Ψυχοπαθολογία και αδιέξοδα:Πώς μια θρησκεία φτάνει να φορά στους ανθρώπους γιλέκα;

Άρθρο της Δάφνης Καλογεροπούλου

1709_kervan (1)

Στο ερώτημα του αν ή όχι επιθέσεις όπως εκείνη των Βρυξελλών αντικατοπτρίζουν φαινόμενα ψυχοπαθολογίας, ερχόμαστε, συχνά, σε σύγχυση. Θεωρείται, δηλαδή, ότι εφόσον μιλάμε για πόλεμο, εφόσον ένας βομβιστής είναι εκτελεστικό όργανό αυτού του πολέμου και εφόσον ο συγκεκριμένος καταφέρνει με ψυχραιμία και επαγγελματισμό να φέρει εις πέρας την αποστολή του, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ψυχικά ισορροπημένος.

Φυσικά, υπάρχουν τρομερά νοητικά και επιστημονικά αδιέξοδα στην προσέγγιση αυτή, αλλά εξίσου δύσκολο είναι το να προβεί κανείς σε συμπεράσματα εφόσον μιλάμε για ένα διαφορετικό πλαίσιο από εκείνο του δυτικού κόσμου, μια διαφορετική θρησκεία, με  διαφορετικές αξιακές και άλλες καταβολές, κτλ. Ωστόσο, είναι αναγκαίο μπροστά σε τέτοια περιστατικά να στραφούμε προς τα μέσα και να εντείνουμε ακόμα περισσότερο τις προσπάθειές μας για κατανόηση.

Όπως κάθε ειδικός της ψυχικής υγείας μαθαίνει στα πρώτα του στάδια, ο όρος «ψυχοπαθολογία» ορίζεται με βάση «τη νόρμα», με βάση δηλαδή το πόσο ένας άνθρωπος αποκλίνει του μέσου όρου. Σε περιπτώσεις, λοιπόν, που μιλάμε για πολέμους , χειραγώγηση λαών και επιθέσεις θρησκευτικών κινημάτων, είναι προφανές πως εκεί η «νόρμα» αντιστρέφεται: Εκεί η πλειοψηφία των ανθρώπων εξιδανικεύει την επιθετικότητα και όσοι αποκλίνουν από αυτήν θεωρούνται «λιποτάκτες».

Επομένως, οι όροι «ψυχοπαθολογία» ή «συλλογική ψυχοπαθολογία» όπως συμβατικά τους εννοούμε, αποκτούν άλλη διάσταση. Ωστόσο, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως ένας λαός- οποιοσδήποτε λαός- δεν παρουσιάζει ψυχικά συμπτώματα και σύνδρομα και μόνο από την εμπλοκή του σε οποιαδήποτε μορφή βίας; (Εμείς σα λαός ακόμα αυτά πληρώνουμε). Και αντίστροφα, θα μπορούσε η εμπλοκή ενός πληθυσμού σε φαινόμενα βίας, να μην καθρεφτίζει τον αντίστοιχο συλλογικό ή ατομικό ψυχικό πόλεμο;

Στην οικογενειακή ψυχολογία διαπιστώνεται, συχνά, πως το αντιδραστικό παιδί μιας οικογένειας, εκείνο που φαίνεται να παρουσιάζει και τα πιο τρανταχτά συμπτώματα, δεν είναι παρά ένας καθρέφτης του οικογενειακού συμπλέγματος. Συνήθως με την αντίδρασή του προσπαθεί να γίνει αντιληπτό, πασχίζει να το ακούσουν και να υπερβεί την άρνηση της οικογένειας μπροστά στο ίδιο το σύμπλεγμα.

Μάλιστα, τις περισσότερες φορές όσο μεγαλύτερη είναι αυτή η άρνηση, τόσο πιο ακραία παρουσιάζεται και η αντιδραστική συμπεριφορά. Και τα αναφέρω αυτά για να παρομοιάσω την ανθρωπότητα με μια τέτοια μεγάλη συμπλεγματική οικογένεια. Διότι είναι προφανές πως οι απαντήσεις δεν βρίσκονται στην συστηματοποίηση των στρατοκρατικών μέτρων, ώστε να καταφέρουμε να διατηρήσουμε αυτό το καθεστώς άρνησης. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός της ψυχικής υγείας για να ξέρει πως οι αυταρχικές λύσεις μονάχα εντείνουν τα επαναστατικά φαινόμενα.
Όσον αφορά στο κεφάλαιο «φανατισμός» δεν θα μπορούσαμε να παραβλέψουμε πως πολλές του μορφές πίσω απ’ το θεωρητικό τους προσωπείο έχουν τις ρίζες τους στην οργή, στον φόβο, στο αίσθημα αδικίας κτλ., όμως, παραπάνω απ’ οτιδήποτε, στον πόνο. (Συμβατικά, ας θυμηθούμε τον δικό μας φανατισμό απέναντι στην Τουρκία, ο οποίος για πολλά χρόνια ήταν έκδηλος στις ιστορίες των μεγάλων ανθρώπων, στη λογοτεχνία, στα έργα τέχνης, ακόμα και στα σχολικά βιβλία ιστορίας- με όλες τις διαστρεβλώσεις που προκύπτουν όταν ακούγεται μονάχα η μία σκοπιά. Δεν ήταν παρά μια προσπάθεια διαχείρισης του αβάσταχτου ατομικού και συλλογικού πόνου για τα αμέτρητα χρόνια σκλαβιάς, για την Καταστροφή, το ξερίζωμα και τον σφαγιασμό των ανθρώπων μας , την αρπαγή όλων όσων θεωρούσαμε πως μας ανήκαν, κτλ.

Παρόλο που εδώ το πλαίσιο είναι διαφορετικό, θα μπορούσαμε να πούμε πως όπως και κάθε άλλο αξιακό σύστημα και «η θρησκεία» είναι μια «εκλογίκευση» της ίδιας μας της συλλογικής ψυχικής δομής- τρόπος, δηλαδή, με τον οποίο δικαιολογούμε τα δομικά μας χαρακτηριστικά, τις ψυχικές μας διεργασίες, αλλά κυρίως τα τραύματα μας (συλλογικά και ατομικά) για να μην έρθουμε σε επαφή με αυτά.

Κάθε αξιακό σύστημα λειτουργεί σαν ένα κάστρο που χτίζεται γύρω απ’ όλα όσα προστατεύουμε. Σίγουρα ένα δεκαοχτάχρονο παιδί που στρατεύεται για να γίνει βομβιστής, δεν έχει την ίδια ψυχική δομή με αυτόν που χειραγωγεί τα παιδιά αυτά, αλλά όπως συχνά συμβαίνει και όπως μας διδάσκει «η ψυχολογία των μαζών» ένα κίνημα μπορεί να αποτελεί διέξοδο για ποικίλες μορφές ψυχικών διεργασιών (πολλές φορές συμπληρωματικών μεταξύ τους). Αν προσθέσουμε σε όλα αυτά τα μακρά και ασύλληπτα ιστορικά κακοποίησης των Μουσουλμάνων, μια κακοποίηση που δεν είναι μόνο τρόπος διαπαιδαγώγησης, αλλά είναι ένας εξιδανικευμένος τρόπος ύπαρξης (όσο πιο πολύ κακοποιείται ένα παιδί τόσο περισσότερο θα σκληρύνει και θα υπηρετήσει γενναία τη θρησκεία του)  καταλαβαίνουμε ότι η λέξη «θρησκευτικός φανατισμός» δεν είναι παρά μια επιφανειακή ερμηνεία του τι πραγματικά συμβαίνει.

Το τι συμβολίζει η δική μας θρησκεία για τους Μουσουλμάνους, το πόσος απωθημένος φόβος πρέπει να υποβόσκει μέσα τους για τον αντίστοιχο ακραίο δικό μας χριστιανικό φανατισμό (που τόσο γρήγορα ξεχάστηκε) ή –θα έλεγε ο Φρόυντ- για την αντιστοιχη δική μας σεξουαλική απελευθέρωση (την οποία ασυνείδητα πασχίζει κανείς να αφανίσει), το ποιοί ψυχικοί μηχανισμοί μεσολαβούν προκειμένου κανείς να θεωρεί υγεία και ηρωισμό τον αφανισμό του διαφορετικού και το τι βρίσκεται πίσω απ’ την άκριτη υποταγή στον «Ένα και Μοναδικό Θεό του Ισλάμ» (που όπως και ο δικός μας θεός, αποκτούν χαρακτηριστικά μιας πελώριας, αυταρχικής, γονεϊκής φιγούρας), είναι σύνθετα θέματα για άλλο άρθρο).

Τελικά, πως μια θρησκεία φτάνει στο σημείο να φορά στους ανθρώπους γιλέκα; Η απάντηση, ίσως, να απευθύνεται περισσότερο στους ειδικούς της ψυχικής υγείας: Θεωρούμε, δηλαδή, πιο υγειές το να πετά κανείς βόμβες από ψηλά χωρίς να βλέπει τα θύματα ή το να μετατρέπει τους ανθρώπους σε σαπούνια και ύστερα να συνεχίζει να ζει κανονικά –όχι μόνο χωρίς ενοχές, όχι μόνο σε πλήρη άρνηση, αλλά εξιδανικεύοντας τις ίδιες του τις πράξεις; Ή είναι πιο ευθύ το να καταστρέφει κανείς και τον εαυτό του μαζί με τους άλλους, βάζοντας, δηλαδή, στο αξιακό του σύστημα μια μορφή κάθαρσης- απενοχοποίησης, για όσα έκανε; Ποιος είναι πιο κοντά στη συνείδηση-συνειδητοποίηση, σε μεγαλύτερη επαφή με την πραγματικότητα;

Φυσικά, όσο περισσότερο γράφω τόσο πιο πολλά αδιέξοδα συναντώ και για να μην παρερμηνευτώ, δεν επιθυμώ να δικαιολογήσω τις τρομοκρατικές επιθέσεις. Προκειμένου, όμως, εκείνες να μειωθούν σε συχνότητα και ένταση- αν όχι να εξαλειφθούν- είναι αναγκαίο να κατανοήσουμε τη σημασία που έχει η διαλλακτικότητα της απέναντι πλευράς. Αν υπάρχει ελπίδα, ίσως, αυτή να βρίσκεται στην ικανότητα της Δύσης να ακούσει. Να αναθεωρήσει, να επαναπροσδιορίσει, να αλλάξει στάση πρώτα η ίδια, όπως ο διαλλακτικός γονιός που ψάχνει λύσεις στην προσωπική του διεύρυνση, αντί να προσπαθεί να διορθώσει το παιδί του. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε πως κάθε πόλεμος έχει πάντα δύο στρατόπεδα και κάθε αντίσταση, όπως όλοι ξέρουμε, προϋποθέτει εξ ορισμού την αντίστοιχη αντίρροπη δύναμή της.
Για να μην μακρηγορώ, είναι προφανές πως το άρθρο αυτό είναι ακόμα μια επιφανειακή και γενικευμένη προσπάθεια κατανόησης του ακατανόητου. Αλλά όπως και να έχει παραπάνω από ποτέ είναι αναγκαία η αναμόρφωση μεταξύ άλλων και του συστήματος ψυχικής υγείας, ώστε να βρεθούν πιο εποικοδομητικοί τρόποι διαχείρισης του ανθρώπινου πόνου -όχι μόνο για να μαζεύουμε κάθε φορά τα ψυχικά συντρίμμια των εκάστοτε θυμάτων, αλλά και για να προλαβαίνουμε καταστάσεις. Άραγε, όσα συνέβησαν, δεν αντικατοπτρίζουν και μια αποτυχία του συστήματος αυτού να κατευνάσει τις εξουσιαστικές δυτικές τάσεις – ωστέ να μην προκαλούν τέτοιο αντίκτυπο- τον αυταρχικό δογματισμό, την επιθετικότητα, τα επεκτατικά σύνδρομα και να οδηγήσει τους ανθρώπους προς την ενότητα; Αν δεν είναι δική μας δουλειά αυτό, τότε ποιανού είναι;

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα