Η ελληνική οικονομία έχει τη δυνατότητα να εμφανίζει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% για μεγάλο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με την μηνιαία έκθεσή της η Γερμανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Bundesbank).
«Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμά ότι η Ελλάδα δεν είναι σε θέση να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% μετά το 2021. Παράλληλα, θεωρεί ότι τα δημόσια οικονομικά (σ.σ. της Ελλάδας) δεν είναι βιώσιμα, προβλέπει μικρότερο πλεόνασμα και, ως εκ τούτου, ζητά μια σημαντική ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, προτού το Ταμείο αποφασίσει τη χρηματοδοτική του συμμετοχή στο τρέχον πρόγραμμα» σχολιάζουν οι οικονομολόγοι της Bundesbank και συνεχίζουν:
«Το Eurogroup, το Μάιο του 2016, είχε υποσχεθεί ότι θα υπάρξει η δυνατότητα περαιτέρω ελάφρυνσης χρέους, με επέκταση της διάρκειας ωρίμανσης και μείωση των επιτοκίων, μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος.
Την ίδια στιγμή, οι αναλύσεις των ευρωπαϊκών θεσμών προβλέπουν ότι δεν υπάρχει ανάγκη για ελάφρυνση χρέους και ότι η βιωσιμότητά του είναι εφικτή».
Ως εκ τούτου, διερωτώνται: «Δεν είναι σαφές, για πιο λόγο δεν είναι εφικτό ένα πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί ακριβώς με την επιτυχή εφαρμογή μια διαδικασίας βαθύτερων μεταρρυθμίσεων.
Επίσης, στο παρελθόν κάποιες χώρες έχουν επιτύχει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σημαντικά υψηλότερα πλεονάσματα (Βέλγιο, Φινλανδία, Ιταλία)».
«Επιπλέον», σημειώνει η Bundesbank, «οι ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί κανόνες ζητούν ισοσκελισμένους, σε μεγάλο βαθμό, προϋπολογισμούς. Που σημαίνει ότι απαιτούνται πιο φιλόδοξα πρωτογενή πλεονάσματα, σε περίπτωση που τα επίπεδα του χρέους αυξάνονται ή όταν τα επιτόκια ενισχύονται. Όταν ο λόγος χρέους/ΑΕΠ υποχωρήσει, τότε και τα πλεονάσματα μπορούν να επιστρέψουν σε χαμηλότερα επίπεδα».
«Από αυτή την άποψη, οι υπάρχοντες στόχοι του προγράμματος για το πρωτογενές πλεόνασμα της Ελλάδας δεν είναι, σε καμία περίπτωση, υπερβολικά απαιτητικοί και δεν είναι ορατή κάποια χαλάρωσή τους».
Θα πρέπει να αποφεύγεται η άποψη ότι ένα πρόγραμμα μπορεί να χαλαρώνει, αν κρίνεται πολιτικά άβολο, σχολιάζουν επίσης οι οικονομολόγοι της Bundesbank. Προσθέτουν δε ότι μια ελάφρυνση χρέους μπορεί να περιορίσει την αξιοπιστία του ελληνικού προγράμματος και την αίσθηση της ευθύνης των ελληνικών αρχών για την εφαρμογή του, κυρίως σε ό,τι αφορά την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.
Στην αναφορά της η Bundesbank καταλήγει ότι «δεν είναι πειστικό το επιχείρημα, ότι δεν μπορεί να διασφαλιστεί βιωσιμότητα του χρέους χωρίς την ελάφρυνσή του. Αν το πρόγραμμα συνεχίσει να χρηματοδοτείται ομαλά και οι δημοσιονομικοί στόχοι να επιτυγχάνονται, θα ξεκινήσει μια συνεχής μείωση του χρέους και η βιωσιμότητά του θα αποκατασταθεί».