Με θετικό πρόσημο έκλεισαν οι ευρωπαϊκές αγορές την Πέμπτη, μετά από ένα μεικτό ξεκίνημα στις πρώτες συναλλαγές του 2025.
Ο πανευρωπαϊκός δείκτης Stoxx 600 ανέστρεψε τις αρχικές απώλειες με τις μετοχές πετρελαίου και φυσικού αερίου ηγήθηκαν των κερδών, σημειώνοντας άνοδο 2,3%, ενώ οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας σημείωσαν επίσης άνοδο 1,6%.
Οι τραπεζικές μετοχές και οι αυτοκινητοβιομηχανίες υποχώρησαν, ωστόσο, χάνοντας 0,3% και 0,47% αντίστοιχα, καθώς παρέμεινε η αβεβαιότητα σχετικά με τις οικονομικές προοπτικές και τους πιθανούς δασμούς υπό τον εκλεγμένο πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ.
Ο γαλλικός CAC 40 ανέτρεψε επίσης τις πρώτες απώλειες, αν και υστερούσε σε σχέση με τα άλλα χρηματιστήρια. Ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν φάνηκε να παραδέχεται την Τρίτη ότι η απόφασή του να διεξαγάγει πρόωρες βουλευτικές εκλογές πέρυσι προκάλεσε προβλήματα στη χώρα.
“Βρισκόμαστε επίσης αντιμέτωποι με πολιτική αστάθεια, δεν είναι κάτι που αφορά μόνο τη Γαλλία, το βλέπουμε και μεταξύ των Γερμανών φίλων μας που μόλις διέλυσαν το κοινοβούλιό τους. Αλλά αυτό μας ανησυχεί δικαιολογημένα”, δήλωσε ο Μακρόν στην πρωτοχρονιάτικη ομιλία του.
“Πρέπει να παραδεχτώ απόψε ότι η διάλυση [του κοινοβουλίου] έφερε, προς το παρόν, περισσότερες διαιρέσεις στην Εθνοσυνέλευση παρά λύσεις για τους Γάλλους”, πρόσθεσε.
Στο ταμπλό, ο πανευρωπαϊκός δείκτης κέρδισε 0,60%, στις 510,67 μονάδες.
Ο γερμανικός DAX σημείωσε άνοδο 0,58% στις 20.024,66, ξεπερνώντας και πάλι το ψυχολογικό επίπεδο των 20.000 μονάδων.
Ο γαλλικός CAC κέρδισε 0,18% στις 7.393,76 μονάδες, ενώ ο βρετανικός FTSE 100 σημείωσε κέρδη 1,07% στις 8.260,09 μονάδες.
Στην περιφέρεια ο ιταλικός FTSE MIB κατέγραψε άνοδο 0,55%, ενώ ο ισπανικός IBEX 35 κέρδισε 0,71%.
Η μεταποιητική δραστηριότητα υποχώρησε τον Δεκέμβριο στη Γερμανία και τη Γαλλία, αποδεικνύοντας το υποτονικό κλίμα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της ευρωζώνης.
Τα στοιχεία έδειξαν ότι η δραστηριότητα των εργοστασίων στην ευρωζώνη συνέχισε να συρρικνώνεται και τον Δεκέμβριο, χωρίς σημάδια κάποιας ανάκαμψης στον ορατό ορίζοντα.
Ειδικότερα, η τελική μέτρηση του δείκτη υπευθύνων παραγγελιών (Purchasing Managers’ Index – PMI) της Εμπορικής τράπεζας του Αμβούργου (HCOB) που καταρτίζει η S&P Global διαμορφώθηκε στο 45,1, οριακά χαμηλότερα και από την προκαταρκτική μέτρηση (45,2). Σημειώνεται ότι το 50 διαχωρίζει τις περιοχές ανάπτυξης και συρρίκνωσης, με τη μεταποιητική δραστηριότητα στην ευρωζώνη να συρρικνώνεται σταθερά από τα μέσα του 2022 και μετά.
Η νέα κάμψη του δείκτη ήρθε με τη μεταποιητική ύφεση να διατηρείται σταθερά στις τρεις μεγαλύτερες οικονομίες της νομισματικής ένωσης, τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ιταλία, ενώ αντίθετα η Ισπανία εξέπληξε με στιβαρή ανάπτυξη στο 53,3 όπως και η Ελλάδα στο 53,2. Η Γερμανία, ωστόσο, διολίσθησε σε χαμηλό τριών μηνών με 42,5 και η Γαλλία σε χαμηλό 55 μηνών με 41,9.
Οι αγορές θα εστιάσουν τους επόμενους μήνες την προσοχή τους στη νέα κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος ξεκινά τη δεύτερη θητεία του στις 20 Ιανουαρίου, και στις πολιτικές που θα εφαρμόσει στο εμπόριο. Ο εκλεγμένος πρόεδρος έχει προειδοποιήσει πολλές φορές ότι θα επιβάλει υψηλούς δασμούς σε ευρωπαϊκά προϊόντα, κάτι που όπως εκτιμούν αρκετοί αναλυτές, θα μπορούσε να οδηγήσει σε ύφεση την ευρωπαϊκή οικονομία.
Την προσοχή των επενδυτών θα συγκεντρώσουν και οι επόμενες κινήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μετά τις τέσσερις μειώσεις των επιτοκίων της το 2024, κατά συνολικά 100 μονάδες βάσης. Οι αναλυτές περιμένουν η ΕΚΤ να συνεχίσει τις μειώσεις των επιτοκίων της το 2025, καθώς ο πληθωρισμός έχει επιβραδύνει κοντά στο στόχο του 2% και η ζώνη του ευρώ ήδη φλερτάρει με την ύφεση.
Στις αγορές συναλλάγματος, τόσο η λίρα όσο και το ευρώ σημείωσαν πτώση έναντι ενός ενισχυμένου δολαρίου. Η βρετανική λίρα έφτασε στο χαμηλότερο επίπεδό της έναντι του δολαρίου από τον Απρίλιο του 2024 και υποχωρούσε κατά 1,17% στα 1,237 δολάρια.
Το ευρώ υποχώρησε κατά 1% στα 1,025 δολάρια, το χαμηλότερο επίπεδό του από τον Νοέμβριο του 2022.