Αυτοβιογραφία μιας «ζωηρής Αριστεράς»

Προδημοσίευση από το βιβλίο με τον παιγνιώδη τίτλο «Ω, λε φιλαλάκο! Μια ιστορία για το κίνημα, τη ζωηρή άκρα Αριστερά και τους ανθρώπους της» του Νίκου Γιαννόπουλου. Μια λεπτομερής περιδιάβαση στα μονοπάτια που χάραξε μια πτέρυγα της μεταπολιτευτικής Αριστεράς, ριζοσπαστική και θορυβώδης.

Σαράντα τόσα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση του 1974, οι πρώτες αυτοβιογραφικές αφηγήσεις αγωνιστών της Αριστεράς που σημάδεψαν στον έναν ή τον άλλο βαθμό τις δεκαετίες που ακολούθησαν κάνουν πια την εμφάνισή τους στα βιβλιοπωλεία: το πέρασμα του χρόνου και, πάνω απ’ όλα, το κλείσιμο του κύκλου (ορθότερα: των κύκλων) που άνοιξε με την πτώση της δικτατορίας και τη δρομολόγηση της ευτυχέστερης περιόδου που έχει ζήσει τούτος ο τόπος επιβάλλουν τόσο συλλογικούς όσο και προσωπικούς απολογισμούς.

Ξεχωριστή θέση στα έργα αυτής της κατηγορίας θα πάρουν οπωσδήποτε οι ογκώδεις αλλά γλαφυρότατες αναμνήσεις του Νίκου Γιαννόπουλου, κομβικής φυσιογνωμίας του Δικτύου Υπεράσπισης των Πολιτικών και Κοινωνικών Δικαιωμάτων, που κυκλοφορούν τούτες τις μέρες από τις Εκδόσεις Κουκκίδα.

Ο παιγνιώδης τίτλος («Ω, λε φιλαλάκο! Μια ιστορία για το κίνημα, τη ζωηρή άκρα Αριστερά και τους ανθρώπους της») συνδυάζει το χαριτωμένο επιφώνημα ενός πιτσιρικά στη θέα των ΜΑΤ με την αυστηρή περιγραφή του περιεχομένου του βιβλίου: μια λεπτομερής περιδιάβαση στα μονοπάτια που χάραξε μια πτέρυγα της μεταπολιτευτικής Αριστεράς, ριζοσπαστική και θορυβώδης, από την εποχή που όλα έμοιαζαν δυνατά μέχρι την εναπόθεση των ελπίδων της στο ενωτικό εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ – και τη συνακόλουθη πικρή διάψευση.

Στις 684 σελίδες του «Φιλαλάκου», ο αναγνώστης ξαναζεί έτσι την περιπέτεια αυτής της «ζωηρής άκρας Αριστεράς», μέσα από την αυστηρά προσωπική ματιά του συγγραφέα – ενός τυπικού συνοικιακού εφήβου, παιδιού δασκάλων, που μεγαλώνει στα χρόνια της χούντας για να παρασυρθεί, όπως και χιλιάδες άλλοι συνομήλικοί του, στον μεθυστικό ανεμοστρόβιλο της Μεταπολίτευσης.

Από το Πολυτεχνείο του 1973, τις τροτσκιστικές ομάδες και τις μεγάλες συγκρούσεις των επόμενων χρόνων (23 Ιούλη 1975, 25 Μάη 1976, Πολυτεχνείο 1980), η πολυεπίπεδη αφήγησή του περνά στον συνδικαλισμό των νοσοκομειακών τη δεκαετία του 1980, την Ομάδα Συντρόφων της Ακρας Αριστεράς (χιουμοριστικός κωδικός: Ε.ΛΕΝ.Η.), το Κάραβελ του 1984 και το Πολυτεχνείο του 1985, για να καταλήξει στα χρόνια της ωριμότητας και της δημιουργίας: συγκρότηση της Πρωτοβουλίας (1986), της Κίνησης (1987) και του Δικτύου (1994) Υπεράσπισης των Πολιτικών και Κοινωνικών Δικαιωμάτων· αλλεπάλληλες νικηφόρες μάχες με την «αντιτρομοκρατική» καταστολή και σωτηρία ουκ ολίγων στοχοποιημένων «συνήθως υπόπτων»· μοναχική (αρχικά) αλλά ιστορικά δικαιωμένη αντιπαράθεση με την εθνικιστική υστερία της δεκαετίας του 1990· έμπρακτος διεθνισμός, από την Τουρκία και την Παλαιστίνη μέχρι το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο κίνημα κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης· έμπρακτος –επίσης– αντιρατσισμός, από τη βραχύβια υπεράσπιση των Τσιγγάνων το 1995-1997 μέχρι τις μόνιμες δομές του Στεκιού Μεταναστών, του ετήσιου Αντιρατσιστικού Φεστιβάλ και την αλληλεγγύη στους πολιτικούς πρόσφυγες, με αποκορύφωμα τη στήριξη της πολυήμερης απεργίας πείνας 300 μεταναστών στις αρχές του 2011.

Το τελευταίο μέρος του βιβλίου αποτυπώνει τη συνάντηση αυτών των αγώνων με τον Δεκέμβρη του 2008 και την αντιμνημονιακή εξέγερση του 2010-2012, την πολιτική σύμπλευση μεγάλης μερίδας του κινήματος με τον ΣΥΡΙΖΑ, τη σταδιακή απομάγευση και την τελική ρήξη μαζί του μετά τη συνθηκολόγηση του 2015.

Ο πικρός απολογισμός κλείνει, πάντως, με μια ηθελημένη νότα αισιοδοξίας: το ύστατο κεφάλαιο του «Φιλαλάκου» είναι αφιερωμένο στο «καλύτερο ξενοδοχείο της Ευρώπης», την τρίχρονη εμπειρία του αυτοδιαχειριζόμενου ξενώνα μεταναστών και αλληλέγγυων στο κατειλημμένο City Plaza της οδού Αχαρνών, που έκλεισε οριστικά τις πόρτες του τον περασμένο Ιούλιο.

Μια τέτοια διαδρομή, με την ένταση και τις διαψεύσεις της, θα μπορούσε ν’ αποτυπωθεί σε τόνους αυστηρούς και μελαγχολικούς· ο βιογράφος της «ζωηρής Αριστεράς» αποφεύγει ωστόσο επιμελώς κάτι τέτοιο, προτιμώντας ένα αυτοσαρκαστικό χιούμορ που καθιστά την ανάγνωση απολαυστική. Εχοντας επίγνωση πως «οποιουδήποτε είδους αυτοβιογραφία εμπεριέχει ενός είδους αλαζονεία» (σ. 15), μετατρέπει επίσης τις προσωπικές του αναμνήσεις σε συλλογική βιογραφία του κινήματος: στις σελίδες τους παρελαύνουν εκατοντάδες πρόσωπα, με δυο λόγια –τουλάχιστον– για τη συμβολή καθενός και καθεμιάς στο πολύχρωμο μωσαϊκό που υπήρξαν η ελληνική Αριστερά και τα κινήματα της Μεταπολίτευσης.

Περισσότερα μαθαίνει φυσικά ο αναγνώστης για τον βασικό πυρήνα των ακτιβιστών που συγκρότησε και συγκροτεί τον στενό κύκλο του αφηγητή – με αγαπησιάρικες συνήθως σκιαγραφήσεις, απαλλαγμένες από αδιάκριτα κουτσομπολιά.

«Επιμένω πολύ στα πρόσωπα –προτιμώ με ονοματεπώνυμο, αλλά δεν γίνεται ή δεν πρέπει πάντα– γιατί πιστεύω ότι τα πρόσωπα παίζουν ιδιαίτερο ρόλο σε κάθε ιστορία», εξηγεί κάποια στιγμή ο συγγραφέας. «Αλλωστε, αυτό το βιβλίο είναι τόσο υποκειμενικό, ώστε χωρίς αναφορά σε πρόσωπα θα καταντούσε κολοβό ή, ακόμα χειρότερα, ατομοκεντρικό» (σ. 491).

Από αυτή τη συλλογική βιογραφία παρουσιάζουμε σήμερα κάποιες χαρακτηριστικές πινελιές, με κριτήριο την ευρύτερη δυνατή αντιπροσωπευτικότητα μιας αφήγησης τόσο πλούσιας, που περιγελά κάθε απόπειρα σύνοψής της.

1973

«Εκείνο τον καιρό οι φοιτητές φάνταζαν στα μάτια μας σαν ημίθεοι. Οχι ότι η δική μας παρέα ήξερε φοιτητές και φοιτήτριες, ούτε, πολλώ δε μάλλον, έκανε παρέα με κάποιους από αυτούς. Πού τέτοια τύχη… Ομως τους έβλεπε· ξεχώριζαν από την εμφάνιση, το ντύσιμο και κυρίως την αυτοπεποίθηση και την ελευθερία που απέπνεαν. Ενα βράδυ πετύχαμε μια τέτοια παρέα στη Γρηγορίου Κουσίδου. Νεαροί με μαλλιά, μούσια, τζάκετ και τζιν και κοπέλες με μακριές φούστες και μοντγκόμερι, να τραγουδούν την “Ξαστεριά” και πάθαμε την πλάκα μας. Κολλήσαμε δίπλα τους σαν τη σκνίπα στο φως […]. Κυρίως όμως ακούγαμε για τους φοιτητές. Εγραφαν οι εφημερίδες, μίλαγε ο κόσμος, είχε γίνει το Φεβρουάριο η κατάληψη της Νομικής, η χούντα είχε στριμωχτεί, οι φοιτητές προκαλούσαν ελπίδα σε μια κοινωνία που ήταν στο γύψο.

Τι πιο φυσιολογικό λοιπόν για την παρέα μας, όταν την Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 1973 καταλήφθηκε το Πολυτεχνείο, από το να πάρει φωτιά ο κώλος μας; Θα είχαμε κατεβεί από την Πέμπτη, αλλά με ένα μείγμα συλλογικότητας και φόβου θέλαμε να πάμε όλο το Ε’ Κλασικό στο Πολυτεχνείο. Τελικά, καταφέραμε την Παρασκευή δεκαοχτώ από μας να πάμε στην κατάληψη και οι υπόλοιποι να κάνουν μεν αποχή, αλλά να πάνε βόλτα στην Καισαριανή. Πήραμε το λεωφορείο και κατεβήκαμε στην Ακαδημίας. Εγώ ήταν η πρώτη φορά που πήγαινα στο κέντρο της Αθήνας μόνος μου. Ημασταν ενθουσιασμένοι και περίεργοι, όσο όμως πλησιάζαμε την Κάνιγγος μας καταλάμβανε μια άγρια χαρά και αρχίσαμε να ουρλιάζουμε ό,τι σύνθημα ακούγαμε: από το “Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία” μέχρι το “Παπαδόπουλε, φασίστα, που παντρεύτηκες μια πλύστρα!”.

Ο κόσμος ήταν πολύς και όσο περνούσε η ώρα αυξανόταν. Σιγά σιγά καταφέραμε να διανύσουμε το πλήθος, με αποτέλεσμα όμως να διαλυθεί η ομάδα μας και να μείνουμε 4-5, και γύρω στις 4 μ.μ. (ήμασταν απογευματινοί στο σχολείο) να προσεγγίσουμε την είσοδο της Πατησίων. Ζητήσαμε να μπούμε μέσα, ακούγαμε από τα μεγάφωνα για ανακοινώσεις της Συνέλευσης των Μαθητών, όμως η περιφρούρηση, μάλλον φρονίμως ποιούσα, δεν μας άφησε. Ετσι, μείναμε ακριβώς απέξω, ακούσαμε όλα τα συνθήματα, είδαμε ένα κραταιό μπλοκ οικοδόμων που φώναζε “Κάτω η χούντα!” (η πρώτη εικόνα οργανωμένης εργατικής τάξης στη ζωή μου) και ένα σύνθημα σε μια κολώνα δίπλα στην είσοδο, “Κάτω το κράτος”, που δεν το καταλάβαμε.

Την ίδια ώρα, ο δυστυχής δάσκαλος πατέρας μου, φορώντας εκπαιδευτική ενδυμασία (κοστούμι και γραβάτα), ειδοποιημένος από τη διεύθυνση του Γυμνασίου ότι πήγαμε στο Πολυτεχνείο, εξαιρετικά ανήσυχος αλλά και άπειρος βεβαίως, διένυε το πλήθος ψάχνοντας το γιο του. Το εξεταστικό βλέμμα του και η μάλλον παράταιρη εμφάνισή του προξενούσε τη στερεότυπη, πλην όμως εύλογη εντύπωση ότι είναι αστυνομικός, οπότε παρενέβη η περιφρούρηση. […] Μάλλον τον πίστεψαν, ωστόσο ο Βλάσης υποχρεώθηκε να βροντοφωνάξει το εμπνευσμένο “Πίπη πού στηρίζεσαι;”, το οποίο αναφερόταν στον ελεεινό δοτό πρωθυπουργό της χούντας Σπύρο Μαρκεζίνη. Μετά από αυτή την ψυχρολουσία και καθώς δεν με έβρισκε, ο πατέρας μου επέστρεψε άπρακτος για να υποστεί, εκτός από την αγωνία του, καθώς ήδη το ραδιόφωνο μιλούσε για εκτεταμένες συγκρούσεις διαδηλωτών και αστυνομίας, και τον πανικό της μάνας μου, μέχρι να επιστρέψω στις 11 το βράδυ, οπότε και ρίξαμε ένα γερό καβγά […].

Οσο προχωρούσε το απόγευμα, το παλλόμενο πλήθος παρουσίαζε όλο και μεγαλύτερη οργή και ταραχή. Τα μεγάφωνα μετέδιδαν συνεχώς καταγγελίες για αστυνομική βία στους δρόμους γύρω από το Πολυτεχνείο και όταν ακούσαμε για τραυματίες καταλάβαμε ότι ήρθε η ώρα να γυρίσουμε σπίτια μας. Ημασταν ακόμα χαρούμενοι, αλλά και κάπως απογοητευμένοι, οπωσδήποτε θυμωμένοι και λίγο φοβισμένοι. Μετά όμως φοβηθήκαμε πολύ. Μην ξέροντας καθόλου την Αθήνα, ακολουθήσαμε το δρόμο που ήρθαμε. Ομως, στα στενά γύρω από το Πολυτεχνείο γινόταν κόλαση. Ποδοβολητά, φωτιές και κρότοι παντού. Πανικοβληθήκαμε και είχαμε τη φαεινή ιδέα να ξαναβγούμε στην Πατησίων. Εκεί τα είδαμε όλα: Απέναντι και προς τα δεξιά μας ένα κτίριο φλεγόταν, παντού οδοφράγματα, φωτιές και δακρυγόνα. Κλαίγοντας και βήχοντας, αρχίσαμε να τρέχουμε προς την Ομόνοια, που δεν ξέραμε ότι είναι εκεί, και τότε είδαμε τους αστυφύλακες, ορδές με τα κλομπ στα χέρια, να ορμούν κατά πάνω μας. Είχαμε μείνει μόνοι μας με τον Κουνενή και κρατιόμασταν από το χέρι για να μη χαθούμε. Ευτυχώς κάποιος μας τράβηξε και χωθήκαμε σε μια πάροδο, σχετικά ήσυχη, όπου στην πρώτη στάση μας ξέρασα τα σωθικά μου. Από εκεί, κάνοντας διάφορους κύκλους που δεν θυμάμαι πια, φτάσαμε στο Σύνταγμα και με τα πόδια καταλήξαμε στου Ζωγράφου, κατάκοποι, έντρομοι αλλά –και το εννοώ– πολύ γεμάτοι, πολύ διαφορετικοί.

Το Πολυτεχνείο με άλλαξε ριζικά. Οχι ότι έκανα κάτι σημαντικό, αλλά ένιωσα τι σημαίνει “λαός” και “εξέγερση”. Και κάτι ακόμα, που το κατάλαβα αργότερα: Εμαθα, ή μάλλον ξεκίνησα να μαθαίνω, να διαχειρίζομαι τον φόβο μου».

1985

Το θυελλώδες Πολυτεχνείο του 1985, μετά τον φόνο του Καλτεζά, καταλαμβάνει αρκετές σελίδες του βιβλίου. Περιοριζόμαστε σ’ ένα μικρό απόσπασμα, από μια λίγο-πολύ άγνωστη στιγμή του: την κοινή εισβολή φασιστών της ΕΠΕΝ και αστυνομικών των ΜΕΑ με πολιτικά στο προαύλιο του ΕΜΠ, τα ξημερώματα της 19ης Νοεμβρίου:

«Οταν μας απέκλεισαν τα ΜΑΤ στο Πολυτεχνείο, η αστυνομία συνέχισε να κρατάει κλειστές την Πατησίων και τη Στουρνάρη και ο κόσμος άρχισε να αραιώνει βγαίνοντας από την πύλη της Τοσίτσα, που την ανοιγοκλείναμε με το δικό μας λουκέτο και οι μπάτσοι –προφανώς σκοπίμως– δεν την επιτηρούσαν. […] Ετσι, γύρω στις 4.30 τα χαράματα, είχαμε μείνει στο Πολυτεχνείο γύρω στα 200 άτομα, όλος ο κόσμος της κατάληψης και ελάχιστοι αναρχικοί.

Και πάνω που ξαποσταίνουμε και ψιλοσυζητάμε πώς συνεχίζουμε, μας ειδοποιούν από την περιφρούρηση της Πατησίων ότι μας επιτίθενται πολίτες. Τρέχουμε και βλέπουμε καμιά εκατοσταριά φασίστες και μεατζήδες να έχουν στηθεί στη μέση της άδειας Πατησίων και να μας πετροβολούν ανηλεώς − υλικό υπήρχε άφθονο από τις προηγηθείσες συγκρούσεις και έξω και μέσα στο Πολυτεχνείο. Υποχωρούμε, αλλά αντιλαμβανόμενοι ότι αν τους αφήσουμε, μπορεί να ανοίξουν την πύλη και να μπουκάρουν μαζί με τα ΜΑΤ, που ήταν στημένα στο απέναντι πεζοδρόμιο της Πατησίων, οπότε θα γίνει σφαγή (δική μας…), αποφασίζουμε να τους αντιμετωπίσουμε. […] Το πετροβολίδι κράτησε περίπου μιάμιση ώρα, με μας να βρισκόμαστε καμιά δεκαπενταριά μέτρα από την πύλη, όταν μας ειδοποιεί ο πρύτανης ότι υπάρχει δέσμευση της αστυνομίας πως αν σταματήσει ο πετροπόλεμος, θα διώξει τους έξω και θα ανοίξει την κυκλοφορία. Εμείς απαντάμε ότι αν τους διώξουν προφανώς σταματάει ο πετροπόλεμος, γιατί εμείς αμυνόμαστε, αυτός επιμένει να σταματήσουμε πρώτα εμείς. Η πρόταση είναι έωλη αλλά το δέλεαρ να ανοίξει η κυκλοφορία είναι ισχυρό γιατί μόνο έτσι μπορεί να πάρει ανάσα η κατάληψη. Κάνουμε λοιπόν το λάθος και αποσυρόμαστε πίσω στην Αρχιτεκτονική.

Δεν περνούν πέντε λεπτά και τα καθάρματα σπάνε το λουκέτο της πύλης και μπαίνουν. Δεν προχωρούν προς τα μας, αλλά αρπάζουν την τσακισμένη καγκελόπορτα από το τανκς το 1973, που ήταν στην πρασιά δίπλα στην πύλη, και την πετάνε σαν σκουπίδι στην Πατησίων! Αυτοί στέκονται μπροστά στην είσοδο με κράνη, ρόπαλα και πέτρες, περιμένοντας να αρχίσει ένας νέος γύρος πετροπόλεμου, μέσα στο Πολυτεχνείο αυτή τη φορά, ώστε να μπουν τα ΜΑΤ. Δεν θυμάμαι να έχω αισθανθεί μεγαλύτερη οργή στη ζωή μου. Χωρίς καμιά συνεννόηση, λοιπόν, ορμάμε καταπάνω τους με ό,τι κρατάμε στα χέρια μας: πέτρες, ξύλα, σίδερα, μπουκάλια, καρέκλες… […] Οι τύποι υποχωρούν πριν συμπλακούμε σώμα με σώμα στο οδόστρωμα της Πατησίων […] και ο Λάκης [Χριστοδουλόπουλος] με τον Φελέκη, υπό τον προστατευτικό κλοιό των επιζησάντων Γενναίων του Μπρανκαλεόνε, επανέφεραν την, ευτυχώς, ελάχιστα ατιμασθείσα, καγκελόπορτα του ’73 στην κλίνη της».

1986

«Στη δημιουργία της Κίνησης Υπεράσπισης Πολιτικών και Κοινωνικών Δικαιωμάτων έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο τρεις γυναίκες: η Ολγα Χαρίτου από την “Ελένη” [χιουμοριστικό ψευδώνυμο της Ομάδας Συντρόφων της Ακρας Αριστεράς], η Τασία Χριστοδουλοπούλου από τον Μαχητή και η Ελένη Πορτάλιου από το ΚΚΕ εσωτερικού-Α.Α. – η Ελένη αποτελεί ένα από τα ωραιότερα μείγματα αγωνίστριας και διανοούμενης που έχω γνωρίσει. Από εμάς όλοι και όλες υποστηρίξαμε το εγχείρημα, οπωσδήποτε όμως με διαφορετική θέρμη […]. Εν πάση περιπτώσει, χάρη στη συνθετική προσπάθεια των “πρωταγωνιστριών”, ιδιαίτερα της Ελένης (βλέπετε, κι εμείς δεν ήμασταν εύκολοι συνεργάτες· συνηθισμένοι στον κινηματικό πριαπισμό συχνά υπήρξαμε προσχηματικοί και συγκεντρωτικοί), η Κίνηση συγκροτήθηκε επαρκώς. Απέκτησε τις αναγκαίες συνοχή και εξωστρέφεια, διεύρυνε την παραδοσιακή θεματολογία μας (“εθνικά”, μειονότητες, κοινωνική αλληλεγγύη κ.λπ.), μας επέτρεψε να παίξουμε σημαντικό ρόλο στην αναχαίτιση της “αντιτρομοκρατικής” καταστολής, όπως αυτή συμπυκνώθηκε στις υποθέσεις Καλογρέζας (1987), Χαμπντάν/Ρασίντ (1988), Μαυρικίου 91990), Σκυφτούλη και Μπαλάφα (1992) και βεβαίως αποτέλεσε τον κορμό της διεθνιστικής παρέμβασής μας στην Τουρκία το 1988 και του αντιεθνικιστικού αγώνα για το Μακεδονικό το 1992-93».

1988

Τον Νοέμβριο του 1988 η Κίνηση Υπεράσπισης Πολιτικών και Κοινωνικών Δικαιωμάτων οργάνωσε επεισοδιακή διαμαρτυρία στο στρατοδικείο της Αγκυρας κατά τη διάρκεια της ομαδικής δίκης 723 μελών του «Επαναστατικού Δρόμου» (Dev Yol), της μεγαλύτερης οργάνωσης της προδικτατορικής εξωκοινοβουλευτικής τουρκικής Αριστεράς.
Ο Νίκος Γιαννόπουλος μετείχε ενεργά στο εγχείρημα και αφηγείται:

«Την 1η Νοεμβρίου φτάνουμε στην Αγκυρα η πρώτη ομάδα, για να προετοιμάσουμε την παρέμβαση. […] Από το ίδιο βράδυ και τις επόμενες δύο μέρες κάνουμε αλλεπάλληλες συναντήσεις, άλλες ανοιχτές ενημερωτικές και άλλες κλειστές για την οργάνωση της παρέμβασης. Πρόκειται για συγκλονιστική εμπειρία, ιδιαίτερα η επαφή με τους συγγενείς των κρατουμένων – το ωραιότερο μείγμα αγάπης και επαναστατικότητας που έχω συναντήσει. Δέχονται με ενθουσιασμό την ιδέα μας, επισημαίνοντάς μας τους κινδύνους, και κανονίζουμε η παρέμβαση να γίνει στις 4 Νοεμβρίου. […]

Το απόγευμα έρχονται από την Αθήνα τα υπόλοιπα μέλη της αποστολής. Είμαστε δεκαέξι […]. Στην αποστολή, εκτός της Κίνησης εκπροσωπούνταν το ΚΚΕ εσωτερικού-Α.Α., η ΕΑΡ, οι Αριστερές Συσπειρώσεις Φοιτητών, καθώς και μεγάλα συνδικάτα όπως η ΓΕΝΟΠ/ΔΕΗ και η Πανελλήνια Ομοσπονδία Νοσοκομειακών Γιατρών. Μαζί μας ήταν και η φίλη μας και συντρόφισσα Φραγκώ Καραογλάν. Πολίτισσα, η οποία στο στρατοδικείο κάθισε σε απόσταση ώστε μόλις συλληφθούμε να υπάρχει κάποιος να ειδοποιήσει στην Αθήνα και να κάνει τις πρώτες συνεννοήσεις – τα έκανε άψογα…».

Τελευταία στιγμή, στο σχέδιο προσχωρούν και οκτώ Γερμανοί αλληλέγγυοι, που είχαν έρθει στην Αγκυρα για την ίδια δίκη· «ανάμεσά τους και δύο βουλευτές, μια των Σοσιαλδημοκρατών και ένας των Πρασίνων, εξαιρετικά ωφέλιμο όπως απεδείχθη». Ακολούθησε η συμβολική ενέργεια:

«Το πρωινό της 4ης Νοεμβρίου μπαίνουμε στο στρατοδικείο και καθόμαστε στις αριστερές κερκίδες όπως βλέπουμε την έδρα. Αυτοί που έχει αποφασιστεί να ανοίξουμε τα πανό καθόμαστε πίσω πίσω (κατά σειρά ο Γιώργος [Κουβίδης], η Λέτα [Μούκα], ο Νίκος [Μπελαβίλας] κι εγώ) και οι υπόλοιποι είκοσι Ελληνες και Ελληνίδες, Γερμανοί και Γερμανίδες γύρω μας σαν προστατευτικός κλοιός. Στην άλλη πλευρά των κερκίδων κάθονται καμιά τριανταριά συγγενείς των κατηγορουμένων, ενώ στο εδώλιο βρίσκονται 150-200 μέλη της οργάνωσης. Οι στρατοδίκες διαβάζουν διάφορα έγγραφα και εμείς, έμπλεοι άγχους, περιμένουμε να γίνει το διάλειμμα για να ξεκινήσουμε τον σαματά – οι Τούρκοι σύντροφοι μας είχαν συμβουλέψει η παρέμβαση να γίνει στην αρχή του διαλείμματος γιατί στην περίπτωση δικαστικής δίωξης η αντιμετώπιση θα ήταν ηπιότερη. Τι λέμε…

Οταν ο πρόεδρος χτυπάει το κουδούνι, σηκώνομαι και φωνάζω “Genel Aff” (Γενική Αμνηστία), αρχίζουμε να σκούζουμε όλοι μαζί –και συγγενείς και κρατούμενοι– συνθήματα στα τουρκικά, τα ελληνικά και τα γερμανικά στα όρια του ακατάληπτου. Ο Μπελαβίλας σηκώνει το άσπρο πανό και το αρπάζω κι εγώ. Οι στρατοδίκες ουρλιάζουν, οι κατηγορούμενοι τους έχουν γυρίσει την πλάτη κοιτώντας μας και χειροκροτούν και τότε ο Κουβίδης σηκώνει το κόκκινο πανό της Ντεβ Γιολ και γίνεται παραδεισένια κόλαση: Οι κατηγορούμενοι φωνάζουν συνθήματα χτυπώντας τα πόδια κάτω, στο στρατοδικείο επικρατεί πανζουρλισμός, οι φρουροί φαντάροι μάς περιτριγυρίζουν αμήχανα και εγώ απρογραμμάτιστα –και μάλλον επιπόλαια– αρχίζω να κραυγάζω “Tek Yol Devrim” (Μόνος Δρόμος η Επανάσταση), το οποίο φτάνει στους κατηγορουμένους, που με τις γροθιές ψηλά το επαναλαμβάνουν.

Φτάνει η ώρα της αλήθειας… Οι στρατοδίκες αποχωρούν και πολλοί φαντάροι πλέον μας περικυκλώνουν και χωρίς βία μας συλλαμβάνουν. Ταυτόχρονα, απωθούν τους συγγενείς έξω από την αίθουσα· κάποιους τους ξαναείδαμε μετά την αποφυλάκισή μας».

Οι συλληφθέντες οδηγούνται στο υπόγειο γκαράζ της Γενικής Ασφάλειας. Την επομένη, οι τουρκικές αρχές κρατούν τέσσερις από τους δεκάξι (Νίκο Γιαννόπουλο, Γιώργο Κουβίδη, Νίκο Μπελαβίλα, Κώστα Νικηφοράκη) και απελαύνουν τους υπόλοιπους. Οι κρατούμενοι υποβάλλονται σαδιστικά σε διάφορες ταλαιπωρίες, όπως το μαρτύριο μιας παρατεταμένης δίψας, επιβεβαιώνουν όμως πως υπάρχουν απείρως χειρότερα:

«Καθώς μιλάμε, ακούμε μια σιγανή φωνή απέξω – δεν υπήρχαν φύλακες. Κοιτάμε από το παραθυράκι της πόρτας του κελιού μας και μένουμε άναυδοι. Από το αντίστοιχο παραθυράκι του κελιού διαγώνια δεξιά από το δικό μας παρελαύνει ένα ολόκληρο χωριό (άντρες, γυναίκες, παππούδες, γιαγιάδες, ακόμα και παιδιά που τα σηκώνουν για να τα δούμε). Καταλαβαίνουμε ότι είναι Κούρδοι. Αρκετοί ενήλικοι έχουν κορδέλες από γάζα στο πάνω μέρος του κεφαλιού, που με νοήματα μας εξηγούν ότι καλύπτουν τραύματα από ηλεκτροσόκ, ενώ κάποιοι μας δείχνουν τα πληγωμένα δάκτυλά τους από τα ξεριζωμένα νύχια. Σοκ και δέος… Σηκώνουμε τις γροθιές μας, χαμογελάμε ηλιθίως, τους στέλνουμε φιλιά, τον Κωστή τον παίρνουν τα κλάματα…»

Χάρη στη διεθνή κινητοποίηση για την απελευθέρωσή τους και την πίεση που ασκείται στην κυβέρνηση Παπανδρέου από το ελληνικό κίνημα αλληλεγγύης, το διεθνιστικό τόλμημα έχει χάπι εντ: στις 15/11 οι τέσσερις σύντροφοι αποφυλακίζονται και στις 25/11 απελαύνονται.

«Ενα χρόνο μετά την απέλασή μας δικαστήκαμε ερήμην σε δύο χρόνια φυλάκιση για διατάραξη δικαστηρίου, ενώ στο Εφετείο αθωωθήκαμε. Βέβαια, [οι Τούρκοι συνήγοροι] μας έδειξαν τμήματα της δικογραφίας όπου η ΕΥΠ ενημέρωνε αναλυτικά τη ΜΙΤ για το ποιόν μας, σε ό,τι με αφορά, δε, πιστοποιούσε ότι θεωρούμαι στέλεχος της 17Ν – αυτή η “εθνική προδοσία” των ελλήνων χαφιέδων μού στοιχίζει μέχρι σήμερα την απαγόρευση εισόδου στην Τουρκία».

Δεν έλειψαν και τα ευτράπελα, κατά τις επαφές τους με την ελληνική πρεσβεία μεταξύ απόλυσης και απέλασης:

«Κάποια στιγμή ένας διπλωμάτης, θεϊκά φαιδρός, που μας αυτοσυστήθηκε ως “γεράκι”, έχοντας προφανώς διαβάσει τον φάκελό μου, μου εκμυστηρεύθηκε ότι συμπαθεί τη 17Ν και εγώ, με το αντίστοιχο ύφος, του απάντησα “καταλαβαίνω, θα το συζητήσουμε όταν πρέπει”. Οταν ήρθε να μας παραδώσει τα διαβατήριά μας για να φύγουμε, του χάρισα ένα βιβλίο και μου ζήτησε να του κάνω αφιέρωση. Του έγραψα λοιπόν, με τα μεγάλα στρογγυλά γράμματά μου, “Tek Yol Devrim” και το καημένο το γεράκι τρόμαξε τόσο πολύ που ανερυθρίαστα έσκισε τη σελίδα μπροστά μου».

Τον Νοέμβριο του 1988 η Κίνηση Υπεράσπισης Πολιτικών και Κοινωνικών Δικαιωμάτων οργάνωσε επεισοδιακή διαμαρτυρία στο στρατοδικείο της Αγκυρας κατά τη διάρκεια της ομαδικής δίκης 723 μελών του «Επαναστατικού Δρόμου» (Dev Yol), της μεγαλύτερης οργάνωσης της προδικτατορικής εξωκοινοβουλευτικής τουρκικής Αριστεράς.
Ο Νίκος Γιαννόπουλος μετείχε ενεργά στο εγχείρημα και αφηγείται:

«Την 1η Νοεμβρίου φτάνουμε στην Αγκυρα η πρώτη ομάδα, για να προετοιμάσουμε την παρέμβαση. […] Από το ίδιο βράδυ και τις επόμενες δύο μέρες κάνουμε αλλεπάλληλες συναντήσεις, άλλες ανοιχτές ενημερωτικές και άλλες κλειστές για την οργάνωση της παρέμβασης. Πρόκειται για συγκλονιστική εμπειρία, ιδιαίτερα η επαφή με τους συγγενείς των κρατουμένων – το ωραιότερο μείγμα αγάπης και επαναστατικότητας που έχω συναντήσει. Δέχονται με ενθουσιασμό την ιδέα μας, επισημαίνοντάς μας τους κινδύνους, και κανονίζουμε η παρέμβαση να γίνει στις 4 Νοεμβρίου. […]

Το απόγευμα έρχονται από την Αθήνα τα υπόλοιπα μέλη της αποστολής. Είμαστε δεκαέξι […]. Στην αποστολή, εκτός της Κίνησης εκπροσωπούνταν το ΚΚΕ εσωτερικού-Α.Α., η ΕΑΡ, οι Αριστερές Συσπειρώσεις Φοιτητών, καθώς και μεγάλα συνδικάτα όπως η ΓΕΝΟΠ/ΔΕΗ και η Πανελλήνια Ομοσπονδία Νοσοκομειακών Γιατρών. Μαζί μας ήταν και η φίλη μας και συντρόφισσα Φραγκώ Καραογλάν. Πολίτισσα, η οποία στο στρατοδικείο κάθισε σε απόσταση ώστε μόλις συλληφθούμε να υπάρχει κάποιος να ειδοποιήσει στην Αθήνα και να κάνει τις πρώτες συνεννοήσεις – τα έκανε άψογα…».

Τελευταία στιγμή, στο σχέδιο προσχωρούν και οκτώ Γερμανοί αλληλέγγυοι, που είχαν έρθει στην Αγκυρα για την ίδια δίκη· «ανάμεσά τους και δύο βουλευτές, μια των Σοσιαλδημοκρατών και ένας των Πρασίνων, εξαιρετικά ωφέλιμο όπως απεδείχθη». Ακολούθησε η συμβολική ενέργεια:

«Το πρωινό της 4ης Νοεμβρίου μπαίνουμε στο στρατοδικείο και καθόμαστε στις αριστερές κερκίδες όπως βλέπουμε την έδρα. Αυτοί που έχει αποφασιστεί να ανοίξουμε τα πανό καθόμαστε πίσω πίσω (κατά σειρά ο Γιώργος [Κουβίδης], η Λέτα [Μούκα], ο Νίκος [Μπελαβίλας] κι εγώ) και οι υπόλοιποι είκοσι Ελληνες και Ελληνίδες, Γερμανοί και Γερμανίδες γύρω μας σαν προστατευτικός κλοιός. Στην άλλη πλευρά των κερκίδων κάθονται καμιά τριανταριά συγγενείς των κατηγορουμένων, ενώ στο εδώλιο βρίσκονται 150-200 μέλη της οργάνωσης. Οι στρατοδίκες διαβάζουν διάφορα έγγραφα και εμείς, έμπλεοι άγχους, περιμένουμε να γίνει το διάλειμμα για να ξεκινήσουμε τον σαματά – οι Τούρκοι σύντροφοι μας είχαν συμβουλέψει η παρέμβαση να γίνει στην αρχή του διαλείμματος γιατί στην περίπτωση δικαστικής δίωξης η αντιμετώπιση θα ήταν ηπιότερη. Τι λέμε…

Οταν ο πρόεδρος χτυπάει το κουδούνι, σηκώνομαι και φωνάζω “Genel Aff” (Γενική Αμνηστία), αρχίζουμε να σκούζουμε όλοι μαζί –και συγγενείς και κρατούμενοι– συνθήματα στα τουρκικά, τα ελληνικά και τα γερμανικά στα όρια του ακατάληπτου. Ο Μπελαβίλας σηκώνει το άσπρο πανό και το αρπάζω κι εγώ. Οι στρατοδίκες ουρλιάζουν, οι κατηγορούμενοι τους έχουν γυρίσει την πλάτη κοιτώντας μας και χειροκροτούν και τότε ο Κουβίδης σηκώνει το κόκκινο πανό της Ντεβ Γιολ και γίνεται παραδεισένια κόλαση: Οι κατηγορούμενοι φωνάζουν συνθήματα χτυπώντας τα πόδια κάτω, στο στρατοδικείο επικρατεί πανζουρλισμός, οι φρουροί φαντάροι μάς περιτριγυρίζουν αμήχανα και εγώ απρογραμμάτιστα –και μάλλον επιπόλαια– αρχίζω να κραυγάζω “Tek Yol Devrim” (Μόνος Δρόμος η Επανάσταση), το οποίο φτάνει στους κατηγορουμένους, που με τις γροθιές ψηλά το επαναλαμβάνουν.

Φτάνει η ώρα της αλήθειας… Οι στρατοδίκες αποχωρούν και πολλοί φαντάροι πλέον μας περικυκλώνουν και χωρίς βία μας συλλαμβάνουν. Ταυτόχρονα, απωθούν τους συγγενείς έξω από την αίθουσα· κάποιους τους ξαναείδαμε μετά την αποφυλάκισή μας».

Οι συλληφθέντες οδηγούνται στο υπόγειο γκαράζ της Γενικής Ασφάλειας. Την επομένη, οι τουρκικές αρχές κρατούν τέσσερις από τους δεκάξι (Νίκο Γιαννόπουλο, Γιώργο Κουβίδη, Νίκο Μπελαβίλα, Κώστα Νικηφοράκη) και απελαύνουν τους υπόλοιπους. Οι κρατούμενοι υποβάλλονται σαδιστικά σε διάφορες ταλαιπωρίες, όπως το μαρτύριο μιας παρατεταμένης δίψας, επιβεβαιώνουν όμως πως υπάρχουν απείρως χειρότερα:

«Καθώς μιλάμε, ακούμε μια σιγανή φωνή απέξω – δεν υπήρχαν φύλακες. Κοιτάμε από το παραθυράκι της πόρτας του κελιού μας και μένουμε άναυδοι. Από το αντίστοιχο παραθυράκι του κελιού διαγώνια δεξιά από το δικό μας παρελαύνει ένα ολόκληρο χωριό (άντρες, γυναίκες, παππούδες, γιαγιάδες, ακόμα και παιδιά που τα σηκώνουν για να τα δούμε). Καταλαβαίνουμε ότι είναι Κούρδοι. Αρκετοί ενήλικοι έχουν κορδέλες από γάζα στο πάνω μέρος του κεφαλιού, που με νοήματα μας εξηγούν ότι καλύπτουν τραύματα από ηλεκτροσόκ, ενώ κάποιοι μας δείχνουν τα πληγωμένα δάκτυλά τους από τα ξεριζωμένα νύχια. Σοκ και δέος… Σηκώνουμε τις γροθιές μας, χαμογελάμε ηλιθίως, τους στέλνουμε φιλιά, τον Κωστή τον παίρνουν τα κλάματα…»

Χάρη στη διεθνή κινητοποίηση για την απελευθέρωσή τους και την πίεση που ασκείται στην κυβέρνηση Παπανδρέου από το ελληνικό κίνημα αλληλεγγύης, το διεθνιστικό τόλμημα έχει χάπι εντ: στις 15/11 οι τέσσερις σύντροφοι αποφυλακίζονται και στις 25/11 απελαύνονται.

«Ενα χρόνο μετά την απέλασή μας δικαστήκαμε ερήμην σε δύο χρόνια φυλάκιση για διατάραξη δικαστηρίου, ενώ στο Εφετείο αθωωθήκαμε. Βέβαια, [οι Τούρκοι συνήγοροι] μας έδειξαν τμήματα της δικογραφίας όπου η ΕΥΠ ενημέρωνε αναλυτικά τη ΜΙΤ για το ποιόν μας, σε ό,τι με αφορά, δε, πιστοποιούσε ότι θεωρούμαι στέλεχος της 17Ν – αυτή η “εθνική προδοσία” των ελλήνων χαφιέδων μού στοιχίζει μέχρι σήμερα την απαγόρευση εισόδου στην Τουρκία».

Δεν έλειψαν και τα ευτράπελα, κατά τις επαφές τους με την ελληνική πρεσβεία μεταξύ απόλυσης και απέλασης:

«Κάποια στιγμή ένας διπλωμάτης, θεϊκά φαιδρός, που μας αυτοσυστήθηκε ως “γεράκι”, έχοντας προφανώς διαβάσει τον φάκελό μου, μου εκμυστηρεύθηκε ότι συμπαθεί τη 17Ν και εγώ, με το αντίστοιχο ύφος, του απάντησα “καταλαβαίνω, θα το συζητήσουμε όταν πρέπει”. Οταν ήρθε να μας παραδώσει τα διαβατήριά μας για να φύγουμε, του χάρισα ένα βιβλίο και μου ζήτησε να του κάνω αφιέρωση. Του έγραψα λοιπόν, με τα μεγάλα στρογγυλά γράμματά μου, “Tek Yol Devrim” και το καημένο το γεράκι τρόμαξε τόσο πολύ που ανερυθρίαστα έσκισε τη σελίδα μπροστά μου».

2002

Την επαύριο του «αντιτρομοκρατικού» καλοκαιριού του 2002, η τρίτη δίκη του Αβραάμ Λεσπέρογλου, κατηγορούμενου για συμμετοχή στην «Αντικρατική Πάλη» του 1985 αλλά και για μια σκοτεινή ληστεία του 1982, θα αποτελέσει μια από τις πιο δύσκολες μάχες που έδωσε το Δίκτυο για την υπεράσπιση των «συνήθως υπόπτων». Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ είχε απαιτήσει δημόσια την καταδίκη του κατηγορουμένου, τελικά όμως αυτός αθωώθηκε οριστικά.
Στο βιβλίο του, ο Γιαννόπουλος αποκαλύπτει μια άγνωστη πτυχή αυτής της επιτυχίας:

«Με είχε φωνάξει ο τέλειος Γιάννης Μπανιάς και μου είπε ότι σε φιλικό του περιβάλλον πολιτικών μηχανικών ο τότε διαχειριστής της πολυκατοικίας, όπου είχε τραυματιστεί ο αρχιφύλακας Ψαρουδάκης και αναγνώρισε τον Λεσπέρογλου ως δράστη, υποστήριζε ότι δεν πάει στο δικαστήριο να καταθέσει γιατί δεν είναι σίγουρος πλέον ότι ήταν αυτός. […] Σε λίγες μέρες μού επιβεβαιώνει ότι ο μάρτυρας διατηρεί τις αμφιβολίες του, αλλά είτε από φόβο είτε από ιδιοτροπία, δεν προτίθεται να καταθέσει ούτε στην επικείμενη δίκη. […]

Πώς όμως ο εισαγγελέας θα έφερνε έναν μάρτυρα, που στις δύο προηγούμενες δίκες δεν είχε ασχοληθεί μαζί του; Από αυτό το σημείο αρχίζει η δική μας μικρή σκευωρία, για την οποία είμαι υπερήφανος. Η κεντρική ιδέα είναι να στρέψουμε τη δύναμη και την αλαζονεία τους εναντίον τους. Είμαστε απολύτως βέβαιοι ότι παρακολουθούν διά ζώσης και σε εικοσιτετράωρη βάση τα κινητά τηλέφωνά μας. Αρχίζουμε λοιπόν, τρία-τέσσερα άτομα, λίγες μέρες πριν από τη δίκη, σε κάποιες τηλεφωνικές συνομιλίες μας, με αποσπασματικό και υπαινικτικό τρόπο, να δείχνουμε τον φόβο μας “μήπως φέρουν το διαχειριστή…”. Σκοπίμως έχουμε επιλέξει αυτοί κι αυτές που διατυπώνουν τους φόβους να μην ανήκουν στον στενό πυρήνα, οπότε είναι λογικό να τους ξεφεύγει κάτι, εμείς οι ψημένοι τους κόβουμε, κάνουμε και κάποια… συνωμοτικά ραντεβού εκτός Εξαρχείων, όπου με χαρά διαπιστώνουμε ότι μας παρακολουθούν στενά, και διάφορες άλλες μαμουνιές που θα έκαναν τη Μοσάντ να ξεκαρδιστεί στα γέλια, αλλά η ελληνική Αντιτρομοκρατική θεωρεί ότι έπιασε λαβράκι.

Πράγματι, ο μάρτυρας οδηγείται στο δικαστήριο με αστυνομική συνοδεία. Εχουν εισβάλει στο σπίτι του τα χαράματα, τον πάνε σηκωτό στο αστυνομικό τμήμα και τον κρατούν εκεί μέχρι να τον φέρουν με περιπολικό στη δίκη. Ενα μνημείο εισαγγελικής και αστυνομικής αδεξιότητας και οκνηρίας… Τον άνθρωπο δεν τον είχα ξαναδεί, όμως αντικρίζοντάς τον ένιωσα ένα δροσερό αεράκι: ένας κατάκοπος και αγανακτισμένος ηλικιωμένος. Η αυτού μηδαμινότης ο εισαγγελέας, αφού ο μάρτυρας κατέθεσε τα περιστατικά του Οκτωβρίου 1982, έσπευσε με λαιμαργία πτωματοφάγου πτηνού να διατυπώσει την ερώτηση, της οποίας νόμιζε ότι γνώριζε την απάντηση: −“Αναγνωρίζετε τον κατηγορούμενο, κύριε;” −“Οχι”, ακούεται το… μάννα εξ ουρανού, ενώ στην αίθουσα επικρατεί άκρα του τάφου σιωπή. −“Τι όχι, δεν τον αναγνωρίζετε;”, εξανίσταται ο… τυφλός λειτουργός της Θέμιδος, για να δεχτεί το τελικό πλήγμα: −“Δεν είναι αυτός!”. Ο εισαγγελέας έτρεμε, στα έδρανα της πολιτικής αγωγής επικρατούσε κομφούζιο, οι αντιτρομοκρατικάριοι τσακώνονταν μεταξύ τους, όλοι τους περίμεναν κάτι άλλο, και εγώ, καθώς ήμουν όρθιος στην άκρη της αίθουσας, ειλικρινά ένιωσα ότι ανυψώνομαι από το έδαφος».

2007 – 2015

Ο ΣΥΡΙΖΑ και το κενό

«Εχω αναφερθεί εκτεταμένα στον ρόλο του ΣΥΝ και στη συνέχεια του ΣΥΡΙΖΑ στην ανάπτυξη των κινημάτων κατά του ρατσισμού και της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, στον Δεκέμβρη και στις Πλατείες. Ολα αυτά τα χρόνια συνεκτικός δεσμός της σχέσης μας ήταν το Κοκκινοπράσινο Δίκτυο, με το οποίο μας συνέδεαν απολύτως συντροφικοί δεσμοί. Μάλιστα, καθώς το Κοκκινοπράσινο ήταν κινηματικό, διεθνιστικό και δημοκρατικό, ενώ η υπαρκτή εξωκοινοβουλευτική Αριστερά γινόταν όλο και πιο ιδεοληπτική και σεχταριστική, η σχέση μας υπερέβαινε τον αρραβώνα, οδηγούμενη σε γάμο. […] Κάποια μέλη του Δικτύου δημιουργήσαμε το 2007 την Ομάδα Ρόζα και ενταχθήκαμε στον ΣΥΡΙΖΑ – εγώ, λόγω του “ειδικού” ρόλου μου, δεν εντάχθηκα και το 2010 αποχώρησα από τη Ρόζα, αλλά τούτο ουδόλως μειώνει τις ευθύνες μου […].

Η Ρόζα δεν είχε ένδοξη διαδρομή, καθώς σύντομα απώλεσε τον κύριο στόχο της, εκείνον της δημιουργίας ιδεολογικοπολιτικών και οργανωτικών όρων περαιτέρω ριζοσπαστικοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ, διολισθαίνοντας σε “αριστερή συνείδηση” του προεδρικού περιβάλλοντος, αρχικά μέσω της διάχυσής της αλήστου μνήμης δυσπνοϊκής ΑΝΑΣΑ και στη συνέχεια με την ενσωμάτωσή της στους πλήρως ευθυγραμμισμένους, από το 2012, με την ηγεσία Τσίπρα “53”, οπότε δεν θα αναφερθώ πλέον σ’ αυτή. Η ευθύνη είναι όλων μας, και των εντός και των εκτός… […]

Βέβαια εμείς φύγαμε [μετά τη συνθηκολόγηση του 2015] από τον ΣΥΡΙΖΑ, άλλοι όμως έμειναν. Και μάλιστα στενοί σύντροφοί μας, κάποιοι και κολλητοί φίλοι μας, που επηρέασαν καταλυτικά το πολιτικό σύμπαν μας και σφράγισαν το κίνημα. Εξαιρετικά δυσάρεστο και ενίοτε οδυνηρό. Φυσικά, ακόμα και στις καλύτερες των περιπτώσεων, τίποτα δεν είναι όπως παλιά: Σχέσεις συρρικνώνονται, συζητήσεις αποφεύγονται, λόγια μισολέγονται και γενικά εκείνο το θαυμάσιο κλίμα του κοινού αγώνα και της κοινής παρέας πάει στο διάολο. Ισως να με γλιτώνει κάπως από τον… άκρατο θυμό το γεγονός ότι δεν συμμετείχα στον ΣΥΡΙΖΑ, οπότε απέφυγα τον όγκο των διαψεύσεων, των ραδιουργιών και των ιδιοτελειών που ενδεχομένως υπέστησαν άλλοι. Ισως με βοηθάει και ο χαρακτήρας μου και η πεποίθησή μου, που αυξάνονται καθώς μεγαλώνω, ότι η συντροφικότητα, η αγάπη και η συνολική αντίληψη για τη ζωή συνυπάρχουν με τις πολιτικές επιλογές και τη στάση σου στο κίνημα, οπότε μπορείς να έχεις στενούς φίλους που έμειναν στον ΣΥΡΙΖΑ, αν κάνουν και οι δύο πλευρές το συναισθηματικό κουμάντο τους – εκτός κι αν δεν είχες ποτέ στενούς φίλους ή προσάρμοζες τις “φιλίες” σου στις εκάστοτε πολιτικές επιλογές σου».

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα