Alpha Bank: Από ποιους παράγοντες θα εξαρτηθεί ο ελληνικός πληθωρισμός

Σε οριακά αρνητικό επίπεδο διαμορφώθηκε ο πληθωρισμός στην Ελλάδα παρά τη σταδιακή αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας και την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας με βάση τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή της Eurostat, ήτοι στο -0,3% σε ετήσια βάση, για πρώτη φορά την τελευταία τριετία (από τον Νοέμβριο του 2016), ενώ σημείωσε άνοδο μόλις 0,5 εκατοστιαίων μονάδων κατά μέσο όρο στους πρώτους δέκα μήνες του έτους, όπως σημειώνει η Alpha Bank στο εβδομαδιαία οικονομικό της δελτίο.

Σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (European Economic Forecast, Autumn 2019), ο πληθωρισμός στην Ελλάδα αναμένεται να διαμορφωθεί στο 0,5% το 2019 και 0,6% το 2020.

Οι εν λόγω προβλέψεις είναι μειωμένες σε σύγκριση με τις αντίστοιχες καλοκαιρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2019: 0,8%, 2020: 0,8%), γεγονός που αποδίδεται στις μειώσεις των συντελεστών ΦΠΑ που εφαρμόζονται από το δεύτερο τρίμηνο του έτους, αλλά και στις μικρότερες από τις αναμενόμενες αυξήσεις της τιμής του πετρελαίου. Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προβλέπει για το 2021 άνοδο του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή κατά 0,9%, η οποία θα στηριχθεί στην ανάκαμψη της εγχώριας δαπάνης, καθώς και στον πληθωριστικό αντίκτυπο των αναπτυξιακών μέτρων της φορολογικής πολιτικής και των μέτρων κοινωνικής προστασίας που περιλαμβάνονται στο Προσχέδιο του Προϋπολογισμού του 2020.

Καταγράφοντας τα δεδομένα η Alpha Bank σημειώνει ότι η διαφορά ανάμεσα στο πραγματικό και το δυνητικό ΑΕΠ παραμένει αρνητική, αλλά σταδιακά συρρικνώνεται και ως εκ τούτου, η επίδραση στον πληθωρισμό διατηρείται σε αρνητικό έδαφος, αλλά σε μικρότερο βαθμό σε σχέση με τα προηγούμενα έτη. Το παραγωγικό κενό αντανακλά την ένταση των πληθωριστικών πιέσεων στην οικονομία, αφού όταν αυτό είναι θετικό, αυξάνονται οι πληθωριστικές πιέσεις, ως αποτέλεσμα της ενισχυμένης ζήτησης. Παρά την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας το 2018, το παραγωγικό κενό παρέμεινε αρνητικό και σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις, θα παραμείνει αρνητικό και το 2019 (ΔΝΤ, Ε. Επιτροπή: -4,6%). Μέχρι το 2021, ωστόσο, η απόσταση μεταξύ δυνητικού και πραγματικού ΑΕΠ αναμένεται σταδιακά να προσεγγίσει το μηδέν (Ε. Επιτροπή, 2020: -2,2%, 2021: -0,4%).

H ενίσχυση του πληθωρισμού, ως αποτέλεσμα της αναθέρμανσης της οικονομίας, είναι πολύ πιθανό να είναι ακόμη πιο ισχυρή στην περίπτωση της Ελλάδος και για έναν ακόμη λόγο: εξαιτίας της αρνητικής σχέσης μεταξύ του δομικού πληθωρισμού και του ποσοστού ανεργίας, γνωστή ως Phillips curve, για την Ελλάδα και την Ευρωζώνη αντίστοιχα, στο δείγμα της περιόδου των δύο τελευταίων δύο δεκαετιών.

Όπως παρατηρείται, η γραμμή παλινδρόμησης που αναπαριστά την αρνητική σχέση των δύο μεγεθών στην Ελλάδα έχει μεγαλύτερη κλίση σε σύγκριση με την Ευρωζώνη, γεγονός που συνεπάγεται ότι η αυξητική αντίδραση του πληθωρισμού, καθώς μειώνεται η ανεργία, αναμένεται να είναι ισχυρότερη.

Επιπλέον, η χαμηλότερη τιμή του πετρελαίου από το 2018, έχει πτωτική επίδραση στον πληθωρισμό. Ενδεικτικό είναι ότι η τιμή του Brent τον Οκτώβριο του 2019 σε σχέση με τον Οκτώβριο του 2018 έχει υποστεί μείωση κατά 26%, ενώ η τιμή του τον ίδιο μήνα διαμορφώθηκε στα 59,6 $/βαρέλι, αισθητά χαμηλότερη από τον μέσο όρο του πρώτου εξαμήνου του 2019 (66,1 $/βαρέλι).

Στην τελευταία έκδοση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (European Economic Forecast, Autumn 2019) οι προβλέψεις για τη τιμή του πετρελαίου αναθεωρήθηκαν σημαντικά προς τα κάτω και προβλέπουν ότι η τιμή του πετρελαίου αναμένεται να συνεχίσει την καθοδική πορεία. Συγκεκριμένα για το 2019 προβλέπεται 63,3 δολάρια/βαρέλι, 57,4 δολάρια/βαρέλι για το 2020 και 56,1 δολάρια/βαρέλι για το 2021. Αντίθετα, οι αντίστοιχες προβλέψεις που είχαν εκδοθεί την άνοιξη του 2019 ήταν 80,6 δολάρια/βαρέλι για το 2019 και 76,7 δολάρια/βαρέλι για το 2020.

Εκτός από τους δύο ανωτέρω παράγοντες, ο ελληνικός πληθωρισμός επηρεάζεται από τις αλλαγές στην φορολογική πολιτική. Σε βραχύ χρονικό ορίζοντα, η επίδραση αυτή είναι μειωτική εξαιτίας της μετάπτωσης σε χαμηλότερο συντελεστή ΦΠΑ της εστίασης και της ενέργειας από το Μάιο. O Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή καταγράφει πτώση, σε ετήσια βάση, από τον Μάιο και έπειτα και μάλιστα πέρασε σε αρνητικό έδαφος τον Οκτώβριο, ενώ ο αντίστοιχος δείκτης με σταθερούς φορολογικούς συντελεστές, απαλλαγμένος δηλαδή από την επίδραση της φορολογίας, αυξήθηκε με ταχύτερο ρυθμό ίσο με 1,4% κατά μέσο όρο στους τελευταίους έξι μήνες.

Σε μεσοχρόνιο ορίζοντα, ωστόσο, το νέο πλαίσιο φορολογίας αναμένεται να έχει αυξητική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα, καθώς έχει επεκτατικό χαρακτήρα και ως εκ τούτου μειώνει σημαντικά το παραγωγικό κενό. Συγκεκριμένα, οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις του Προϋπολογισμού 2020 στοχεύουν στην επιτάχυνση της αναπτυξιακής πορείας της ελληνικής οικονομίας, μέσω ενός σχεδίου φορολογικών μεταρρυθμίσεων και κοινωνικών παρεμβάσεων που αποσκοπεί στην ενδυνάμωση του διαθεσίμου εισοδήματος και στη διαμόρφωση ενός φιλικότερου περιβάλλοντος προς τον επιχειρηματικό τομέα.

Τα φορολογικά μέτρα που αναμένεται να ψηφισθούν, σε συνδυασμό με τις πρόσθετες φορολογικές ελαφρύνσεις που προτίθεται η κυβέρνηση να προωθήσει, όπως η νέα μείωση του ΕΝΦΙΑ το 2021, μετά τη μείωση κατά 22% μεσοσταθμικά που πραγματοποιήθηκε φέτος και η μείωση των συντελεστών ΦΠΑ από 24% σε 22% και από 13% σε 11% έως το 2023, θα επιφέρουν μεν μια τεχνητή μείωση για ένα χρόνο, αλλά μεσοπρόθεσμα εκτιμάται ότι θα έχουν θετική επίδραση στον πληθωρισμό, καθώς θα αυξήσουν το διαθέσιμο εισόδημα, σημειώνει η Alpha Bank.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα