26χρονη Βρετανίδα υιοθέτησε 14 παιδιά από την Τανζανία

Η 26χρονη Λέττι Μακ Μάστερ ήταν μόλις 18 ετών όταν ένα ταξίδι διάρκειας ενός μήνα για εθελοντική εργασία σε κάποιο ορφανοτροφείο της Αφρικής άλλαξε τη ζωή της για πάντα.

Επτά χρόνια μετά, ζει με τα παιδιά -αφού έγινε νόμιμος κηδεμόνας και για τα εννέα καθώς και για πέντε ακόμη που βρήκε στους δρόμους- σε ένα ασφαλές σπίτι που διευθύνει η ίδια:

«Αυτά τα παιδιά είναι όλη μου η ζωή, τα μεγαλώνω μόνη μου και μου δίνουν τη δύναμη που χρειάζομαι για να τα βγάζω πέρα με τα πάντα κατά τις ατέλειωτες ώρες που απασχολούμαι μαζί τους. Είχα πάντα στο μυαλό μου ότι ήθελα να βοηθήσω τα παιδιά του δρόμου, οπότε η οικογένεια και οι φίλοι μου δεν παραξενεύτηκαν με την επιλογή μου, αλλά ποτέ δεν περίμενα να φθάσω να κάνω όλα αυτά.

Είμαι η γονεϊκή φιγούρα στο σπίτι – μερικά από τα μικρά αγόρια που δεν είχαν ποτέ γονέα με βλέπουν ως μαμά τους, αλλά τα περισσότερα με βλέπουν περισσότερο ως μεγάλη αδερφή, καθώς δεν είμαι τόσο μεγαλύτερη από κάποια από αυτά. Είμαι σαν οποιαδήποτε μαμά που μεγαλώνει εφήβους – έχω δεσμευθεί απέναντί τους και αισθάνομαι ευλογημένη που έχω δύο οικογένειες!».

Το ταξίδι που άλλαξε τη μοίρα των παιδιών

Η Λέττι μόλις είχε ολοκληρώσει το Λύκειο το 2013 όταν ταξίδεψε στην Τανζανία προκειμένου να προσφέρει εθελοντικά τις υπηρεσίες της σε ορφανοτροφείο για έναν μήνα, πριν επιστρέψει στην Αγγλία για το Πανεπιστήμιο.

Ωστόσο όταν διαπίστωσε πως τα παιδιά κακοποιούνταν σωματικά και ψυχικά, ότι το προσωπικό τους έδινε φαγητό μόνο μία φορά την ημέρα και πως τσέπωνε τα μετρητά που δωρίζονταν από τους τουρίστες για την εκπαίδευσή τους, όλη της η έννοια επικεντρώθηκε στο πώς τα έσωζε από αυτή τη ζωή: 

«Επέλεξα να ταξιδέψω στην Τανζανία αφού είδα στοιχεία που μαρτυρούσαν πως εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά ζουν εκεί στους δρόμους. Ο εθελοντισμός και η επιθυμία μου να βοηθήσω τα παιδιά που ζούσαν στο ορφανοτροφείο είναι ο λόγος που τα έκανα όλα αυτά.

Είδα την τρομερά επιζήμια επίδραση που είχε πάνω τους το ορφανοτροφείο και πως η παραμονή τους εκεί τροφοδοτούσε έναν συνεχή κύκλο κακοποίησης. Πολλά ορφανοτροφεία είναι έτσι – όλα έχουν να κάνουν με το χρήμα και στην ουσία με την εκμετάλλευση των παιδιών.

Εκείνα, βέβαια, δεν το καταλαβαίνουν και είμαι σίγουρη ότι και οι Δυτικοί δεν είχαν ιδέα – νόμιζαν ότι βοηθούσαν με τις χρηματικές δωρεές, αλλά στην πραγματικότητα τα χρήματα προκάλεσαν μεγάλη ζημιά», λέει η Λέττι και συνεχίζει: 

«Η κακοποίηση που υπέστησαν τα παιδιά στο ορφανοτροφείο ήταν τρομακτική, είδα πολύ γρήγορα τις συνέπειες που είχε πάνω τους και ήξερα ότι κάτι πρέπει να αλλάξει. Δεν μπορούσα να τα αφήσω σε αυτήν την κατάσταση, οπότε ο νέος στόχος μου ήταν να φτιάξω ένα οικογενειακό σπίτι γι’ αυτά».

Η Λέττι έμεινε στο ορφανοτροφείο και κοντά στα παιδιά αντί για ένα μήνα, τρία χρόνια.

Όταν το ορφανοτροφείο έκλεισε το 2016, η Λέττι αγωνίστηκε για να της παραχωρηθεί το δικαίωμα να δημιουργήσει ένα δικό της ασφαλές σπίτι, στην Iringa, για τα εννέα παιδιά που θα έμεναν άστεγα.

Ίδρυσε το Street Children Iringa ως φιλανθρωπικό ίδρυμα με έδρα στο Ηνωμένο Βασίλειο και πήρε άλλα πέντε παιδιά στο σπίτι της κυριολεκτικά μέσα από τους δρόμους. Κανένα από τα παιδιά αυτά δεν φοιτούσε τότε στο σχολείο και όλα τους ζούσαν μεταξύ δρόμων και ορφανοτροφείου όταν τα γνώρισε για πρώτη φορά…

Μία περήφανη «μαμά»

Ένα από τα αγόρια της, ο Ιλάι, βρέθηκε στους δρόμους στην καρδιά του χειμώνα φορώντας μόνο ένα μπλουζάκι – μόλις είχε πεθάνει η μητέρα του. Σήμερα βρίσκεται ανάμεσα στους 20 κορυφαίους μαθητές του έτους στο σχολείο του.

Ο 11χρόνος Φρεντ δεν είχε φάει για μέρες όταν η Λέττι τον βρήκε ημιλιπόθυμο από την πείνα μέσα σε μια χωματερή. Από τότε που μετακόμισε στο οικογενειακό σπίτι, το 2019, έγινε δεκτός σε μια ονομαστή ακαδημία ποδοσφαίρου.

Ο Ίντι, που είχε μείνει ορφανός και από τους δύο γονείς του όταν ήταν μόλις δύο ετών, είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στους δρόμους, μέσα στις συμμορίες και την παρανομία. Μετακόμισε στο οικογενειακό σπίτι το 2016 και σήμερα είναι ένας ταλαντούχος αθλητής πυγμαχίας και μουσικός, με τη μουσική του να παίζει σε τοπικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς.

«Αφού έχουν ένα μέρος να αποκαλούν “σπίτι”, όλοι τους έχουν πάει εξαιρετικά καλά τόσο στην εκπαίδευση όσο και σε κάθε πτυχή της ζωής τους. Ο Γκόσμπερθ είναι ένα από τα αγόρια που έχω φροντίσει τα τελευταία επτά χρόνια και τώρα σπουδάζει σε ένα από τα κορυφαία ιδιωτικά σχολεία της χώρας και είναι ο νούμερο ένα μαθητής του έτους.

Η Εύα είναι σήμερα 19 ετών και είναι πρόεδρος της χρονιάς της στο πανεπιστήμιο – τα πάει τόσο καλά και κάνει εθελοντική πρακτική άσκηση με μια διεθνή ΜΚΟ. Προφανώς, χρειάζεται χρόνος για να εξοικειωθούν με τη ζωή στο σπίτι από τη ζωή στο δρόμο και τις τραυματικές εμπειρίες και μπορεί να χρειαστεί λίγος καιρός για να προσαρμοσθούν στην οικογενειακή ζωή, τη ρουτίνα του σπιτιού και να αφήσουν πίσω τους τη συμπεριφορά του δρόμου…», λέει η περήφανη «μαμά» και συνεχίζει:

«Ο Ρατζάρλο μελετά για να γίνει ξεναγός στο εθνικό πάρκο, ενώ ο Πλσχόν και ο Ίντι έχουν ηχογραφήσει μουσική που παίζεται σε τοπικά ραδιόφωνα.

Το να βλέπω την πορεία τους, την αποφασιστικότητα και την επιτυχία τους, είναι αυτό που γέρνει τη ζυγαριά στο να συνεχίσω να κάνω ό,τι κάνω – επειδή αξίζει», λέει η Λέττι και συνεχίζει:

«Αποφάσισα ότι ήθελα να δημιουργήσω ένα μέρος για αυτά τα παιδιά που θα μπορούσαν να αποκαλούν “σπίτι”, όπου θα ήταν και θα αισθάνονταν ασφαλή, σε σταθερό περιβάλλον και αγαπημένα και δεν θα αντιμετωπίζονταν πλέον σαν να ήταν ζώα σε ζωολογικό κήπο.

Ήθελα να έχουν μια φυσιολογική οικογενειακή ζωή και η φιλανθρωπική οργάνωση βοήθησε ώστε να πληρώνεται το κόστος του σπιτιού και του φαγητού, καθώς και οι ιατρικές και εκπαιδευτικές ανάγκες».

Η Λέττι ζει στην Iringa με τα παιδιά εννέα μήνες το χρόνο και «μετακομίζει» στο Ηνωμένο Βασίλειο για τρεις μήνες προκειμένου να συγκεντρώσει χρήματα μέσω χορηγιών, εκδηλώσεων και ενός ετήσιου φιλανθρωπικού χορού.Συχνά εργάζεται για 12 ώρες, αλλά κατάφερε να αποφοιτήσει με πτυχίο Αναπτυξιακών Σπουδών από το Πανεπιστήμιο SOAS του Λονδίνου. Ακριβώς όπως οι μαμάδες και οι μπαμπάδες σε όλο τον κόσμο, κατάφερνε να στριμώχνει τις επαναλήψεις και τις εργασίες της μέσα σε λίγες ώρες αφού τα παιδιά πήγαιναν για ύπνο:

«Δεν μπορώ να περιγράψω μια κανονική μέρα – κάθε μία είναι διαφορετική. Ασχολούμαι συνήθως 12 ώρες την ημέρα, αν όχι και περισσότερο, ξυπνάω νωρίς, αλλά δεν πρόκειται να κοιμηθώ μέχρι πολύ αργά. Όταν όλοι έρχονται σπίτι από το σχολείο, έχουν τις δικές τους ιστορίες για να διηγηθούν και να κάνουν δουλειές στο σπίτι , προπόνηση σε αθλητικές δραστηριότητες και μουσική.

Είναι ένα εντελώς οικογενειακό σπίτι . Με βλέπουν σαν την μεγάλη τους αδερφή. Τους μεγάλωσα, έτσι αισθάνονται ότι είμαι ο γονέας τους και έπειτα οι δύο εργαζόμενες που έχω είναι σαν τις θείες τους. Θα ήθελα να έχω τα δικά μου παιδιά στο μέλλον, αλλά προφανώς η ζωή μου είναι τόσο πυρετώδης, που το να βγω ραντεβού δεν είναι κάτι που έχω χρόνο να σκεφτώ τώρα!», λέει η ίδια.

Η Λέττι λειτουργεί επίσης ένα «καταφύγιο», το οποίο ανοίγει τρεις ημέρες την εβδομάδα, για να παρέχει στα παιδιά του δρόμου ένα ασφαλές μέρος ώστε να έχουν πρόσβαση σε στέγη και τροφή.

Συνοδευόμενη από τα μεγαλύτερα αγόρια που ζουν στο σπίτι της, βγαίνει στους δρόμους τη νύχτα για να βρει άστεγα παιδιά που έχουν ανάγκη:

«Πάντα υπάρχουν περισσότερα παιδιά που χρειάζονται βοήθεια εδώ στην Τανζανία. Το πιο δύσκολο κομμάτι σε αυτό που κάνω είναι η εξασφάλιση χρηματοδότησης για την υποστήριξη όλων αυτών. Τα επόμενα πέντε χρόνια, το σχέδιό μου είναι να βοηθήσω όσο το δυνατόν περισσότερα από τα παιδιά που ζουν στους δρόμους.

Εάν αυτά τα παιδιά δεν έχουν μια καθοδήγηση , πολύ συχνά παγιδεύονται σε συμμορίες ή πέφτουν στα ναρκωτικά με κίνδυνο να μπουν στη φυλακή ή ακόμη χειρότερα να καταλήξουν νεκρά. Όσο περισσότερες δωρεές μπορεί να πάρει η φιλανθρωπική οργάνωση, τόσο περισσότερα παιδιά και νεαροί ενήλικες θα μπορούν να έχουν μια καλή ζωή μακριά από τους δρόμους…».

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα