριο γιατί μας έπαιρναν τηλέφωνο και μας έλεγαν “τα παιδιά σας είναι εδώ, τρώνε παγωτό”, άλλοι μας έλεγαν “ήταν εδώ δίπλα μας και καίγονταν”. Λέγαμε αποκλείεται, οι παππούδες θα έκαναν τα πάντα για να είναι σώα και αβλαβή» ανέφερε η μάρτυρας και συμπλήρωσε: «Στις 27/7 ταυτοποιήθηκαν οι σοροί των πεθερικών μου. Μας είπαν ότι υπήρχαν και σοροί μικρότερης ηλικίας. Δυστυχώς μάθαμε ότι ήταν τα δικά μας παιδιά την επόμενη ημέρα, με τα πεθερικά μου κάτω, τα παιδιά στη μέση και τον πεθερό μου από πάνω με ανοικτές αγκαλιές. Τους ήταν δύσκολο να ταυτοποιήσουν ποια είναι ποια. Επειδή ήταν δίδυμα και ίδια ηλικία δεν μπορούσαν να ταυτοποιηθούν με αποτέλεσμα να τους κηδεύσουμε 3 Αυγούστου 2018. Σκεφτήκαμε ότι τους είχαμε φτιάξει κάτι μασελάκια και μόνο έτσι μπορέσαμε να καταλάβουμε ποια είναι ποια, δεν μας τις δίνανε, ούτε για να τις θάψουμε» είπε δακρυσμένη, διατυπώνοντας την πεποίθηση ότι «παγιδευτήκαν γιατί δεν τους επιτρέπανε επιστροφή προς Αθήνα».

Ο πατέρας

Γονείς και δυο παιδιά έχασε στη φονική πυρκαγιά ο σύζυγος της προηγούμενης μάρτυρα, Γιάννης Φιλιππόπουλος. «Μου είπε η αδελφή μου ότι επικοινώνησε με τη μητέρα μου και την άκουγε πολύ αγχωμένη, της είπε έχουν μπλέξει με φωτιές. Ενημερώσαμε τη γυναίκα μου. Κάποια στιγμή μετά από πολύ ώρα είχαμε απελπιστεί. Παίρνω μηχανάκι, περνάω και το λιμάνι της Ραφήνας και προχωράω, έχω φτάσει και στο “Κόκκινο Λιμανάκι”. Κάναν προσπάθειες να με σταματήσουν αλλά μόνο αν με πυροβολούσαν θα με σταματούσαν. Ήταν παντού φωτιά, απελπίστηκα, γύρισα μήπως βρω κάποιον να ρωτήσω. Δεν έβρισκα κανέναν. Εκεί στο δρόμο υπήρχε ένα βενζινάδικο στη Ραφήνα και τους λέω “τι κάνετε εδώ φύγετε είναι επικίνδυνο”. Εγώ που είμαι ένας απλός πολίτης και τους έδιωξα» είπε ο μάρτυρας.

Η αναζήτηση συνεχίστηκε για μέρες και όπως είπε ο μάρτυρας «πήγαμε στο Γουδί. Έδωσαν πρώτα έμφαση σε εμένα δυστυχώς έχω τζακ ποτ και γονιός και παιδί στα θύματα…Πάμε στο Σχιστό και όπως περιμέναμε δυστυχώς είδαμε ένα βίντεο από ένα αλιευτικό να βγαίνουν δύο κοριτσάκια, μοιάζανε καταπληκτικά, θέλαμε να δώσουμε ελπίδα στον εαυτό μας ότι ζούνε, επειδή ξέρω ότι οι γονείς μου, ήξερα ότι θα πέθαιναν για να ζήσουν τα κορίτσια».

Η απελπισία οδήγησε τον κ. Φιλιππόπουλο στα κανάλια, που έδωσε το τηλέφωνο του στην προσπάθεια του να βρει πληροφορίες για τα παιδιά. «Με παίρνανε τηλέφωνο, έλα έχουμε τα παιδιά σου, τα σκοτώνουμε, μου έκαναν παιδικές φωνές και βάζανε τα γέλια. Στο οικόπεδο με τα 26 πτώματα ήταν το πρώτο αμάξι του πατέρα μου, αφού έκαναν έρευνες βρήκαν αυτή την υπέροχη άμορφη μάζα, η μανούλα μου από κάτω, τα κορίτσια στη μέση και ο πατέρας μου από πάνω. Υποψιαστήκανε πως πρόκειται για οικογένεια μου αλλά έπρεπε να το αποδείξουνε με DNA» είπε ο μάρτυρας συμπληρώνοντας αγανακτισμένος: «Εάν εκείνη την ημέρα δεν ήταν Δευτέρα και ήταν Κυριακή θα είχαμε χιλιάδες θύματα. Ο πατέρας μου δεν ήταν χαζός να πάει στο στόμα του λύκου. Το αμάξι ήταν κλειδωμένο που σημαίνει ότι είχε ψυχραιμία να πάει στη θάλασσα».

Το μαρτύριο συνεχίστηκε όταν έπρεπε να γίνει η αναγνώριση των σορών. «Μου είπαν…”αν σε ανακουφίζει αυτό τα κοριτσάκια λόγω ηλικίας πέθαναν νωρίτερα”. Που σημαίνει πως οι γονείς που κουβαλούσαν δύο νεκρά κορίτσια, δεν τα εγκατέλειψαν. Αγκαλιάσανε τα κορίτσια, έριξαν ένα βλέμμα μεταξύ τους και τους κύκλωσε η φωτιά» είπε συγκινημένος.

Κατά τον μάρτυρα, τους επέτρεψαν να πάρουν τις σορούς των γονιών του αλλά όχι των παιδιών γιατί δεν μπορούσε να γίνει ταυτοποίηση. «Μου λένε “τα κορίτσια δεν μπορούμε να τα δώσουμε γιατί δεν μπορούμε να ταυτοποιήσουμε ποια είναι η Σοφία και η Βασιλική”. Τους λέω κάντε μία αεροβάπτιση, αν είναι δυνατόν. Ζήτησε η γυναίκα μου τα εκμαγεία από τον οδοντίατρο, τα παραδώσαμε στο νεκροτομείο, μας δώσανε τα κορίτσια. Μετά από τρεις ημέρες μας ειδοποίησαν ότι η μανούλα μου, τα πόδια της ήταν μερικά μέτρα μακριά, και κάναμε μία συμπληρωματική ταφή τρεις ημέρες μετά…Τους είπα και σφραγίσανε τα φέρετρα, ούτε πέντε κιλά δε ζύγισαν, μάτια δεν υπήρχαν, τα χεράκια τους είχαν σουρώσει…Ζήτησα να κατεβάσω εγώ τα φέρετρα, σαν τελευταίο αντίο, δεν μπορούσαν να κόψω λίγο μαλλάκι, να έχω να θυμάμαι…Ζήτησα αυτό».

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα