Φρ.Κουτεντάκης: Δεν υπάρχουν περιθώρια μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων

Δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων, ξεκαθαρίζει ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης, επικεφαλής του γραφείου προϋπολογισμού της Βουλής, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Συγκεκριμένα, αν και σημειώνει ότι το ακριβές ύψος τους μπορεί και πρέπει να συζητηθεί, εντούτοις προσθέτει ότι “είναι μια αναγκαιότητα που υπαγορεύεται από τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους. Συνεπώς δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια μείωσής τους”. Υπογραμμίζει, ωστόσο, ότι “ακόμη και με δεδομένους τους υψηλούς στόχους πλεονασμάτων φαίνεται να υπάρχει δημοσιονομικός χώρος που επιτρέπει τη μείωση κάποιων φορολογικών συντελεστών είτε την επέκταση της κοινωνικής προστασίας είτε και τη βελτίωση των δημοσίων υπηρεσιών”. Και όπως χαρακτηριστικά λέει: “η κατανομή αυτού του δημοσιονομικού χώρου και η επακόλουθη διαμόρφωση του μίγματος είναι θέμα πολιτικής επιλογής”.

Σε άλλο σημείο, ο κ. Κουτεντάκης, αναφερόμενος στην επόμενη ημέρα μετά το πρόγραμμα, σημειώνει ότι “με το τέλος του προγράμματος δεν θα πάψουν να ισχύουν δημοσιονομικοί περιορισμοί”.

Μιλώντας τέλος για το θέμα της μείωσης φορολογικών συντελεστών το συνδέει ευθέως με τη φορολογική συμμόρφωση των πολιτών λέγοντας ότι “η βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης δημιουργεί αντικειμενικά περιθώρια μείωσης φορολογικών συντελεστών χωρίς απώλεια εσόδων”.

Αναλυτικά η συνέντευξη:

Σε περίπου τρεις μήνες από σήμερα ολοκληρώνεται το τρίτο πρόγραμμα χρηματοδότησης της χώρας από τους δανειστές. Μετά από οκτώ χρόνια μνημονίων η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε θέση να πατήσει σταθερά στα πόδια της;

Η ελληνική οικονομία φαίνεται να ανακάμπτει, όπως δείχνουν το ΑΕΠ, η απασχόληση και άλλες οικονομικές μεταβλητές που καταγράφονται στην έκθεση. Ωστόσο η ανάκαμψη είναι εύθραυστη και θα πρέπει να προστατευθεί αποφεύγοντας ενέργειες που δημιουργούν αβεβαιότητες. Η τέταρτη αξιολόγηση και η ρύθμιση για το χρέος πρέπει να ολοκληρωθούν χωρίς καθυστερήσεις. Από εκεί και πέρα το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης επιστρέφει στο εσωτερικό της χώρας όπου θα πρέπει να καθοριστούν οι μεσοπρόθεσμες κατευθύνσεις της οικονομικής πολιτικής. Κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχει άλλη επιλογή από το να διασφαλιστεί ότι η χώρα δεν θα ξαναβρεθεί σε παρόμοια κατάσταση.

Στην πρώτη σας έκθεση ως Συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή προειδοποιείτε ότι μετά το τέλος του προγράμματος δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού. Ποιες παγίδες πρέπει να αποφύγουν η σημερινή και οι μελλοντικές κυβερνήσεις;

Πρέπει να αποτελέσουν κοινό τόπο στην ανάλυση και στον οικονομικό σχεδιασμό τα εξής δύο σημεία: Πρώτον ότι βασική αιτία της κρίσης ήταν η αδυναμία ελέγχου των δημοσίων οικονομικών και δεύτερον ότι με το τέλος του προγράμματος δεν θα πάψουν να ισχύουν δημοσιονομικοί περιορισμοί.

Η διαδικασία προσαρμογής ήταν οδυνηρή αλλά οι μεταρρυθμίσεις του πλαισίου δημοσιονομικής διαχείρισης ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση και πρέπει να διατηρηθούν. Βασική προϋπόθεση για την ανάκαμψη της οικονομίας και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου είναι η διασφάλιση της δημοσιονομικής σταθερότητας.

Στην έκθεση τονίζετε την ανάγκη επίτευξης μιας ελάχιστης συμφωνίας μεταξύ των πολιτικών κομμάτων και των κοινωνικών φορέων σε ένα στρατηγικό σχέδιο μακράς πνοής για την επόμενη μέρα. Θεωρείτε ότι μπορεί να επιτευχθεί μια τέτοια ελάχιστη συνεννόηση μεταξύ των κομμάτων στις σημερινές συνθήκες πόλωσης που επικρατούν στο πολιτικό σκηνικό;

Οι βασικές προκλήσεις που διαπιστώνει η έκθεση είναι μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες: το υψηλό δημόσιο χρέος, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των ιδιωτών προς το Δημόσιο, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια προς τις τράπεζες και η συρρίκνωση του φυσικού και ανθρώπινου κεφαλαίου. Η αντιμετώπισή τους απαιτεί μακροχρόνιο σχεδιασμό που δεν θα λειτουργήσει αν ανατρέπεται με κάθε κυβερνητική αλλαγή. Συνεπώς απαιτείται μια ελάχιστη συναίνεση για τις γενικές κατευθύνσεις. Προφανώς, θα υπάρχουν διαφορετικές απόψεις για την οικονομία και την πολιτική όπως πρέπει να υπάρχουν και να αντιπαρατίθενται σε ένα γόνιμο δημόσιο διάλογο.

Στην έκθεση επισημαίνετε ότι τα υπερπλεονάσματα ισοδυναμούν με την υιοθέτηση υπέρ του δέοντος περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής. Κατά την άποψή σας χρειάζεται αλλαγή του μείγματος οικονομικής πολιτικής ή και αλλαγή των υψηλών στόχων για τα πλεονάσματα τα επόμενα χρόνια;

Η δημοσιονομική σταθεροποίηση είχε και έχει σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό κόστος για τους πολίτες της χώρας καθώς όσο υψηλότερο το πρωτογενές πλεόνασμα τόσο περισσότεροι οι πόροι που αφαιρούνται από τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Για αυτό το ακριβές ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων μπορεί και πρέπει να συζητηθεί. Ωστόσο, τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα είναι μια αναγκαιότητα που υπαγορεύεται από τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους. Συνεπώς δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια μείωσής τους.

Όσον αφορά το μίγμα της δημοσιονομικής πολιτικής, επιτρέψτε μου να δώσω κάποια στοιχεία. Το 2009 είχαμε 10% πρωτογενές έλλειμμα και η Ευρωζώνη κοντά στο 3%, δηλαδή είχαμε εφτά μονάδες ΑΕΠ μεγαλύτερο έλλειμμα. Οι έξι από αυτές τις εφτά μονάδες οφείλονταν σε χαμηλότερα έσοδα και μόλις η μία μονάδα σε υψηλότερες δαπάνες (πάντα σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης). Αυτή η υστέρηση των εσόδων σε σχέση με την Ευρωζώνη ήταν διαχρονικό φαινόμενο – αντίθετα οι δαπάνες ήταν αρκετά χαμηλότερες.

Με απλά λόγια το δημοσιονομικό πρόβλημα της Ελλάδας δεν ήταν στην πλευρά των δαπανών αλλά των εσόδων. Δεν οδηγηθήκαμε στη χρεοκοπία επειδή το κράτος ξόδευε πολλά αλλά επειδή εισέπραττε λίγα. Συνεπώς ήταν μάλλον αυτονόητο η δημοσιονομική προσαρμογή να στηριχθεί περισσότερο στα έσοδα και λιγότερο στις δαπάνες. Σε όλη τη διάρκεια του προγράμματος, κάθε ποσοστιαία μονάδα ΑΕΠ μείωσης των δαπανών αντιστοιχούσε σε δύο με τρεις μονάδες αύξησης των εσόδων.

Ωστόσο, ακόμα και με δεδομένους τους υψηλούς στόχους πλεονασμάτων, φαίνεται να υπάρχει δημοσιονομικός χώρος που επιτρέπει είτε τη μείωση κάποιων φορολογικών συντελεστών είτε την επέκταση της κοινωνικής προστασίας και τη βελτίωση των δημόσιων υπηρεσιών. Η κατανομή αυτού του δημοσιονομικού χώρου και η επακόλουθη διαμόρφωση του μίγματος είναι θέμα πολιτικής επιλογής.

Στο νέο πλαίσιο εποπτείας για την Ελλάδα, το κρίσιμο ζητούμενο για τους δανειστές είναι ένα αποτελεσματικό σύστημα κινήτρων που θα εξασφαλίζει την υπεύθυνη στάση των μελλοντικών κυβερνήσεων, αναφέρετε χαρακτηριστικά στην έκθεση. Εκφράζετε, ωστόσο, σοβαρές επιφυλάξεις στην περίπτωση που τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους χαρακτηρίζονται από αιρεσιμότητα. Ποιος είναι ο κίνδυνος;

Όπως εξηγείται στην έκθεση, το βασικό πρόβλημα με τις αιρεσιμότητες είναι ότι δυσχεραίνουν την εκτίμηση των χρηματοδοτικών αναγκών του Ελληνικού Δημοσίου. Αν οι μελλοντικές υποχρεώσεις της χώρας αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και μεταβάλλονται ανάλογα με τις πολιτικές εξελίξεις ή τα οικονομικά στοιχεία που γίνονται γνωστά εκ των υστέρων, αυξάνεται κατακόρυφα η δυσκολία πρόβλεψης. Αυτή η αβεβαιότητα θα τιμολογηθεί στην αγορά ομολόγων και θα καταστήσει δαπανηρότερη την αποκατάσταση της κανονικής χρηματοδότησης του Ελληνικού Δημοσίου από τις ιδιωτικές αγορές. Δηλαδή υπονομεύει τον τελικό σκοπό του όλου εγχειρήματος.

Η έκθεσή σας χαρακτηρίστηκε από κάποιους ως “χλιαρή” και ότι δεν αναφέρεστε στην πιστοληπτική γραμμή, ούτε στην υπερφορολόγηση. Πώς απαντάτε;

Σκοπός της έκθεσης δεν είναι η δημιουργία εντυπώσεων και ειδήσεων αλλά η αναλυτική παρουσίαση της ελληνικής οικονομίας όπου κάθε διαπίστωση τεκμηριώνεται από επίσημα στοιχεία με πίνακες, διαγράμματα και παραπομπές στις αντίστοιχες πηγές. Αντιλαμβάνομαι ότι αυτή προσέγγιση μπορεί να φαίνεται σε κάποιους βαρετή, χλιαρή ή ακόμα και ακατανόητη αλλά είναι η επιστημονική μεθοδολογία οικονομικών εκθέσεων και αυτή θα ακολουθήσουμε.

Όσον αφορά την πιστωτική γραμμή, από τις μέχρι σήμερα εξελίξεις δεν φαίνεται να υπάρχει ως ενδεχόμενο στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η πιστωτική γραμμή χρειάζεται πιστωτές – ή τουλάχιστον εγγυητές – και κανένα κράτος-μέλος δεν έχει εκφράσει μέχρι σήμερα την πρόθεσή του να αναλάβει αυτό τον ρόλο.

Τέλος, η υπερφορολόγηση είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται συχνά στον πολιτικό λόγο και στον Τύπο αλλά για να αποκτήσει αυστηρό περιεχόμενο θα πρέπει να προσδιοριστεί ποιο είναι το σωστό επίπεδο φορολογίας. Αυτό το τελευταίο δύσκολα μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια, σίγουρα όμως δεν είναι εκείνο που επικρατούσε στα χρόνια προ της κρίσης. Όπως είδαμε προηγουμένως, η χώρα είχε ιστορική παράδοση στα χαμηλά δημόσια έσοδα. Πάντως η βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης δημιουργεί αντικειμενικά περιθώρια μείωσης φορολογικών συντελεστών χωρίς απώλεια εσόδων.

 

πηγή   ΑΠΕ-ΜΠΕ

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα