Προτεραιότητα του ελληνικού IRS η αποκάλυψη των “φτωχών εκατομμυριούχων” της χώρας

Πολύς λόγος τελευταία για τους “στρατηγικούς κακοπληρωτές” οι περισσότεροι από τους οποίους εμφανίζονται σαν πτωχευμένοι τη στιγμή που διαθέτουν τεράστιες προσωπικές και οικογενειακές περιουσίες, τις οποίες έχουν κατάλληλα “καμουφλάρει” μέσα στην Ελλάδα η έχουν φυγαδεύσει στο εξωτερικό.

Πολλές είναι οι περιπτώσεις οι οποίες έχουν τραβήξει την προσοχή των Αρχών το τελευταίο χρονικό διάστημα και αφορούν επιχειρηματίες του χώρου των σούπερ μάρκετ, της πληροφορικής, των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, των κατασκευαστικών εταιρειών, του Τύπου.

Το σκηνικό αυτό έρχεται να αλλάξει τώρα τόσο η Πολιτεία όσο και οι συστημικές τράπεζες, καθώς αρχίζουν σοβαρές έρευνες στο εσωτερικό αλλά κυρίως στο εξωτερικό όπου υπάρχουν ενδείξεις, ότι βρίσκονται οι κρυμμένες αυτές περιουσίες.

Τράπεζες, οι οποίες κατέχουν μεγάλα ανεξόφλητα δάνεια  επιχειρηματιών έχουν αναθέσει σε εξειδικευμένες εταιρείες την αναζήτηση των “αφανών” περιουσιακών στοιχείων τους, ενώ η σύσταση της νέας υπηρεσίας στο υπουργείο Οικονομικών, της «Διεύθυνσης Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος» θα επικεντρωθεί στις συγκεκριμένες υποθέσεις και γενικότερα στις μεγάλες υποθέσεις φοροδιαφυγής και διακίνησης μαύρου χρήματος.

Η νέα αυτή πρακτική των τραπεζών είναι αποτέλεσμα των ισχυρών πιέσεων που έχουν δεχτεί από την κυβέρνηση, η οποία έχει ζητήσει τη άμεση αποκάλυψη των στρατηγικών κακοπληρωτών, ιδιαίτερα εκείνων που προκαλούν την κοινωνία.

Η νέα ελληνική υπηρεσία τύπου IRS (Internal Revenue Service)

Η αποκάλυψη της μεγάλης φοροδιαφυγής θα είναι ο στόχος της νέας υπηρεσίας που οργανώνεται στο υπουργείο Οικονομικών, υπό τον τίτλο «Διεύθυνση Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος» (ΔΕΟΕ). Η υπηρεσία θα υπάγεται απευθείας στον Υπουργό Οικονομικών, ενώ την καθοδήγηση και τον συντονισμό λειτουργίας της Υπηρεσίας θα έχει ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος.

Θα είναι οργανωμένη κατά τα πρότυπα του αμερικανικού IRS, με πολλές δυνατότητες ελέγχων.

Ειδικότερα, αποστολή της ΔΕΟΕ είναι αποκλειστικά η διενέργεια ερευνών, προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης για την εξακρίβωση τέλεσης μείζονος ποινικής απαξίας φορολογικών εγκλημάτων και οποιωνδήποτε άλλων απολύτως συναφών οικονομικών εγκλημάτων, που βλάπτουν σοβαρά τα συμφέροντα του ελληνικού δημοσίου και της ευρωπαϊκής ένωσης, κατόπιν παραγγελίας του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του Αναπληρωτή του ή των εισαγγελικών λειτουργών που τον επικουρούν, υπό την εποπτεία του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος.

Αναλυτικότερα, η υπηρεσία θα είναι αρμόδια για:

1. την διενέργεια ερευνών, προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης για την εξακρίβωση τέλεσης φορολογικών εγκλημάτων και οποιωνδήποτε άλλων συναφών οικονομικών εγκλημάτων, σύμφωνα με την κατά την παρ. 1 αποστολή της, αποκλειστικά κατόπιν παραγγελίας του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του Αναπληρωτή του ή των εισαγγελικών λειτουργών που τον επικουρούν,

2. τη σύνταξη πορισματικών εκθέσεων σε εκτέλεση των εισαγγελικών παραγγελιών που της ανατίθενται,

3. τη διοικητική υποστήριξη και μέριμνα και την εξασφάλιση των υλικών και μέσων, που απαιτούνται για την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας σε συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες, και

4. Τη συλλογή, τήρηση και διαρκή ενημέρωση του αρχείου της υπηρεσίας σχετικά με την εθνική, ευρωπαϊκή και διεθνή νομοθεσία που αφορά στην αποκάλυψη και δίωξη φορολογικών και οποιωνδήποτε άλλων συναφών οικονομικών εγκλημάτων καθώς και τήρηση αρχείου διοικητικής και ποινικής νομολογίας για τα θέματα αυτά.

Το προσωπικό της νέας υπηρεσίας:

– προβαίνει στη διενέργεια ανακριτικών πράξεων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ισχύουσες κάθε φορά ειδικές διατάξεις και τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, για τα αδικήματα που προβλέπονται από τη σχετική νομοθεσία και ανάγονται στην καθ` ύλην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος,

– λαμβάνει γνώση και διενεργεί έρευνες επί φορολογικών δεδομένων, ήτοι φορολογικών δηλώσεων, φορολογικών στοιχείων και κάθε άλλου υποχρεωτικού και προαιρετικού βιβλίου και στοιχείου που ορίζεται από τη φορολογική νομοθεσία. Η πρόσβαση στα συγκεκριμένα δεδομένα περιορίζεται σε αυτά που είναι απαραίτητα για την εκτέλεση των εισαγγελικών παραγγελιών που αναφέρονται στην παρ. 1 του παρόντος άρθρου. Ο έλεγχος των βιβλίων και στοιχείων γίνεται στα γραφεία της Υπηρεσίας ή στην επαγγελματική εγκατάσταση του ελεγχόμενου.

– καλεί εγγράφως τον ελεγχόμενο ή άλλο πρόσωπο να δώσει πληροφορίες για τη διευκόλυνση της έρευνας, καθώς και να παρέχει αντίγραφα μέρους των βιβλίων και στοιχείων ή οποιουδήποτε συναφούς εγγράφου, συμπεριλαμβανομένων πελατολογίων και καταλόγων προμηθευτών και αντίγραφα των ηλεκτρονικών αρχείων, εφόσον αυτά εκδίδονται μηχανογραφικά.

– ενεργεί κάθε αναγκαία εξέταση ή έρευνα στην επαγγελματική εγκατάσταση του ελεγχόμενου, στον τόπο παροχής των υπηρεσιών, καθώς και στα μεταφορικά μέσα.

– ενεργεί έρευνες εγγράφων και λοιπών στοιχείων που δεν ευρίσκονται στο χώρο της επαγγελματικής απασχόλησης του ελεγχόμενου τηρώντας τα οριζόμενα στις διατάξεις του ΚΠΔ.

– λαμβάνει αντίγραφα των βιβλίων και στοιχείων, καθώς και λοιπών εγγράφων, για τα οποία ο ελεγχόμενος δηλώνει ότι αντιπροσωπεύουν ακριβή αντίγραφα. Οι διενεργούντες την έρευνα δύνανται να απαιτούν από τον ελεγχόμενο ή τον εκπρόσωπο του να παρίσταται στον τόπο, όπου διενεργείται ο έλεγχος και να απαντά σε ερωτήματα που του τίθενται, ώστε να διευκολύνεται η διενέργεια της έρευνας. Σε περίπτωση κατά την οποία τα βιβλία και στοιχεία τηρούνται σε ηλεκτρονική μορφή, η υπηρεσία έχει δικαίωμα πρόσβασης σε οποιαδήποτε φυλασσόμενα αρχεία, καθώς και στα λογιστικά προγράμματα και τις πληροφορίες που έχουν καταχωριστεί σε αυτά ενώ δικαιούται να λαμβάνει τα ηλεκτρονικά αρχεία σε αναγνώσιμη ηλεκτρονική ή έντυπη μορφή.

– κατάσχει βιβλία και στοιχεία που τηρούνται ή διαφυλάσσονται σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία, οποιαδήποτε άλλα ανεπίσημα βιβλία, έγγραφα, αρχεία, στοιχεία, ηλεκτρονικά μέσα αποθήκευσης και μεταφοράς δεδομένων προκειμένου να διασφαλιστεί η αποδεικτική αξία αυτών.

Οι ελεγκτές της Υπηρεσίας, στο πλαίσιο εκτέλεσης παραγγελιών των εισαγγελικών λειτουργών, έχουν πρόσβαση στα πληροφοριακά συστήματα που διαχειρίζεται η ΑΑΔΕ και λαμβάνουν οποιαδήποτε πληροφορία ή στοιχείο που αφορά ή είναι χρήσιμο για τη συγκεκριμένη υπόθεση που ερευνούν και δεν υπόκειται σε περιορισμούς διατάξεων περί φορολογικού απορρήτου.

Ακόμη, οι ελεγκτές της Υπηρεσίας έχουν πρόσβαση στο «Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών» και στα λοιπά πληροφοριακά συστήματα και τις βάσεις δεδομένων που διαχειρίζονται άλλες δημόσιες υπηρεσίες σύμφωνα με τις προδιαγραφές ασφαλείας του κάθε συστήματος μη υποκείμενοι σε περιορισμούς διατάξεων περί τραπεζικού, επαγγελματικού απορρήτου, απορρήτου των στοιχείων τηρουμένων των διατάξεων περί εχεμύθειας του Υπαλληλικού Κώδικα.

Οι αρμοδιότητες της Υπηρεσίας ασκούνται παράλληλα και ανεξάρτητα από λοιπές υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών. Το προσωπικό αυτής τελεί σε διαρκή ετοιμότητα για την ταχεία επέμβασή του, όταν παρίσταται ανάγκη, και θεωρείται ότι βρίσκεται σε διατεταγμένη υπηρεσία σε κάθε τόπο και χρόνο, κάθε φορά που καθίσταται αναγκαία η παρέμβασή του, πάντοτε, όμως, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, και τις εντολές των προϊσταμένων του και του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος.

Η Υπηρεσία συνεργάζεται και ανταλλάσσει πληροφορίες και στοιχεία, που έχουν σχέση με το αντικείμενο της αποστολής της, με άλλες αρχές, υπηρεσίες και φορείς του εσωτερικού και του εξωτερικού και δύναται να συμμετέχει σε θεσμοθετημένα διϋπηρεσιακά όργανα. Με την επιφύλαξη και τους όρους του παρόντος νόμου, οι αστυνομικές, λιμενικές, στρατιωτικές και λοιπές αρχές και υπηρεσίες, υποχρεούνται, όταν τους ζητηθεί, να συνδράμουν άμεσα και αποτελεσματικά τους υπαλλήλους της Υπηρεσίας καθώς επίσης και να χορηγούν κάθε σχετική πληροφορία ή στοιχείο. Η ανταλλαγή πληροφοριών με υπηρεσίες και φορείς του εξωτερικού αφορά μόνο στην ποινική διερεύνηση των υποθέσεων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Υπηρεσίας και δεν σχετίζεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με την αμοιβαία διοικητική συνδρομή του άρθρου 29 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας.

Παράλληλα, οι Ελεγκτές και το λοιπό προσωπικό της Υπηρεσίας, έχουν εν μέρει το ακαταδίωκτο, καθώς «δεν εξετάζονται, δεν διώκονται και δεν ενάγονται για γνώμη που διατύπωσαν ή θέση που έλαβαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Εξαιρούνται των ανωτέρω η περίπτωση δόλου, η παραβίαση του απορρήτου των πληροφοριών και στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και η παράβαση του καθήκοντος εχεμύθειας, στο οποίο υποχρεούνται οι υπηρετούντες στην Υπηρεσία και μετά την αποχώρησή τους από αυτή.

 

Με πληροφορίες από το sofokleousin.gr

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα