Χρ. Παπακωνσταντίνου (ΤτΕ): Προκλήσεις για την ελληνική οικονομία

Την ανάγκη διατήρησης συνετής δημοσιονομικής πολιτικής, με πρωτογενή, κυκλικά διορθωμένα, πλεονάσματα της τάξεως του 2% του ΑΕΠ, και στη συνέχιση μακρόπνοων μεταρρυθμίσεων τονίζει σε άρθρο της στα ΝΕΑ η Υποδιοικήτρια της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Χριστίνα Παπακωνσταντίνου.

«Η πρόσφατη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας ήταν το επιστέγασμα μιας μακράς και επίπονης διαδικασίας οικονομικής προσαρμογής και μεταρρυθμίσεων και αντανακλά την εμπιστοσύνη των αγορών στις θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Η σημαντική αυτή εξέλιξη σηματοδοτεί τη μείωση του κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου και κατ’ επέκταση του ιδιωτικού τομέα, τη διεύρυνση της επενδυτικής βάσης και την προσέλκυση νέων κεφαλαίων στην ελληνική οικονομία. Ταυτόχρονα, τα ελληνικά ομόλογα καθίστανται επιλέξιμα ως εξασφαλίσεις στο μόνιμο πλαίσιο άσκησης νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος και επιτρέπουν στις ελληνικές τράπεζες να έχουν πρόσβαση σε ρευστότητα με πιο ευνοϊκούς όρους.
Ως αποτέλεσμα, εκτιμάται ότι θα αυξηθεί το ΑΕΠ και θα ενισχυθεί η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας, καθώς αναμένεται να αυξηθούν οι επενδύσεις, να διευκολυνθεί η διαχείριση του υψηλού δημόσιου χρέους και να ενδυναμωθεί το τραπεζικό σύστημα. Συνεπώς, οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας βελτιώνονται περαιτέρω» υπογραμμίζει.

«Ωστόσο, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι το τρέχον περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού, αυξημένων επιτοκίων, γεωπολιτικών εντάσεων και έντονης αβεβαιότητας είναι σύνθετο και χαρακτηρίζεται από σοβαρές προκλήσεις. Παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί, η τρέχουσα συγκυρία και οι εναπομένουσες παθογένειες της ελληνικής οικονομίας, συνηγορούν στη διατήρηση συνετής δημοσιονομικής πολιτικής, με πρωτογενή, κυκλικά διορθωμένα, πλεονάσματα της τάξεως του 2% του ΑΕΠ, και στη συνέχιση μακρόπνοων μεταρρυθμίσεων. Επιπλέον, απαιτείται επαγρύπνηση όσον αφορά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, οι κίνδυνοι για την οποία παραμένουν υψηλοί λόγω, μεταξύ άλλων, της επίδρασης των ασθενέστερων ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης και των υψηλών επιτοκίων στην ικανότητα αποπληρωμής δανείων από επιχειρήσεις και νοικοκυριά» πρόσθεσε.

«Η ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται από επίμονο και μεγάλο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο αντανακλά τη χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητά της, την εξάρτησή της από εισαγωγές αγαθών και το χαμηλό επίπεδο αποταμιεύσεων. Επίσης, παραμένει υψηλή η ανεργία και χαμηλή η συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό, ενώ ταυτόχρονα παρατηρείται αναντιστοιχία ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων. Ως τροχοπέδη στην ανάπτυξη εξακολουθούν να λειτουργούν η αναποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, η χρονοβόρα διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης και ένα επιχειρηματικό περιβάλλον που, παρά τη σημαντική πρόοδο των τελευταίων ετών, δεν ευνοεί την προσέλκυση παραγωγικών επενδύσεων» συμπλήρωσε.

«Επιπλέον, η κλιματική αλλαγή και η ραγδαία τεχνολογική πρόοδος έχουν αναδειχθεί ως προκλήσεις της εποχής μας. Η ελληνική οικονομία είναι σε θέση να τις αντιμετωπίσει με παραγωγικές επενδύσεις με στόχο την αναβάθμιση του υλικού και ανθρώπινου κεφαλαίου, αξιοποιώντας όλους τους διαθέσιμους πόρους και την ευκολότερη πρόσβαση σε ρευστότητα. Η απορρόφηση των ευρωπαϊκών πόρων και ειδικότερα, των πόρων από τον Μηχανισμό Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας που συνδέεται με την υλοποίηση επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων, είναι αναγκαία προϋπόθεση για να διατηρηθούν και να διευρυνθούν τα οφέλη από την επενδυτική βαθμίδα» κατέληξε.

 

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα