Site icon The Indicator

Σύριζα: Πρόταση εξεταστικής επιτροπής για σκάνδαλο εξοπλιστικών – Παπαντωνίου

Πρόταση σύστασης ειδικής επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, σε σχέση με όλες τις δικογραφίες που έχουν σταλεί στη Βουλή, ως προς τα εξοπλιστικά προγράμματα της περιόδου που ήταν υπουργός Αμύνης ο Γιάννος Παναντωνίου, κατέθεσεαν στη Βουλή, οι κοινοβουλευτικές ομάδες ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.

Το κείμενο της πρότασης:

Προς

Τη Βουλή των Ελλήνων

ΠΡΟΤΑΣΗ

Σύστασης ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης κατά το άρθρο 86 παρ. 3 του Συντάγματος, τα άρθρα 153 επ. του Κανονισμού της Βουλής και το άρθρο 5 του Ν. 3126/2003 περί της «Ποινικής Ευθύνης Υπουργών».

Εισαγωγικά

Τα εξοπλιστικά προγράμματα της χώρας αποτελούσαν ανέκαθεν πηγή κινδύνων για διαφθορά δομών και προσώπων. Τα παρακάτω αναφερόμενα εξοπλιστικά προγράμματα ανάγονται σε μία συνολικότερη περίοδο, κατά την οποία κορυφώθηκαν πράξεις και παραλείψεις του παλαιού πολιτικού συστήματος που οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία. Χρηματιστήριο, εξοπλιστικά, δομημένα ομόλογα, υπερβάσεις ολυμπιακών έργων, δανειοδότηση μέσων μαζικής ενημέρωσης και κομμάτων κτλ. συνέθεταν την εικόνα διαπλοκής και διαφθοράς.

Οι ευθύνες είναι πολιτικές και ποινικές.

Οι πολιτικές ευθύνες αποδίδονται από τον λαό-το εκλογικό σώμα.

Οι ποινικές ευθύνες αποδίδονται από τη δικαιοσύνη. Όμως το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο βρέθηκε να θωρακίζει τα πολιτικά πρόσωπα που «έβαλαν το δάκτυλο στο μέλι», με το ίδιο το Σύνταγμα, με νόμο περί ευθύνης υπουργών, αλλά και με την καθυστερημένη προώθηση σχετικών υποθέσεων στη δικαιοσύνη. Η απονομή στη Βουλή του αποκλειστικού δικαιώματος για τη άσκηση δίωξης όσων διατελούν ή έχουν διατελέσει μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για τα ποινικά αδικήματα που διαπράττουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους (άρθρο 86 παρ. 1 Συντάγματος και άρθρα 4 παρ. 1, 4 και 5 Ν. 3126/2003 «περί ποινικής ευθύνης Υπουργών») έχει όντως συγκεντρώσει πολλά επικριτικά σχόλια, εξαιτίας της ιδιαίτερης μεταχείρισης που επιφυλάσσεται στη συγκεκριμένη κατηγορία πολιτών. Αποδείχθηκε στην πράξη ότι οι συγκεκριμένες διατάξεις αποτυγχάνουν να αποδώσουν δικαιοσύνη, κυρίως λόγω της σκανδαλωδώς ταχείας παραγραφής που προβλέπεται.

Η Κυβέρνηση έχει δεσμευτεί για τη ριζική μεταβολή της νομοθεσίας για την ευθύνη των Υπουργών. Με την επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση, που είναι και ο μόνος δυνατός τρόπος αλλαγής του, το ειδικό αυτό καθεστώς πρέπει να καταργηθεί.

Χαρακτηριστική περίπτωση των ευνοϊκών συνεπειών που έχουν οι ισχύουσες διατάξεις για όσους βλάπτουν το δημόσιο συμφέρον φαίνονται να αποτελούν οι έξι (6) συναφείς μεταξύ των ποινικές δικογραφίες που διαβιβάστηκαν στη Βουλή και αφορούν όλες τον τ. Υπουργό Άμυνας Ιωάννη Παπαντωνίου, στον οποίο αποδίδονται με τα σχετικά βουλεύματα πράξεις απιστίας, από τις οποίες προήλθε πολύ μεγάλη οικονομική ζημία του ελληνικού δημοσίου.

Πρόκειται για αδικήματα που σχετίζονται με τους εξοπλισμούς της χώρας (προμήθεια 170 αρμάτων μάχης Leopard, 12 επιθετικών ελικοπτέρων Apache, 6 φραγμάτων τύπου «S», συστημάτων ηλεκτρονικού πολέμου και 20 μεταφορικών ελικοπτέρων NH90). Κάτω από κανονικές συνθήκες, ήτοι εάν δεν είχε μεσολαβήσει η παραγραφή την οποία εισάγει το άρθρο 86 του Συντάγματος, οι πράξεις και παραλείψεις που αποδίδονται στο συγκεκριμένο πρόσωπο θα μπορούσαν να εξεταστούν από τον φυσικό δικαστή και να αποδοθούν, εφόσον συντρέχουν ευθύνες, ενώ τώρα αυτή η εξέταση φαίνεται να κωλύεται, με εξαίρεση συνοδευτικές πράξεις για την ύπαρξη των οποίων υφίστανται ισχυρές ενδείξεις, όπως αναλύεται διεξοδικά στη συνέχεια αυτής της πρότασης.

Α. Με τα υπ’ αριθμ. πρωτοκόλλου 60518/3-8-2015, 92846/18-12-2015, 5687/21-1-2016, 56501/27.07.2016, 58095/11-8-2016, 98039/3-1-2017 έγγραφα των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων διαβιβάσθηκαν στη Βουλή αντίγραφα των με αριθμ. ΕΔ 2015/158, ΕΔ 2014/42, ΕΔ 2014/105, ΕΔ 2016/118, ΑΔ 2013/125, ΕΔ 2013/255 ποινικών δικογραφιών αντίστοιχα, προκειμένου να διερευνηθούν ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες προσώπου που κατείχε θέση Υπουργού, για αξιόποινες πράξεις που φέρεται να τέλεσε κατά την άσκηση των καθηκόντων του, στο πλαίσιο σύναψης συμβάσεων εξοπλιστικών προγραμμάτων του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας.

Ειδικότερα σύμφωνα με τα έγγραφα που διαβιβάσθηκαν στη Βουλή ο πρώην Υπουργός Ιωάννης Παπαντωνίου φέρεται να εμπλέκεται στα κάτωθι περιγραφόμενα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται από τον Ποινικό Κώδικα.

Ειδικότερα:

1. [ΑΒΜ ΕΔ 2015/158]

 

  1. [ΕΔ 2014/42]

 

  1. [ΕΔ 2014/105]

 

  1. [ΕΔ 2016/118]
  1. [ΑΔ 2013/125]

 

 

  1. [ΕΔ 2013/255]

 

Β. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το ίδιο πρόσωπο και συγκεκριμένα ο τότε Υπουργός Εθνικής Άμυνας Ιωάννης Παπαντωνίου φαίνεται να έχει συμμετοχή σε αριθμό αξιόποινων πράξεων (απιστίας κατά του δημοσίου πιθανώς και νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα).

Ως εκ τούτου συντρέχει λόγος για διερεύνηση επί τη βάσει των σχετικών εισαγγελικών παραγγελιών και μάλιστα από κοινού, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 129 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σύμφωνα με το οποίο:

Συναφή θεωρούνται μόνο τα εγκλήματα:

α) όσα γίνονται από το ίδιο πρόσωπο είτε συγχρόνως, είτε σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους, ή από πολλούς όχι συναίτιους στον ίδιο τόπο και χρόνο,

β) όσα γίνονται από πολλούς εναντίον αλλήλων, είτε συγχρόνως είτε σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους, και

γ) όσα γίνονται με σκοπό να διευκολύνουν ή να κάνουν πιο εύστοχη την εκτέλεση ή να αποκρύψουν ένα από αυτά.

Με βάση τον χρόνο τέλεσης του εγκλήματος της απιστίας κατά του δημοσίου, λεκτέα είναι τα ακόλουθα:

Κατά το άρθρο 86 παρ.3. του Συντάγματος: Πρόταση άσκησης δίωξης υποβάλλεται από τριάντα τουλάχιστον βουλευτές. Η Βουλή, με απόφασή της που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, συγκροτεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, διαφορετικά, η πρόταση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη. Το πόρισμα της επιτροπής του προηγούμενου εδαφίου εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής η οποία αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.
Η Βουλή μπορεί να ασκήσει την κατά την παράγραφο 1 αρμοδιότητά της μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος.

Με τη διαδικασία και την πλειοψηφία του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής η Βουλή μπορεί οποτεδήποτε να ανακαλεί την απόφασή της ή να αναστέλλει τη δίωξη, την προδικασία ή την κύρια διαδικασία.

Στην συγκεκριμένη περίπτωση τα εγκλήματα της απιστίας φέρεται να έχουν τελεστεί κατά το 2001 με 2004, ενώ η δεύτερη τακτική σύνοδος της ΙΑ βουλευτικής περιόδου (07.03.2004 -18.08.2007), περατώθηκε την 28.09.2006 (Σύνοδος Β’ :03.10.2005 – 28.09.2006).

Ανεξαρτήτως του αξιοποίνου ή μη (λόγω παρελεύσεως της τασσόμενης προθεσμίας) των εγκλημάτων απιστίας, από τις παραπάνω δικογραφίες που έχουν διαβιβαστεί, προκύπτει ότι σε μια περίπτωση ερευνάται τέλεση εγκλήματος νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι σε όλες τις περιπτώσεις έχουν γίνει γνωστές περιστάσεις από τις οποίες θα μπορούσαν να συναχθούν ενδείξεις παραγωγής περιουσιακού οφέλους από την πράξη της απιστίας και στη συνέχεια νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν. 3691/2008:

α) Η μετατροπή ή η μεταβίβαση περιουσίας εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες, με σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε εμπλέκεται στις δραστηριότητες αυτές, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του.

β) Η απόκρυψη ή η συγκάλυψη της αλήθειας με οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο, όσον αφορά στη φύση, προέλευση, διάθεση, διακίνηση ή χρήση περιουσίας ή στον τόπο όπου αυτή αποκτήθηκε ή ευρίσκεται ή την κυριότητα επί περιουσίας ή σχετικών με αυτή δικαιωμάτων, εν γνώσει του γεγονότος ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες.

γ) Η απόκτηση, κατοχή, διαχείριση ή χρήση περιουσίας, εν γνώσει κατά το χρόνο της κτήσης ή της διαχείρισης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες.

δ) Η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σε αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα.

ε) Η σύσταση οργάνωσης ή ομάδας δύο τουλάχιστον ατόμων για τη διάπραξη μιας ή περισσότερων από τις πράξεις που αναφέρονται στα παραπάνω στοιχεία α’ έως δ’ και η συμμετοχή σε τέτοια οργάνωση ή ομάδα.

Εν τω μεταξύ, έχουν γίνει γνωστά τα εξής:

Ας σημειωθεί, ότι όπως ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 εδ. δ’ του Ν. 2331/1995, όπως την αντικατέστησε το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 3424/2005, «η ποινική ευθύνη για το βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου και για τις πράξεις των ανωτέρω στοιχείων α’, β΄ και γ’ της παραγράφου αυτής» (δηλαδή τις πράξεις νομιμοποίησης εσόδων τα οποία προέκυψαν από τη βασική πράξη).Υπάρχει μάλιστα ήδη σημαντικό νομολογιακό προηγούμενο του Ακυρωτικού Δικαστηρίου (ΣυμβΑΠ 1231/2004 ΠοινΧρον ΝΕ/2005,527 =ΠοινΔικ 2005,33επ. =ΠοινΛογ 2004) βάσει του οποίου γίνεται δεκτό, ότι η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος, από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με τον δράστη της νομιμοποίησης, αποκλείεται μόνο σε μια περίπτωση: εκεί όπου συντρέχει σκοπός παροχής συνδρομής σε τρίτο πρόσωπο ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει και δεδομένου ότι χρησιμοποιεί την έκφραση «όποιος», συνάγεται ότι ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 2331/1995 μπορεί να είναι και οποιοσδήποτε, ακόμη και ο υπαίτιος ενός από τα βασικά εγκλήματα.

Από τα παραπάνω επίσης προκύπτουν ενδείξεις τέλεσης εγκλήματος νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική ενέργεια με πλείονες τρόπους (περιπτώσεις α, β, γ, δ, ε,) που περιγράφονται στα αντίστοιχα ως άνω εδάφια της διάταξης, οι οποίες θα πρέπει να διερευνηθούν.

Ας σημειωθεί ότι οι πλείστοι τρόποι τέλεσης τους εγκλήματος νομιμοποίησης εσόδων, όπως είναι η κατοχή περιουσίας και η διακίνησή της στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, συνιστούν εγκλήματα διαρκή, των οποίων η τέλεση συνεχίζεται και ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα παραγραφής, πριν από τη λήξη της διάρκειάς τους.

Ως εκ τούτου

Προτείνουμε τη σύσταση Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής που θα διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση κατά το άρθρο 86 παρ. 3 του Συντάγματος και τα άρθρα 153 επόμενα του Κανονισμού της Βουλής, για την ενδεχόμενη τέλεση των παραπάνω αδικημάτων από τον αναφερόμενο στα έγγραφα των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, πρώην Υπουργό.

Exit mobile version