Σαν σήμερα πριν 90 χρόνια η κυβέρνηση των ΗΠΑ εκτελεί τους αναρχικούς Σάκο και Βαντσέτι

Σαν σήμερα πριν 90 χρόνια στις 23 Αυγούστου 1927, εκτελούνται οι Ιταλοί αναρχικοί, μετανάστες στις ΗΠΑ, Νίκολα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι. Είχε προηγηθεί η καταδίκη τους σε θάνατο, έξι χρόνια νωρίτερα στις 14 Ιουλίου 1921. Η κατηγορία που τους αποδόθηκε από την αμερικανική Δικαιοσύνη ήταν η δολοφονία ενός ταμία και ενός φύλακα εργοστάσιου στη Μασαχουσέτη, για λεία 15,776 δολαρίων, η οποία αποτέλεσε το σημείο έναρξης μιας θρυλικής ιστορίας.

Η πρώτη γνωριμία τους

Ο Νίκολα Σάκο (1891-1927) και ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι (1888-1927) μετανάστευσαν από την Ιταλία στις ΗΠΑ το 1908 και γνωρίστηκαν σε μια διαδήλωση το 1917. Ο μεν Σάκο δούλευε ως τσαγκάρης και νυχτοφύλακας, ο δε Βαντσέτι ως ψαράς στην ευρύτερη περιοχή της Βοστώνης. Και οι δυο ήταν δεδηλωμένοι αναρχικοί και ασπάζονταν τις ιδέες περί επαναστατικής βίας του συμπατριώτη τους Λουίτζι Γκαλεάνι (1861-1931), μιας διεθνούς προσωπικότητας του αναρχικού κινήματος. Οι οπαδοί του είχαν πραγματοποιήσει αρκετές δυναμικές ενέργειες στις ΗΠΑ, με αποκορύφωμα την βομβιστική επίθεση στο σπίτι του Υπουργού Δικαιοσύνης Μίτσελ Πάλμερ, στις 2 Ιουνίου 1919.

Η σύλληψη, η δίκη και το διεθνές κίνημα αλληλεγγύης

Οι δύο φίλοι και σύντροφοι, συνελήφθησαν στις 5 Μαΐου 1920 με την κατηγορία ότι στις 15 Απριλίου, είχαν δολοφονήσει στο Σάουθ Μπρέιντρι της Μασαχουσέτης τον ταμία ενός εργοστασίου υποδηματοποιίας και τον σωματοφύλακά του, με σκοπό να αποσπάσουν τα χρήματα τής μισθοδοσίας. Οι αστυνομικές αρχές, βασισμένες μάλλον σε ενδείξεις παρά σε αποδείξεις, προχώρησαν στη σύλληψη δυο υπόπτων. Κατά την στιγμή της σύλληψής τους βρέθηκαν πάνω τους αναρχικά φυλλάδια και δύο πιστόλια. Και οι δυο τους αρνήθηκαν κατηγορηματικά ότι συμμετείχαν στην ληστεία.

Αμέσως ξεκίνησε ένα διεθνές κύμα υπεράσπισης των δύο μελλοθάνατων, με προεξάρχουσα την Αριστερά. Πολλοί ήταν εκείνοι που είχαν την αίσθηση ότι η ποινική διαδικασία δεν ήταν αμερόληπτη και ότι οι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν μάλλον για τις ριζοσπαστικές τους ιδέες παρά ως δράστες του φόνου. Κάθε προσπάθεια για επανάληψη τής δίκης απέτυχε.

Στις 18 Νοεμβρίου 1925, η υπόθεση πήρε απρόσμενη τροπή, όταν ένας κατηγορούμενος για φόνο, ο Σελεστίνο Μεντέιρος, ομολόγησε ότι είχε συμμετάσχει στην ληστεία, την οποία είχε διαπράξει η συμμορία του Τζο Μορέλι. Όμως, το Ανώτατο Πολιτειακό Δικαστήριο της Μασαχουσέτης αρνήθηκε να διατάξει την επανάληψη της δίκης, λόγω προκυψάντων νέων στοιχείων, επειδή την σχετική αρμοδιότητα είχε μόνο ο δικαστής που προήδρευσε της δίκης.

Τότε επενέβη, ο κυβερνήτης της Μασαχουσέτης Άλβαν Φούλερ, ο οποίος διόρισε μιαν ανεξάρτητη τριμελή επιτροπή για να εξετάσει την υπόθεση, επειδή είχαν διατυπωθεί ευθέως κατηγορίες για κακοδικία κατά του δικαστή Γουέμπστερ Θάγερ, γνωστού στην περιφέρειά του για τα αντικομουνιστικά του αισθήματα, που δεν δίσταζε να τα εκφράζει ακόμη και μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου.

Στις 3 Αυγούστου 1927, ο κυβερνήτης Φούλερ αρνήθηκε να ασκήσει την εξουσία του για απονομή χάριτος στους δύο μελλοθανάτους, ευθυγραμμιζόμενος με την κρίση της συμβουλευτικής επιτροπής ότι ο Σάκο και Βαντσέτι είχαν τύχει μιας δίκαιης δίκης.

Μετά από έξι χρόνια σε ξεχωριστές φυλακές οι Σάκο και Βαντσέντι ξανασυναντώνται στη φυλακή της Charlestown, όπου είχε αποφασιστεί να εκτελεστούν. Η πόλη μετατρέπεται σε φρούριο, ενώ οπλοπολυβόλα τοποθετούνται στα τείχη της φυλακής. Στους δρόμους περιπολούν εκατοντάδες άντρες των δυνάμεων ασφαλείας ενώ η Western Union εγκαθιστά 18 νέα τηλεγραφικά καλώδια για να αντεπεξέλθει στην παγκόσμια ζήτηση ειδήσεων για το θέμα. Εβδομήντα χιλιάδες πολίτες συγκεντρώθηκαν στην κεντρική πλατεία της Charlestown και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί ανακοίνωσαν ότι θα λειτουργήσουν πέραν του ωραρίου τους για να αναμεταδώσουν τις εξελίξεις.

Οι ογκώδεις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας και οι διεθνείς εκκλήσεις για την μη εκτέλεση της θανατικής ποινής δεν έφεραν αποτέλεσμα και ο Νίκολα Σάκο και ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι εκτελέστηκαν στις 23 Αυγούστου 1927, επιμένοντας ως το τέλος για την αθωότητά τους.

Οι δυο άντρες εκτελέστηκαν τα μεσάνυχτα στην ηλεκτρική καρέκλα. Πρώτος ο Σάκο, ο οποίος πριν το ρεύμα διαπεράσει το κορμί του φώναξε «Ζήτω η αναρχία!» και πρόσθεσε πιο ήρεμος «αντίο γυναίκα μου, παιδιά μου και φίλοι μου». Ο Βαντσέτι δήλωσε πριν τον δέσουν στην ηλεκτρική καρέκλα «Επιθυμώ να δηλώσω ότι είμαι αθώος. Ποτέ δεν διέπραξα έγκλημα, κάποιες αμαρτίες ναι, αλλά ποτέ έγκλημα. Σας ευχαριστώ για όσα κάνατε για μένα. Είμαι αθώος για όλα τα εγκλήματα, όχι μόνο γι’ αυτό αλλά για όλα. Είμαι ένας αθώος άνθρωπος». Όταν τον έδεναν στην καρέκλα πρόσθεσε «Τώρα επιθυμώ να συγχωρέσω ορισμένους ανθρώπους γι’ αυτό που μου κάνουν». Ο φρουρός έδωσε τα σήμα και το χιλιάδες βολτ διαπέρασαν τον βουρκωμένο Βαντσέτι τα μεσάνυχτα της 23 Αυγούστου 1927.

Η είδηση της εκτέλεσης έβγαλε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους στους δρόμους των έξι ηπείρων. Στη Γενεύη πάνω από 5.000 διαδηλωτές καταστρέφουν οτιδήποτε αμερικανικό βρίσκεται στο δρόμο τους, αυτοκίνητα, καταστήματα, κινηματογράφους που πρόβαλλαν αμερικανικές ταινίες. Στο Παρίσι η αμερικανική πρεσβεία περικυκλώνεται από τανκς προκειμένου να προστατευθεί. Στη Γερμανία ξεσπάνε βίαια επεισόδια με αποτέλεσμα έξι άνθρωποι να χάσουν τη ζωή τους.

«Δεν θα ευχόμουν ποτέ σ’ ένα σκυλί, δεν θα ευχόμουν ποτέ σε ένα φίδι, δεν θα ευχόμουν ποτέ στο πιο χαμερπές και δυστυχισμένο πλάσμα της γης, να περάσει όσα υπέφερα εγώ, για πράγματα για τα οποία δεν είμαι ένοχος. Αλλά έχω πειστεί πως είμαι ένοχος για όλα όσα υποφέρω. Υποφέρω γιατί είμαι ριζοσπάστης και, αλήθεια, είμαι ριζοσπάστης. Υποφέρω γιατί είμαι Ιταλός και, αλήθεια, είμαι Ιταλός. Υποφέρω περισσότερο απ’ όλα για την οικογένειά μου και την αγαπημένη μου, παρά για τον εαυτό μου. Αλλά είμαι τόσο σίγουρος πως έχω το δίκιο με το μέρος μου, ώστε αν μπορούσατε να με εκτελέσετε δυο φορές, και αν μπορούσα να ξαναγεννηθώ ακόμα δύο, θα ζούσα την ίδια ζωή και θα έκανα ότι έχω ήδη κάνει.

Μπαρτολομέο Βαντσέντι»

Η συζήτηση της υπόθεσης τόσο σε νομικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο συνεχίστηκε για πολλά χρόνια. Τον Απρίλιο του 1959, το νομοθετικό σώμα της Μασαχουσέτης απέρριψε πρόταση του βουλευτή Αλεξάντερ Σέλα να συστήσουν στον κυβερνήτη πολιτείας να προβεί σε αναδρομική απονομή χάριτος στους Σάκο και Βαντσέτι.

Η κρατική αποκατάσταση

Στις 23 Αυγούστου 1977, ο Δημοκρατικός κυβερνήτης της Μασαχουσέτης και μετέπειτα υποψήφιος για την προεδρία των ΗΠΑ, Ελληνοαμερικανός Μάικλ Δουκάκης, κατόπιν εισήγησης της νομικής υπηρεσίας της πολιτείας, εξέδωσε διακήρυξημε την οποία αποκατέστησε μετά θάνατον τους Σάκο και Βαντσέτι.

Κείμενο – τοποθέτηση μελών της ΣΠΦ για τους Σάκο και Βαντσέτι σε εκδήλωση στη Βραζιλία για τη Διεθνή Ημέρα Αλληλεγγύης σε αναρχικούς αιχμαλώτους

Sacco και Vanzetti: Ένα ταξίδι στο χρόνο

Προς όλα τα συντρόφια, τους αναρχικούς αδερφούς και αδερφές μας που βρίσκονται στην εκδήλωση που διοργανώνει η Αναρχική Βιβλιοθήκη Kaos.

Αφήνουμε τη σκέψη μας να δραπετεύσει και να ταξιδέψει μέχρι την κεντρική Βραζιλία, και στέλνουμε αυτές τις λίγες λέξεις με την ελπίδα πως, έστω και για λίγο, θα μπορέσετε να αισθανθείτε την παρουσία μας δίπλα σας.

Με αφορμή το θέμα της εκδήλωσης που γίνεται στα πλαίσια της Διεθνούς Εβδομάδας Αλληλεγγύης στους αναρχικούς αιχμαλώτους και που αφορά την υπόθεση των Nicola Sacco και Bartolomeo Vanzetti, θα θέλαμε και εμείς να καταθέσουμε τη δική μας προσωπική και ιστορική συνεισφορά.

Η Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς ήταν από την πρώτη στιγμή μια ομάδα άμεσης δράσης που φιλοδοξούσε σε μια γενικότερη όξυνση της αναρχικής επιθετικής παρουσίας στην Ελλάδα. Για αυτό τον λόγο, πέρα από το όποιο επίπεδο της δικής της δράσης, δε δίσταζε να ασκήσει συχνά κριτική στις θέσεις εκείνες που πίστευε πως αποτελούσαν τροχοπέδη στη γενίκευση αυτής της όξυνσης. Όταν τελικά έφτασε το πλήρωμα του χρόνου και η καταστολή χτύπησε τη δική μας πόρτα, είχαμε πλήρη αντίληψη ότι η στάση μας θα ήταν κατώτερη των περιστάσεων, δικαιώνοντας ίσως και κάποιες κακές γλώσσες, εάν δεν υπερασπιζόμασταν την ταυτότητα, τη δράση και την υπόστασή μας, κι ότι μάλιστα μια τέτοια στάση θα ήταν εντελώς αναντίστοιχη απέναντι στις δικές μας προγενέστερες κριτικές. Έτσι λοιπόν, επτά χρόνια μετά τη μέρα που μας χτύπησε η καταστολή, παραμένουμε στις επάλξεις της αναρχικής αξιοπρέπειας, έτσι όπως εμείς την αντιλαμβανόμαστε. Ακριβώς το γεγονός ότι αρνηθήκαμε με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο τον αυτοεξευτελισμό μας και υπερασπιστήκαμε δίχως να υποχωρήσουμε τις πολιτικές μας θέσεις, το πληρώνουμε μέχρι και σήμερα.

Πηγαίνοντας πίσω στο χρόνο λοιπόν, σε εκείνη την εποχή όπου άλλοι δύο αναρχικοί της πράξης, δύο σύντροφοι σφυρηλατημένοι στη φλόγα της αναρχικής εξέγερσης, οι Nicola Sacco και Bartolomeo Vanzetti, συνελήφθησαν με την κατηγορία της ένοπλης απαλλοτρίωσης μετά φόνου, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με προκλήσεις που δεν είναι καθόλου άγνωστες σε ολόκληρη την ιστορία του αναρχικού κινήματος.

Είναι γεγονός πλέον που προκύπτει από πληθώρα στοιχείων πως οι δύο σύντροφοι συμμετείχαν σε άτυπα μαχητικά δίκτυα αναρχικής συγγένειας που όλα τους περιστρέφονταν γύρω από πολιτικά έντυπα, όπως η αναρχική εφημερίδα Cronaca Sovversiva, στην έκδοση της οποίας βοηθούσαν και οι ίδιοι, και η οποία ανοιχτά προωθούσε την αναγκαιότητα της προπαγάνδας μέσω της πράξης. Είναι, επίσης, γνωστό πως αυτά τα άτυπα μαχητικά δίκτυα ήταν υπεύθυνα για μια σειρά επιθέσεων που συγκλόνησαν τις ΗΠΑ από το 1914 και μετά, και πως χρηματοδοτούνταν από ένοπλες απαλλοτριώσεις. Είναι, τέλος, γεγονός ότι οι ίδιοι οι σύντροφοι των Sacco και Vanzetti είχαν εκμηστερευθεί, μετά την εκτέλεση των δυο συντρόφων, πως ήταν δύο από τους πέντε ληστές του εργοστασίου παπουτσιών στο Braintree της Μασαχουσέτης. Ένας από τους συντρόφους των Sacco και Vanzetti για παράδειγμα, ο Mario Buda, σε συνέντευξη που του είχαν πάρει σχετικά με τη χρηματοδότηση της ομάδας του είχε απαντήσει: “Συνήθως πηγαίναμε και τα παίρναμε από εκεί που ήταν”, εννοώντας τις τράπεζες και τα εργοστάσια. Ο ίδιος, επίσης, πολλά χρόνια αργότερα, το 1955, είχε δεχθεί επίσκεψη από τον αναρχικό Charles Poggi, ο οποίος ερευνούσε για ιστορικούς λόγους την υπόθεση των Sacco και Vanzetti. Στη μεταξύ τους συζήτηση ο Buda παραδέχτηκε τουλάχιστον τη συμμετοχή του Sacco στη συγκεκριμένη ληστεία στο Braintree με τη φράση “Sacco c’era (ο Sacco ήταν εκεί)”. Ο Poggi έμεινε με την εντύπωση πως και ο ίδιος ο Buda ήταν ένας από τους ληστές, αλλά από διακριτικότητα δεν έθιξε το θέμα.

Οι δύο σύντροφοι είχαν συλληφθεί μετά από καταδίωξη και ενώ οπλοφορούσαν. Χωρίς την τεχνική της βαλιστικής έρευνας, που τότε δεν είχε τελειοποιηθεί, δεν υπήρχε κανένα άλλο επιβαρυντικό στοιχείο εναντίον τους καθώς το σύνολο των μαρτύρων δεν μπορούσε να καταθέσει κάτι αξιόπιστο. Έτσι λοιπόν, οι δύο σύντροφοι επέλεξαν να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους δηλώνοντας αθώοι για τη ληστεία αλλά ένοχοι ως αναρχικοί σε μια εποχή που ακόμα και αυτό αρκούσε για να διωχθείς, να βασανιστείς, να φυλακιστείς ή να απελαθείς καθώς το κύμα αναρχικών επιθέσεων που συγκλόνιζε τις ΗΠΑ είχε οδηγήσει το κράτος να λάβει έκτακτα μέτρα εναντίον αναρχικών, ντόπιων ή μεταναστών, με μια σειρά ειδικών νόμων.

Στο αποκορύφωμα αυτής της αντι-αναρχικής υστερίας που εύσχημα βαφτίστηκε “Κόκκινος τρόμος”, οι δύο σύντροφοι προσπάθησαν να ισορροπήσουν σε μια λεπτή γραμμή, ώστε να αποφύγουν αφενός τη θανατική ποινή και αφετέρου να διατηρήσουν την αξιοπρέπειά τους καθώς ποτέ τους δεν αρνήθηκαν τις πολιτικές τους θέσεις, παρά το γεγονός ότι αυτό από μόνο του αρκούσε για να λειτουργήσει επιβαρυντικά.

Δυστυχώς, όμως, στην ιστορία τόσα χρόνια μετά, δεν έχει μείνει παρά η αναγωγή της υπόθεσης των δυο συντρόφων σε σύμβολο κρατικής σκευωρίας. Έχει επικρατήσει μια ιστορική αφήγηση που ρίχνει πέπλο στο ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο της εποχής στην οποία εξελίχθηκε η δίωξη των δύο συντρόφων αλλά και που σκοπίμως παραπλανά εμφανίζοντάς τους ως οργανωμένους συνδικαλιστές, τη στιγμή που οι Sacco και Vanzetti όπως και το σύνολο σχεδόν των συντρόφων τους γύρω από την Cronaca Sovversiva απεχθάνονταν τις επίσημες φορμαλιστικές αναρχικές οργανώσεις ερχόμενοι συχνά σε αντιπαράθεση μαζί τους. Αντί λοιπόν η υπόθεση των δυο συντρόφων να αποτελεί ένα διαχρονικό έρεισμα για τη διαρκή αναρχική εξέγερση, έχει καταλήξει μια ιστορία που εξυψώνει την αξία της θυματοποίησης.

Η νοοτροπία αυτή δεν μας είναι καθόλου άγνωστη καθώς τη συναντάμε και στις μέρες μας. Φυσικά, κάθε σύντροφος έχει πάντοτε το δικαίωμα να μην παραχωρεί ούτε χιλιοστό από τον εαυτό του στον εχθρό, ειδικά όταν δεν μπορούν να προκύψουν στοιχεία ικανά να τον καταδικάσουν. Όμως μία τέτοια θέση απέχει πολύ από τον πολιτικό φετιχισμό της θυματοποίησης που ξεχνά εντέχνως όσους επιλέγουν να υπερασπιστούν αυτοπροσώπως τη μαχητική τους στράτευση στην αναρχία. Κι αν αμφιβάλλει κανείς, δεν έχει παρά να αναρωτηθεί γιατί ποτέ δεν γίνεται μνεία για τους υπόλοιπους συντρόφους των Sacco και Vanzetti. Αλήθεια, ποιοι θυμούνται ή ποιοι γνωρίζουν για το κορίτσι-δυναμίτη, τη 19χρονη συντρόφισσα Gabriella Antolini, που ανέλαβε την ευθύνη για τη μεταφορά όπλων και εκρηκτικών; Πόσοι θυμούνται τον Nicola Recchi, που έχασε σχεδόν ολόκληρο το χέρι του ενώ κατασκεύαζε εκρηκτικούς μηχανισμούς; Πόσο συχνά μνημονεύεται ο Carlo Valdinoci, που σκοτώθηκε από την έκρηξη βόμβας που σχεδίαζε να τοποθετήσει στο σπίτι του υπουργού δικαιοσύνης Palmer, ή ο Andrea Salsedo, που εκπαραθυρώθηκε από τα γραφεία των μπάτσων στη διάρκεια της ανάκρισής του για μια ανάληψη ευθύνης που βρέθηκε στο τυπογραφείο του; Όλοι αυτοί και πόσοι άλλοι αναγράφονται με ψιλά γράμματα στην ιστορία, γιατί έτυχε να μην είναι αθώοι.

Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι παρά το γεγονός ότι οι σύντροφοι Sacco και Vanzetti διατήρησαν την προαναφερθείσα υπερασπιστική γραμμή ουδέποτε αποκήρυξαν την εξεγερτική κληρονομιά που μοιράζονταν με τους υπόλοιπους συντρόφους τους. Και αυτό πιστοποιείται από το πλήθος επιθετικών ενεργειών σε όλο τον κόσμο που έγιναν ως ένδειξη αλληλεγγύης προς τους δύο συντρόφους. Από την έκρηξη άμαξας-βόμβας στη Wall Street μέχρι την αποστολή δέματος βόμβας στον Αμερικάνο πρέσβη στο Παρίσι, καθώς και τις δεκάδες βόμβες σε αμερικάνικες πρεσβείες πολλών χωρών. Οι ίδιοι οι σύντροφοι πολύ συχνά προέτρεπαν σε αντίποινα ενάντια στο κράτος και τους δικαστές. Τον Ιούνιο του 1926 σε ένα τεύχος της La Protesta Humana ο Vanzetti έγραφε μεταξύ άλλων: “Θα προσπαθήσω να δω τον Thayer νεκρό πριν ανακοινώσει την ποινή μας”, και συνέχιζε με μια προτροπή προς τους συντρόφους του, “εκδίκηση, εκδίκηση στο όνομά μας και στα ονόματα των ζωντανών και των νεκρών μας”. Το κείμενο τελείωνε με το “Η Υγεία Βρίσκεται Μέσα Σου”, που ήταν ο τίτλος ενός εγχειριδίου κατασκευής εκρηκτικών μηχανισμών που είχε δημοσιεύσει η Cronaca Sovversiva. Για κάποιους μάλιστα το εγχειρίδιο αυτό είχε μεταφραστεί από τα ιταλικά στα αγγλικά από την Emma Goldman.

Όμως ακόμα και σήμερα παραγνωρίζεται η πλούσια συνεισφορά της εξεγερτικής αναρχίας στο κίνημα αλληλεγγύης στους Sacco και Vanzetti, το οποίο ειδικά ενόψει του καλέσματος για τη Διεθνή Εβδομάδα Δράσης αξίζει να θυμόμαστε στην πληρότητά του. Εξάλλου, όποιος νομίζει ότι η αποστασιοποίηση από την εκδήλωση της επιθετικής αναρχικής αλληλεγγύης είναι κάτι νέο, είναι βαθιά γελασμένος. Την ίδια εποχή που στην Αργεντινή ορισμένοι αναρχικοί κύκλοι έβαζαν στο στόχαστρο της κριτικής τους τον Severino Di Giovanni κατηγορώντας τον ακόμα κι ως φασίστα, η χήρα του Sacco του έστελνε μια επιστολή λίγες μέρες μετά την εκτέλεση των δυο συντρόφων για να του εκφράσει τις ευχαριστίες της για τη στήριξη που τους είχε δείξει. Στην ίδια μάλιστα επιστολή τού υποδείκνυε τον διευθυντή της εταιρείας τσιγάρων Combinados, που είχε προσφερθεί να δώσει σε μια συγκεκριμένη μάρκα τσιγάρων την επωνυμία “Sacco & Vanzetti”, προσπαθώντας να αποκομίσει κέρδος από τη δημοσιότητα που είχε πάρει η υπόθεσή τους. Στις 26 Νοεμβρίου του 1927 ένα υποκατάστημα της συγκεκριμένης εταιρείας ανατινάχτηκε στο Μπουένος Άιρες από τον Di Giovani και τους συντρόφους του. Μάλιστα, στην ίδια ομάδα φέρεται να συμμετείχε και ο σύντροφος των Sacco και Vanzetti, ο Ferruccio Coacci, από τότε που απελάθηκε από τις ΗΠΑ. Ο Coacci ήταν επίσης ύποπτος για τη ληστεία για την οποία τελικά καταδικάστηκαν οι δύο σύντροφοι και μάλιστα το δικό του σπίτι ήταν το πρώτο που ερευνήθηκε για την υπόθεση αυτή.

Ελπίζουμε με αυτά τα λίγα λόγια να προκαλέσουμε το ενδιαφέρον των παρευρισκόμενων για μια αυθεντική και συντροφική συζήτηση πάνω σε όλα αυτά τα ζητήματα καθώς δυστυχώς προκύπτει ότι είμαστε καταδικασμένοι να μη μαθαίνουμε τίποτα από την ιστορία μας καταλήγοντας να κάνουμε τα ίδια λάθη ξανά και ξανά.

Στέλνουμε μέσα από την καρδιά μας τους πιο θερμούς μας χαιρετισμούς σε όλους σας.

Για το τέλος ας κρατήσουμε μια φράση του αναρχικού Luigi Galleani, συντρόφου των Sacco και Vanzetti, και ιδρυτή της Cronaca Sovversiva: “Καμιά πράξη εξέγερσης δεν είναι άχρηστη, καμία πράξη εξέγερσης δεν είναι βλαβερή”.

Τα μέλη της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς:
Μιχάλης Νικολόπουλος
Γιώργος Νικολόπουλος
Χάρης Χατζημιχελάκης
Παναγιώτης Αργυρού
Θεόφιλος Μαυρόπουλος
Δαμιανός Μπολάνο

Η ιστορία των Σάκο και Βαντσέτι στις τέχνες

Η ιστορία των Σάκο και Βαντσέτι έχει απασχολήσει επανειλημμένα τον κόσμο της τέχνης. Η πρώτη σχετική μπαλάντα γράφτηκε από τον Γούντι Γκάθρι, μία από τις σημαντικότερες μορφές της αμερικάνικης φολκ, που τραγούδησε ενάντια στην κοινωνική αδικία. Ο τίτλος του τραγουδιού ήταν “Two good men”, “δύο καλοί άνθρωποι” κι οι στίχοι ανέφεραν λεπτομέρεις για τη ζωή των δύο εργατών, στιγματίζοντας το δικαστή τους και τους κατήγορους, με στόχο να αποτελεί ταυτόχρονα κι ένα ιστορικό ντοκουμέντο που θα διαδίδεται από στόμα σε στόμα και θα γνωστεί την υπόθεση. Αρκετά γνωστή γνωστή είναι η μεταφορά της ιστορίας τους στην μεγάλη οθόνη το 1971 από τον Ιταλό σκηνοθέτη Τζουλιάνο Μοντάλντο, σε μουσική του Ένιο Μορικόνε και την Τζόαν Μπαέζ να ερμηνεύει το τραγούδι διαμαρτυρίας «Here’s to You» και το «The Ballad of Sacco and Vanzetti».

Το τραγούδι έφτασε την ίδια χρονιά και στην Ελλάδα, χωρίς να συναντήσει μάλιστα εμπόδια από τους λογοκριτές της χούντας, που μάλλον δεν είχαν ιδέα σε τι αναφέρονταν οι στίχοι, εκτός κι αν έκαναν κάποιο λάθος (στιγμιαίο ή όχι). Όπως πιθανότατα δεν το γνώριζε ούτε το συγκρότημα που τραγουδούσε τη διασκευή. Ο λόγος για τους Ολύμπιανς… Τους γνωστούς. Του Πασχάλη. Του Αρβανιτίδη. (Δεν ήταν δηλαδή στην περίοδο που τον διαδέχτηκε στο σχήμα ο Ν. Παπάζογλου).

   

  

Παρακολουθείστε (χωρίς υπότιτλους), ντοκυμαντέρ για την ιστορία των Σάκο και Βανζέτι:

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα