Παπαδημούλης: Ζούμε μια εποχή χαμηλής αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος

Μια ενδιαφέρουσα συζήτηση με τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Ακύλλα Καραζήση πραγματοποίησε στο πλαίσιο συνέντευξης, που παραχώρησε στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» και τον δημοσιογράφο Θανάση Νιάρχο για τη στήλη «Τα ετερώνυμα έλκονται», ο Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και επικεφαλής της ευρωομάδας ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρης Παπαδημούλης.

Ακολουθεί η συνέντευξη, που δημοσιεύτηκε στο σημερινό φύλλο της εφημερίδας, της 14ης Μαρτίου:

Θ.Ν.: Ως άνθρωποι της πολιτικής και της τέχνης, μέσα σε μια πλησμονή προβλημάτων, τόσο στον ελλαδικό όσο και στον ευρωπαϊκό χώρο, τι μπορεί να προσδοκά – συνειδητά δεν λέμε τη λέξη «ελπίζει» – ένας ανήσυχος σημερινός Έλληνας;

Δ.Π.: Η προηγούμενη δεκαετία ήταν η πιο οδυνηρή των τελευταίων πενήντα χρόνων. Έχουμε βέβαια περάσει πολύ πιο δύσκολα, τόσο στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου όσο και στον Εμφύλιο, αλλά οι περισσότεροι, σε σχέση με όσους ζούσανε τότε, δεν ζούνε πια. Το δραματικό με αυτή την τελευταία δεκαετία είναι ότι πληρώσανε τον λογαριασμό, το μάρμαρο που λέει ο λαός, όσοι δεν είχανε καμιά απολύτως ευθύνη, ή είχαν τη μικρότερη, για τη δημιουργία του. Πολύ απλά τους έστειλαν τον λογαριασμό αυτοί που κυβέρνησαν με πολύ κακό τρόπο την Ελλάδα για δεκαετίες, οδηγώντας τη στα βράχια με ελλείμματα, χρέη, σκάνδαλα, διαφθορά, πελατειακό κράτος κ.λπ..

Τα Μνημόνια δεν έπεσαν από τον ουρανό. Και από τη στιγμή που ήρθαν οι δανειστές εδώ, ενώ η Ελλάδα δεν μπορούσε να δανειστεί από τις περίφημες αγορές, επέβαλαν τους όρους τους. Δέκα χρόνια μετά έχουμε βγει από τα Μνημόνια, αλλά δεν έχουμε βγει από την κρίση. Είναι σαν να έχουμε βγει από την Εντατική και να έχουμε μεταφερθεί σ’ έναν κανονικό θάλαμο. Αυτή τη στιγμή, από το πολιτικό σύστημα ως τον τελευταίο πολίτη, για να προκόψει αυτή η χώρα χρειάζεται αυτογνωσία, να κοιταχτούμε στον καθρέφτη από την κορφή ως τα νύχια. Χρειάζεται, για να ορθοποδήσει η χώρα, να παραγάγουμε περισσότερο πλούτο και να τον μοιράσουμε δικαιότερα, να επενδύσουμε περισσότερο στην εκπαίδευση και τον πολιτισμό, ν’ αντιμετωπίσουμε παθογένειες όπως είναι η κλεπτοκρατία στην πολιτική και οι ολιγάρχες στην οικονομία, μια οικονομία που θυμίζει Πούτιν και όχι μια ευρωπαϊκή καπιταλιστική χώρα.

Ζούμε μια εποχή χαμηλής αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος και σωστά χρησιμοποιήσατε τον όρο «προσδοκία» αντί για τον όρο «ελπίδα». Όσοι ασχολούμαστε με την πολιτική χρειάζεται ν’ αρχίσουμε να παράγουμε ολοένα και περισσότερο μετρήσιμο αποτέλεσμα και να πάψουμε να συζητάμε για την πολιτική εντοπισμένοι αποκλειστικά στην οικονομία.

Θ.Ν.: Τι θα περιλαμβάνατε σ’ αυτή τη διευρυμένη έννοια της πολιτικής, που να μην ακούγεται ως αυτονόητο, αφού, έτσι ή αλλιώς, υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι τα πάντα είναι πολιτική;

Δ.Π.: Πολιτική για μένα είναι κατά πόσο μας απασχολεί η συμπεριφορά των γονιών απέναντι στα παιδιά, η σχέση ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα, η κρυφή ενδοοικογενειακή βία, ο σεβασμός στον άλλον, το διαφορετικό, είτε αφορά το χρώμα και τη φυλή είτε τη θρησκεία και τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Πολιτική είναι να έχουμε μια αποτελεσματικότερη δικαιοσύνη, μια δικαιοσύνη που δεν κρίνει με αμείλικτη αυστηρότητα την καθαρίστρια, αν και παραποίησε το πιστοποιητικό του δημοτικού σχολείου, ενώ ένας πανίσχυρος πολιτικά ή οικονομικά βγαίνει από τη φυλακή με τάχα μου ανήκεστο βλάβη της υγείας του και ζει άλλα τριάντα χρόνια.

Όσο λοιπόν θα υπάρχουν ανισότητες σε πλούτο και σε δικαιώματα, θα υπάρχει και η ανάγκη μιας Αριστεράς που να αγωνίζεται για τη μείωση αυτών των ανισοτήτων. Οφείλω ωστόσο να πω, αν και από τους συνιδρυτές του Συνασπισμού και του ΣΥΡΙΖΑ, ότι η τετραετής εμπειρία σε σχέση με τη διακυβέρνηση της χώρας έδειξε και τις δικές μας αδυναμίες και ανεπάρκειες. Παρά τα όσα λίγα αλλά σημαντικά έχουμε πετύχει, διαπιστώνουμε, καθώς μπαίνουμε στον πέμπτο χρόνο διακυβέρνησης, σημαντικά λάθη και καθυστερήσεις. Ο καλύτερος τρόπος για να ξαναδημιουργήσεις εμπιστοσύνη και ελπίδα είναι να μιλάς με ειλικρίνεια για όσα έχεις κάνεις αλλά και για τις αποτυχίες σου.

Θ.Ν.: Κύριε Καραζήση, ο αλησμόνητος πεζογράφος Γιώργος Ιωάννου είχε πει κάποτε ότι «η Αριστερά δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια διαρκής ευαισθησία». Θα συμφωνούσατε με την παρατήρηση αυτή, παρά τις όποιες διαψεύσεις μπορεί να έχει δεχτεί κανείς από την Αριστερά;

Α.Κ.: Διαφωνώ με τη χρήση του ρήματος, του «είναι», ή μάλλον θα προσέθετα και θα έλεγα «θα πρέπει να είναι» ή «πρέπει να είναι». Αλλά και το «διαρκής ευαισθησία» θα το καθόριζα με ακριβέστερο τρόπο, το «διαρκής» θα το κρατούσα, το «ευαισθησία» όμως θα το πλούτιζα και με κάτι άλλο. Προσωπικά ανήκω στην Αριστερά, στην ευρύτερη Αριστερά, είμαι από τους αριστερούς που μετακινούνται σε σχέση με την πνευματική αγωνία του καθορισμού τού πώς πρέπει να διαπραγματευθούμε τη ζωή μας ως σύνολο, όχι μόνο ως χώρα, αλλά ως κοινότητα ανθρώπων, ως μικρές κοινότητες που συναποτελούν ένα διαχειρίσιμο σύνολο.

Την πρώτη ερώτησή σας, όταν αναρωτηθήκατε τι μπορεί να περιμένει ένας σημερινός ανήσυχος άνθρωπος, προσωπικά θα την έθετα διαφορετικά: Πώς επεξεργάστηκε ο άνθρωπος αυτός μέσα στα τελευταία δέκα χρόνια, που ήταν πλούσια σε εμπειρίες καλές, κακές, αλλαγής, τις εμπειρίες που απέκτησε σε σχέση με αυτά που γίνονταν και γίνονται στη χώρα; Περνάω αυθαίρετα σ’ ένα πολύ μικρό παράδειγμα, το Μακεδονικό. Δεν θέλω να κάνω κανένα σχόλιο, μόνο να υπογραμμίσω την τρομερή έλλειψη γνώσης που χαρακτηρίζει τόσο το κομμάτι του πληθυσμού που συμφωνεί με ό,τι έγινε όσο και το κομμάτι του πληθυσμού που διαφωνεί. Αντιτίθεμαι και στην Αριστερά, που πολλές φορές έχει χαϊδέψει, στο όνομα μιας λαοφιλίας, πολύ κακά σύνδρομα.

Χάρηκα που άκουσα τον κ. Παπαδημούλη να λέει ότι Αριστερά για τη χώρα αυτή σημαίνει μια αναθεώρηση των σχέσεων ανδρών και γυναικών ή των σχέσεών μας με τον άλλον, τον διαφορετικό, πράγμα που η Ελλάδα, λόγω της χούντας, δεν τα έχει αντιμετωπίσει και δεν τα έχει βιώσει. Δεν έχει γίνει, όπως έχει γίνει στην Ευρώπη, ένας στοιχειώδης σοσιαλδημοκρατικός διαφωτισμός.

Θ.Ν.: Είναι πολύ σωστά όσα λέτε, αλλά για να μην κατηγορηθούμε ότι μιλάμε αφηρημένα, σε ποιον θ’ αναγνωρίζατε ευθύνες για αυτή την καθυστέρηση;

Α.Κ.: Δυστυχώς ευθύνεται η Αριστερά. Ένα μικρό, περιθωριακό φωτεινό παράδειγμα υπήρξε το ΚΚΕ Εσωτερικού που στις φτωχές δεκαετίες του ‘70 και του ‘80 προσπάθησε κάπως να μιλήσει γι’ αυτά τα πράγματα. Όμως μια παλαιότερη γενιά κομματικών στελεχών, όχι η γενιά του κ. Παπαδημούλη, είχαν τελείως πατριαρχικά δομημένες απόψεις, αλά ΚΚΕ. Να μιλάμε ανοιχτά. Η Αριστερά οφείλει να επιμείνει στην ευθύνη του κόσμου, στην ευθύνη του κάθε ανθρώπου, να εκπαιδευτεί. Δεν είναι μόνο ευθύνη του κράτους η υπόθεση αυτή. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που μιλάνε τελείως ανερμάτιστα, όπως για παράδειγμα οι ταξιτζήδες, αν και δεν θέλω να εξειδικεύσω τα πράγματα, θα μπορούσαν αντί να διαβάζουν την οποιαδήποτε βλακεία στο Facebook, να διαβάζουν ένα σοβαρό βιβλίο. Δεν λέω να διαβάζουν Αριστοτέλη και Πλάτωνα.

Θα μπορούσαν όμως ν’ αποκτήσουν μια γνώση σε σχέση με την κρίση, σε σχέση με πράγματα που αφορούν άμεσα τη ζωή τους, και αυτή η γνώση, όπως θα εξελισσόταν σε μια συνείδηση αυτοκαθορισμού τους, θα βελτίωνε αφάνταστα τη συνολική κατάσταση. Θα ευχόταν κανείς να ξεκινήσει από την Αριστερά μια μαλακή κοινωνική κριτική ώστε να παίξει η ίδια τον παιδευτικό ρόλο που έπαιζε πριν από τον πόλεμο. Προσωπικά δεν προσδοκώ τίποτε παρά μόνο ό,τι γίνεται πάντα, απλά υποστηρίζω το μη χείρον βέλτιστον. Και πώς να περιμένεις οτιδήποτε όταν, για παράδειγμα, στο θέατρο υπάρχει μια δεσποτική ιεραρχία, αλλά κανείς δεν μιλάει γι’ αυτή, δεν θεωρείται καν θέμα.

Θ.Ν.: Κύριε Παπαδημούλη, χωρίς να θέλουμε να σας φέρουμε σε δύσκολη θέση, ως ευρωβουλευτής τι θα είχατε να προσάψετε στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε σχέση με το προσφυγικό πρόβλημα;

Δ.Π.: Δεν με φέρνετε καθόλου σε δύσκολη θέση. Καταφέραμε η Αριστερά, σε συμμαχία με τους Σοσιαλιστές και τους Πράσινους, να διαμορφώσουμε στο Ευρωκοινοβούλιο μια πλειοψηφία της τάξεως του 70%. Η πλειοψηφία αυτή ζήτησε από την Ευρώπη το αυτονόητο, να σεβαστεί δηλαδή τη Συνθήκη της Γενεύης που υπέγραψε το 1951 κάθε κράτος-μέλος της σημερινής ΕΕ, να σεβαστεί τη Χάρτα του ΟΗΕ και να δώσει μια ευρωπαϊκή λύση στο Προσφυγικό με αναλογική κατανομή των προσφύγων, αλλά και με σεβασμό των δικαιωμάτων τους, που είναι αποτυπωμένα στις διεθνείς συνθήκες.

Υπάρχει όμως μια ομάδα κρατών που εξακολουθητικά, κυνικά και ατιμώρητα αρνείται να εφαρμόσει αυτά που αποτελούν υποχρεώσεις τους, με βάση τους κανόνες της ΕΕ. Αν και υπάρχει ποινολόγιο για τις χώρες που αρνούνται να εφαρμόσουν τις υποχρεώσεις τους, δεν έχει γίνει τίποτε απολύτως, απλώς γιατί έχουμε μια Ευρώπη a la carte. Μια Ευρώπη που αποδείχτηκε πολύ αυστηρή απέναντι στην Ελλάδα, την ίδια ώρα που συμπεριφέρεται με το γάντι στον Όρμπαν. Ο Όρμπαν τις τελευταίες εβδομάδες έχει ξεκινήσει μια εκστρατεία εναντίον του Γιούνκερ, που τον εμφανίζει να συνωμοτεί μαζί με τον Σόρος για να γεμίσουν με πρόσφυγες την Ουγγαρία. Αυτό προκάλεσε την αντίδραση ακόμη και των κορυφαίων, της Μέρκελ, του Γιούνκερ, της Καρενμπάουερ που διαδέχτηκε τη Μέρκελ. Μήπως δηλαδή θα έπρεπε να πετάξουν έξω από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα τον Όρμπαν; Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, ο ακροδεξιός ως τα μπούνια Όρμπαν ανήκει στην ίδια πολιτική οικογένεια με τη Μέρκελ, τον Γιούνκερ, τη ΝΔ.

Θ.Ν.: Από την ελληνική πλευρά ποιες ήταν οι αντιδράσεις στην προσβλητική, ομολογουμένως, πρόκληση του Όρμπαν;

Δ.Π.: Στην Ελλάδα, ο κ. Μητσοτάκης έπειτα από μια αφωνία δύο εβδομάδων είπε σήμερα, 4 Μαρτίου, ότι θα στείλει επιστολή για να ζητήσει όχι την αποπομπή του Όρμπαν από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (φαίνεται δεν το τόλμησε για να μη δυσαρεστήσει τους δικούς του «Όρμπαν και Σαλβίνι», δηλαδή τον Σαμαρά, τον Βορίδη και τον Γεωργιάδη), αλλά την αναστολή της ιδιότητας του Όρμπαν ως μέλους του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος. Λίγες ώρες πριν από τη σημερινή μας συνομιλία, ο κ. Όρμπαν, ενθαρρυμένος από την ανοχή που απολαμβάνει για χρόνια στο προσφυγικό πρόβλημα, αποκάλεσε τους ηγέτες του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος «χρήσιμους ηλίθιους της Αριστεράς».

Περιμένει κανείς να δει πώς θ’ αντιδράσουν σ’ αυτό το “φτύσιμο” όλοι τους, ανάμεσά τους και ο κ. Μητσοτάκης. Πέρα από το να φροντίσει η Αριστερά να καλύψει τα δικά της ελλείμματα, που είναι υπαρκτά και μεγάλα, υπάρχει ένας ιστορικός κίνδυνος. Χρειάζεται να καταλάβει η παραδοσιακή ευρωπαϊκή Χριστιανοδημοκρατία, η Κεντροδεξιά, ότι η σύμφυσή της με την Ακροδεξιά, με τα παιδιά και τα εγγόνια του φασισμού, εγκυμονεί έναν τεράστιο κίνδυνο για τη δημοκρατία. Η Ευρώπη μπορεί να έχει γεννήσει πολλά προοδευτικά πράγματα, αλλά έχει γεννήσει και τον φασισμό και τον ναζισμό και αυτά είναι κάτι πολύ πρόσφατο αν σκεφτεί κανείς ότι έχουν περάσει μόνο ογδόντα χρόνια.

Θ.Ν.: Εσείς, κύριε Καραζήση, τι θα είχατε να πείτε για το προσφυγικό πρόβλημα;

Α.Κ.: Ένα μόνο πράγμα. Υπάρχει ένα μυθιστόρημα της Αννα Ζέγκερς, που λέγεται «Τράνζιτο». Δραματικό αλλά και φοβερά επίκαιρο. Περιγράφει την Ευρώπη ή μάλλον τη Μασσαλία και ένα κομμάτι της Γαλλίας – τις μέρες ή, καλύτερα, τους μήνες που είχαν εισβάλει οι Γερμανοί στη Γαλλία το 1940. Η Μασσαλία έχει πλημμυρίσει με Ευρωπαίους πρόσφυγες Εβραίους, κομμουνιστές, σοσιαλδημοκράτες. Ανθρώπους δηλαδή από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες που απειλούνται ή έχουν ήδη καταληφθεί από τους Γερμανούς. Ανάμεσά τους φυσικά είναι και πολλοί Γερμανοί. Κατακλύζουν τα προξενεία, τσαλαπατώντας ο ένας τον άλλον, προκειμένου να πάρουν μια βίζα και να φύγουν με σαπιοκάραβα εγκαταλείποντας την καταραμένη ήπειρο.

Δεν χρειάστηκαν παρά ογδόντα χρόνια για να πραγματοποιηθεί αυτή η τρομακτική αντιστροφή και η καταραμένη ήπειρος να εξελιχθεί σε ευλογημένη και όπως εγκατέλειπαν κάποτε την Ευρώπη, να εγκαταλείπονται σήμερα χώρες όπως η Συρία και η Λιβύη. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, αν και πρόκειται για μια πραγματικότητα, ότι είναι μια εκπαιδευτική μυθοπλαστική αντιστροφή. Αν συνιστά μια δημοκρατική υποχρέωση το να διαβάζει κανείς λογοτεχνία, είναι γιατί η καταφυγή, η προσήλωση η θρησκευτική στον κόσμο της μυθοπλασίας διδάσκει πάρα πολλά. Οδηγεί σε μια άλλη πραγματικότητα που αντιπαραβάλλοντάς τη με την πραγματικότητα, όπως την παρατηρούμε γύρω μας, σε κάνει να καταλαβαίνεις πώς οργανώνεται το παιχνίδι της μοίρας που σε βάζει από τη μια μέρα στην άλλη στη θέση του άλλου. Είναι κάτι που δεν πρέπει να το σκέφτονται μόνο οι ευρωπαίοι πολιτικοί αλλά και οι ευρωπαίοι πολίτες.

Θ.Ν.: Εξειδικεύοντας τα πράγματα, τι θα είχατε να πείτε για την Αριστερά, όσον αφορά τις θέσεις της σε τόσο λεπτά πνευματικά ζητήματα;

Α.Κ.: Με όλη τη συμπάθεια που σας έχω, κύριε Παπαδημούλη, χρειάζεται να επιμείνει περισσότερο σε μια εναλλακτική πνευματική προσπάθεια. Σε ένα άλλο καταναλωτικό πρότυπο. Πώς θα πείσεις τον άλλον να μη διαβάζει τις ηλιθιότητες στο Facebook κι ότι υπάρχει κάτι καλύτερο; Πώς θα τον πείσεις ότι ο Τολστόι δεν είναι ένας γέρος που έγραφε βαρετές ιστορίες και ότι υπάρχει κάτι πολύ ζωντανό στον Αισχύλο; Η Αριστερά οφείλει να δώσει έναν χώρο στο φαντασιακό, όπως έλεγε ο Καστοριάδης, έναν χώρο που θα βοηθάει τον άλλο να ξαναεπικαλεστεί την ουτοπία. Κάτι αντίστοιχο θα ήταν ένα δυνατό ανάχωμα απέναντι ακριβώς στη βλακεία της Ακροδεξιάς. Γιατί η διαφορά ανάμεσα στην Ακροδεξιά, τον ναζισμό και τους υπόλοιπους είναι πρωτίστως πνευματική. Είναι ότι οι μεν είναι ηλίθιοι, οι δε άλλοι – οι αντιφασιστές – κάτι προσπαθούν να μάθουν. Ο φασισμός έχει φυσικά κοινωνικές και οικονομικές παραμέτρους, είναι όμως πρωτίστως ένα πνευματικό πρόβλημα.

Επομένως η Αριστερά οφείλει να μη γλιστράει στον οικονομισμό και σ’ αυτό το σημείο η Αριστερά δεν τα έχει καταφέρει πολύ καλά. Μιλώ για την Αριστερά των τεσσάρων τελευταίων δεκαετιών, δεν μιλώ για την Αριστερά ούτε του ‘40, ούτε του ‘50, ούτε καν του ‘60· τότε ήταν άλλα τα προβλήματα. Είναι το μόνο αντίδοτο που θα μπορούσε να υπάρξει στην ακροδεξιά άνοια, αν και η άνοια είναι μια λέξη με θετικό περιεχόμενο, καθώς προϋποθέτει και μια ελευθερία. Δεν το λέω αυτό ούτε ως αιθεροβάμων, ούτε ως καλλιτέχνης, το λέω ως συνειδητός πολίτης.

Θ.Ν.: Κύριε Παπαδημούλη, τι συμβαίνει και ενώ κατά τη διάρκεια τεσσάρων χρόνων είμαστε όλοι μας κατά της πόλωσης, στην προεκλογική περίοδο την υπηρετούμε όλοι μας τόσο σθεναρά;

Δ.Π.: Προσωπικά είμαι κατηγορηματικά και φανατικά, εναντίον ενός κλίματος εμφύλιου διχασμού. Στην Ελλάδα η Ιστορία μάς διδάσκει πως όταν επικράτησε εμφύλιος διχασμός, το αποτέλεσμα ήταν τραγικό. Και τις περισσότερες φορές το χρωστάμε αυτό το αποτέλεσμα σε υπερπατριώτες που, κατηγορώντας τους άλλους για ενδοτικούς και προδότες, εξεστράτευσαν προκαλώντας τη Μικρασιατική Καταστροφή, την εισβολή στην Κύπρο κ.ά..

Πόλωση θα υπάρξει, αυτό όμως που εξίσου ενοχλεί, μαζί με το κλίμα του εμφύλιου διχασμού, είναι ότι με τη συμμετοχή ανθρώπων που δηλώνουν διανοούμενοι, λόγιοι, δημοσιογράφοι, καλλιεργείται ένα κλίμα αντιαριστερής υστερίας και αντι-ΣΥΡΙΖΑ φανατισμού, που θυμίζει μακαρθικές εποχές. Το κλίμα που εκπέμπουν δημόσιοι σχολιαστές τηλεοπτικών καναλιών και ραδιοφώνων είναι «να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ και μετά βλέπουμε». Γεγονός που τους κάνει να μη βλέπουν ούτε τον Γεωργιάδη, ούτε τον Βορίδη, ούτε την απεχθή πράξη του κολλητού του Μητσοτάκη, που λέγεται Νίκος Γεωργιάδης, ούτε τις κλοπές, ούτε τα δανεικά κι αγύριστα. Το μόνο που βλέπουν είναι να φύγουν οι ενοικιαστές της εξουσίας και να έρθουν οι ίδιοι οι μόνιμοι ιδιοκτήτες και ας τα έχουν κάνει μπάχαλο.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα