Άνοιξε το βιβλίο προσφορών για το νέο 10ετές ομόλογο

Άνοιξε το βιβλίο προσφορών για το νέο 10ετές ομόλογο του Ελληνικού Δημοσίου. Το αρχικό επιτόκιο του νέου ελληνικού ομολόγου διαμορφώθηκε στις 145 μονάδες βάσης συν το mid swap (44 μ.β), δηλαδή στο 1,89%, με τις εκτιμήσεις της αγοράς να τοποθετούν το τελικό επιτόκιο κοντά στο 1,80%.

Αν και το ποσό άντλησης δεν έχει οριστεί και θα εξαρτηθεί από το πώς θα διαμορφωθεί η ζήτηση, πηγές της αγοράς εκτιμούν ότι ο ΟΔΔΗΧ θα αντλήσει ένα ποσό κοντά στα 3 δισ. ευρώ. Ήδη στα πρώτα λεπτά μετά το άνοιγμα του βιβλίου είχαν συγκεντρωθεί προσφορές ύψους 5 δισ. ευρώ.

Το βέβαιο είναι, κάτι που φυσικά γνωρίζει το οικονομικό επιτελείο, πως το 2022 είναι ένα έτος υψηλότερων αποδόσεων για τα ομόλογα γενικότερα, λόγω της αλλαγής της νομισματικής πολιτικής, αλλά και της ανόδου του πληθωρισμού, οπότε οι συνθήκες και το επιτόκιο δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να συγκριθούν με αυτά του περασμένου έτους.

Άλλωστε αυτό έγινε εμφανές και κατά τις εκδόσεις άλλων χωρών τις τελευταίες ημέρες, με τις Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία να πληρώνουν ένα υψηλότερο premium στους νέους τους τίτλους.

Την έκδοση τρέχουν οι Barclays, Commerzbank, Eurobank, Morgan Stanley, Nomura και Société Générale, ενώ ο νέος ελληνικός 10ετής τίτλος έχει λήξη του Ιούνιο του 2032.

Σημειώνεται ότι το 10ετές ομόλογο που εκδόθηκε το 2021 – διάρκειας 9,5 ετών περίπου σήμερα, καθώς λήγει τον Ιούνιο του 2031 – έχει spread 160 μ.β και απόδοση 1,62%, ενώ είχε εκδοθεί με ιστορικά χαμηλό επιτόκιο της τάξης του 0,807% (στο 0,888% η απόδοση κατά το re-opening του Ιουνίου), με spread 135 μ.β και με κουπόνι 0,75%.

Οι ελληνικες αποδόσεις δεν επηρεάστηκαν από το sell-off, με τη σημερινή έξοδο της Ελλάδας να είχε αποτιμηθεί ευρέως από την αγορά.

Πλέον οι ιστορικά χαμηλές αποδόσεις ανήκουν το παρελθόν, ωστόσο στόχος για το οικονομικό επιτελείο συνεχίζει να αποτελεί το ύψος του επιτοκίου, αλλά και η ποιότητα των επενδυτών. Το επιτόκιο ουσιαστικά αντικατοπτρίζει το πού τοποθετεί η αγορά το ρίσκο της Ελλάδας, την στιγμή που η επέλαση της Όμικρον πιέζει τα δημοσιονομικά των χωρών, η προσφορά τίτλων στην ευρωζώνη συνεχίζει να είναι υψηλή και η συζήτηση για το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο έχει “ζεσταθεί”.

Πάντως, η Ελλάδα εμφανίζει τις πιο ελκυστικές αποδόσεις στην ευρωζώνη, ενώ συνεχίζει να είναι προστατευμένη από το δίχτυ της ΕΚΤ, περισσότερο έως τον Μάρτιο όπου και συνεχίζει να τρέχει το PEPP και με μειωμένο ρυθμό στη συνέχεια καθώς θα συμμετέχει στο ευέλικτο πρόγραμμα επανεπενδύσεων της ΕΚΤ.

Επιπλέον, η χώρα διατηρεί υψηλά ταμειακά διαθέσιμα ( αρκετά πάνω των 30 δισ. ευρώ) τα οποία εξασφαλίζουν τις ανάγκες χρηματοδότησης, έχει ισχυρές προοπτικές λόγω της συνέχισης των μεταρρυθμίσεων αλλά και των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, ενώ βρίσκεται σε ανοδική τροχιά αξιολογήσεων από τος οίκους – κάτι που επιβεβαίωσε και η αναβάθμιση της Fitch την Παρασκευή η οποία “ανέβασε” το outlook της χώρας σε θετικό – με το χάσμα έως την επενδυτική βαθμίδα να αποτελεί για τους επενδυτές ευκαιρία για κτίσιμο θέσεων στα ελληνικά ομόλογα.

Όλα τα παραπάνω υποδηλώνουν ότι η ζήτηση για τη σημερινή αλλά και τις υπόλοιπες εκδόσεις του Ελληνικού Δημοσίου για το τρέχον έτος, θα είναι ισχυρή.

Σε ό,τι αφορά το υπόλοιπο δανειακό πρόγραμμα του ΟΔΔΗΧ ανέντιμά να είναι εμπροσθοβαρές, με το μεγαλύτερο μέρος του να γίνεται δηλαδή στο πρώτο εξάμηνο, ενώ όπως έχει ανακοινωθεί στόχος είναι να αντληθούν φέτος συνολικά 12 δις. ευρώ, μέρος τον οποίων θα προέλθει και από το πρώτο ελληνικό πράσινο κρατικό ομόλογο το οποίο δρομολογείται για το φθηνότερο.

Βασικός στόχος του ΟΔΔΗΧ και του οικονομικού επιτελείου παραμένει η πραγματοποίηση κινήσεων οι οποίες θα “πείσουν” τους οίκους αξιολόγησης να “ανεβάσουν” την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα. Η διασφάλιση της συνεχούς εκδοτικής παρουσίας του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές σε συνδυασμό με την αξιοποίηση των ευκαιριών που παρέχονται από τη συμμετοχή της χώρας στο PEPP, η περαιτέρω παροχή εκδόσεων υψηλής ρευστότητας και η περαιτέρω μείωση των spreads, αποτελούν “σταθερούς” στόχους του ΟΔΔΗΧ και για το 2022. Στο επίκεντρο είναι και οι αποπληρωμές, δηλαδή η εξόφληση μέρους των δανείων που έχει λάβει η χώρα, κάτι που μειώνει περαιτέρω τον κίνδυνο αναχρηματοδότησης. Σε αυτές περιλαμβάνεται η πλήρης εξόφληση των δανείων προς το ΔΝΤ και η διπλή πρόωρη προεξόφληση μέρους των δανείων του πρώτου μνημονίου (GLF), τα οποία και τοποθετούνται εντός του α’ τριμήνου.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα