Προειδοποίηση Τσίπρα στην Τουρκία: «Είμαστε αποφασισμένοι»

Αυστηρό μήνυμα στην Τουρκία έστειλε από το βήμα της Βουλής των Ελλήνων ο Αλέξης Τσίπρας, ενημερώνοντας την Ολομέλεια για το Κυπριακό.

Ο Έλληνας Πρωθυπουργός, αφού έκανε ξεκάθαρο ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να αποδεχθεί και να συνυπογράψει δικαίωμα επέμβασης της Τουρκίας, στην επανενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία, δηλαδή απέναντι σε μια χώρα κράτος μέλος της Ε.Ε και διαβεβαίωσε ως αυτονόητο ότι η Κύπρος θα έχει τη στήριξη της Ελλάδας, της ΕΕ και συνολικά της διεθνούς κοινότητας απέναντι σε οποιαδήποτε απειλή, διεμήνυσε σε αυστηρό τόνο προς την Τουρκία ότι «είμαστε αποφασιστικοί στην προάσπιση των αρχών και δικαιωμάτων μας έναντι οποιασδήποτε απειλής και διεκδίκησης».

Ο Αλέξης Τσίπρας δεν παρέλειψε να εκφράσει από το βήμα της Βουλής τις ευχαριστίες του στον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά για την καθοριστική και ιστορικής σημασίας, όπως την αποκάλεσε, προσπάθειάς του.

Υπενθυμίζουμε ότι τα ξημερώματα της Τετάρτης, σε μερικές ώρες δηλαδή, φτάνει στην κυπριακή ΑΟΖ το πλοίο-γεωτρύπανο West Kapella για να ξεκινήσει τις γεωτρήσεις. Η τουρκική πλευρά απειλεί, οι πολυεθνικές πετρελαϊκές δεν ανησυχούν, η Ελλάδα βρίσκεται σε κατάσταση πλήρους ετοιμότητας.

Να σημειωθεί εδώ ότι στη Διάσκεψη του Κραν Μοντάνα, όταν πλέον είχε διαφανεί το αδιέξοδο εξαιτίας της τουρκικής αδιαλλαξίας, ο Νίκος Κοτζιάς προειδοποίησε τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου ότι οποιαδήποτε τουρκική κίνηση στο Αιγαίο ή στην Κύπρο θα θεωρηθεί από την Ελλάδα εχθρική ενέργεια.

Διαβάστε ολόκληρη την ομιλία του Έλληνα Πρωθυπουργού:

Αξιότιμοι συνάδελφοι,

Θεώρησα απαραίτητο να ζητήσω τη σύγκληση, σήμερα, ολομέλειας αξιοποιώντας το άρθρο 14α του κανονισμού, προκειμένου να ενημερώσω το σώμα για τη πορεία του Κυπριακού, σε συνέχεια του τερματισμού των συνομιλιών στην Ελβετία, τα ξημερώματα της περασμένης Παρασκευής.

Είναι σαφές, άλλωστε -όπως είχα επανειλημμένως την ευκαιρία να επισημάνω στις συνομιλίες μου με τους αρχηγούς των κοινοβουλευτικών κομμάτων- ότι η δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού αποτελεί εθνικής σημασίας στόχο για την επίτευξη του οποίου, είναι εξαιρετικά σημαντικός ο διάλογος, η διαρκής ενημέρωση αλλά και η συνεννόηση.

Στο πλαίσιο αυτό, άλλωστε, η ελληνική κυβέρνηση –η ελληνική αντιπροσωπεία- υποστήριξε καθ’ όλη τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης, τις πάγιες θέσεις της χώρας μας:

– Πρώτον, ότι δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού, προς όφελος του συνόλου του Κυπριακού λαού -Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων- μπορεί να επιτευχθεί μόνο στη βάση των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και της ιδιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας ως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

– Δεύτερον, ότι η Ελλάδα στηρίζει σταθερά τις προσπάθειες της Κυπριακής Δημοκρατίας στις δικοινοτικές συνομιλίες, αλλά εμπλέκεται μόνο στη διαπραγμάτευση του κεφαλαίου της ασφάλειας.

– Τρίτον, ότι στο πλαίσιο των συνομιλιών, η Ελλάδα βρίσκεται σε διαρκή συντονισμό με την Κυπριακή Δημοκρατία, της οποίας –άλλωστε- ο λαός θα κληθεί να πάρει την τελική απόφαση.

Στη βάση αυτών των πάγιων θέσεών μας, αναδείξαμε με επιμονή και αποφασιστικότητα το γεγονός ότι δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού συνεπάγεται, πρώτα και κύρια, άρση των συνεπειών της εισβολής και κατοχής μέρους της Κύπρου.

Συνεπάγεται κατάργηση των επεμβατικών δικαιωμάτων και εγγυήσεων και αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων.

Και εδώ θα ήθελα να επισημάνω ιδιαίτερα, την καθοριστική -ιστορικής σημασίας- θα έλεγα, προσπάθεια του Υπουργού Εξωτερικών κ. Κοτζιά, για την οποία θα ήθελα σήμερα και δημόσια να τον ευχαριστήσω.

Γιατί η ελληνική πλευρά ανέδειξε με απόλυτη σαφήνεια, σε όλα τα fora και τις διεθνείς μας επαφές, το γεγονός ότι κανένα κράτος τον 21ο αιώνα και ειδικά ένα κράτος-μέλος της ΕΕ – δεν μπορεί να θεωρείται κυρίαρχο και ανεξάρτητο, αν εις βάρος του υφίστανται εγγυητικά και επεμβατικά δικαιώματα.

Το γεγονός ότι κανένα κράτος της Ε.Ε. -και σίγουρα όχι η Ελλάδα- δεν θα μπορούσε να αποδεχθεί και να συνυπογράψει δικαίωμα επέμβασης της Τουρκίας, στην επανενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία, δηλαδή απέναντι σε μια χώρα κράτος μέλος της Ε.Ε.

Το γεγονός ότι μια επανενωμένη Κύπρος υπό καθεστώς εγγυήσεων, δεν θα μπορούσε ποτέ να εκφραστεί με ανεξάρτητη φωνή σε κοινοτικό επίπεδο, με όλες τις συνέπειες που θα είχε αυτό για την ίδια την ΕΕ.

Το γεγονός ότι η διατήρηση των εγγυήσεων και η παρουσία των κατοχικών στρατευμάτων στην επανενωμένη Κύπρο, θα υπονόμευαν καθημερινά, οποιαδήποτε προσπάθεια για ειρήνη και συμφιλίωση στο νησί.

Θεωρώ ότι σε μεγάλο βαθμό -ίσως για πρώτη φορά σε τόσο μεγάλο βαθμό- μπορέσαμε, μαζί με την Κυπριακή Δημοκρατία, και πείσαμε τη διεθνή κοινότητα για τις θέσεις μας.

Θεωρώ, όμως, εξίσου σημαντικό το γεγονός ότι- σε μεγάλο βαθμό, πείσαμε και για τις προθέσεις μας.

Ότι δεν ροκανίζουμε το χρόνο των διαπραγματεύσεων για να παίξουμε το παιχνίδι της επίρριψης των ευθυνών της αποτυχίας, αλλά αγωνιζόμαστε ειλικρινά υπέρ μιας λύσης που θα ωφελήσει το σύνολο του κυπριακού λαού, εξασφαλίζοντας ότι τα λάθη του παρελθόντος δεν θα επαναληφθούν και ότι η «ασφάλεια της μίας κοινότητας δεν θα οικοδομηθεί εις βάρος της ασφάλειας της άλλης».

Εδώ και ένα χρόνο, καταθέσαμε σειρά προτάσεων, μεταξύ οποίων η σύναψη Τριμερούς Συμφώνου Φιλίας και η δημιουργία Μηχανισμού ελέγχου του ΟΗΕ.

Προτάσεις που, μαζί με την αλλαγή στη δομή του κράτους, τα μέτρα αστυνόμευσης και τη συμμετοχή στην ΕΕ, θα ενίσχυαν την αίσθηση ασφάλειας και της τουρκοκυπριακής κοινότητας.

Στο πλαίσιο αυτό, επανειλημμένως καλέσαμε την Τουρκία σε προπαρασκευαστικές διαβουλεύσεις.

Δυστυχώς, δεν βρήκαμε ανταπόκριση.

Και το λέω αυτό με ιδιαίτερη λύπη, διότι όπως φάνηκε, εάν είχαμε καταφέρει να σημειώσουμε εκ των προτέρων ουσιαστική πρόοδο σε αυτό το κεφάλαιο, όπως αυτή που σημειώθηκε σε άλλα κεφάλαια, η προοπτική για λύση στην Ελβετία, θα ήταν πολύ καλύτερη.

Αυτό, όμως, που διαφάνηκε, παρά κάποιες ελπιδοφόρες ενδείξεις, ήταν ότι η Τουρκία δεν είχε τελικά πρόθεση να δεσμευθεί σε μια λύση που θα επέτρεπε στην επανενωμένη Κύπρο να είναι πραγματικά ανεξάρτητη και κυρίαρχη.

Χωρίς επεμβατικά δικαιώματα και με αποχώρηση του κατοχικού στρατού.

Δεν θα ήθελα να μπω σε περισσότερες λεπτομέρειες για τη διαπραγμάτευση.

Άλλωστε, τον λόγο θα πάρει ο Υπουργός Εξωτερικών κ Κοτζιάς.

Θεωρώ, όμως, ότι η επόμενη περίοδος είναι ιδιαίτερα σημαντική, και για αυτό επιτάσσει αποφασιστικότητα και ψυχραιμία σε μια σειρά από ζητήματα που συνδέονται με τη σημερινή μας συζήτηση:

Επιτρέψτε μου να τα ιεραρχήσω συνοπτικά:

Πρώτον, η συνεργασία Ελλάδας-Κυπριακής Δημοκρατίας, αποτελεί και θα συνεχίσει να αποτελεί κρίσιμο άξονα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Το γεγονός αυτό, δεν περιορίζεται μόνο στις συνομιλίες για το Κυπριακό, όπου ο συντονισμός ήταν εξαιρετικός- και θα ήθελα με την ευκαιρία να ευχαριστήσω για αυτό, τον Πρόεδρο Αναστασιάδη και την διαπραγματευτική ομάδα της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η συνεργασία Ελλάδας-Κυπριακής Δημοκρατίας, έχει ευρύτερες διαστάσεις, αφορά γενικότερα, θα έλεγα, τη διεθνή διπλωματική μας συνεργασία στην ΕΕ, στη Σύνοδο των Ευρωπαϊκών Χωρών του Νότου, στις τριμερείς συνεργασίες με χώρες της Μέσης Ανατολής και αλλού.

Αφορά, ασφαλώς, και τη στήριξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην άσκηση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων στην Αποκλειστική Οικονομική της Ζώνη.

Η Κυπριακή Δημοκρατία ως κυρίαρχο κράτος έχει το δικαίωμα να επιλέξει το τρόπο με τον οποίο θα αξιοποιήσει τα δικαιώματά της, ιδίως αυτά που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο και το δίκαιο της θάλασσας.

Και σε αυτή της την επιλογή, είναι αυτονόητο ότι θα έχει τη στήριξη τόσο της Ελλάδας, όσο όμως και της ΕΕ, αλλά και συνολικά της διεθνούς κοινότητας, απέναντι σε οποιαδήποτε απειλή.

Δεύτερον. Ο τερματισμός των συνομιλιών στην Ελβετία δεν αποτελεί το τέλος της προσπάθειάς μας.

Η δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού στο πλαίσιο των αποφάσεων του ΟΗΕ, αποτελεί και θα συνεχίσει να αποτελεί, κεντρικό άξονα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Κεντρικό διακύβευμα για μια χώρα που αποτελεί πυλώνα ειρήνης, σταθερότητας και ασφάλειας στην περιοχή.

Στο πλαίσιο αυτό, είμαστε ανοιχτοί στην επανέναρξη των συνομιλιών υπό τον ΟΗΕ, στο βαθμό που θα εκφραστεί ενδιαφέρον από όλες τις πλευρές.

Και θα συνεχίσουμε να κινούμαστε στην ίδια κατεύθυνση:

Προάσπιση των αρχών μας, σε συνδυασμό με μια διπλωματία που δεν βασίζεται σε φοβίες και εμμονές του παρελθόντος, αλλά σε εποικοδομητικές προτάσεις και στη δημιουργία ερεισμάτων.

Και βέβαια θα αξιοποιήσουμε το γεγονός ότι η κατάργηση των εγγυήσεων και η αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων, αποτελεί πια -χάρη στις προσπάθειες της ελληνικής πλευράς- μέρος της ατζέντας της διεθνούς κοινότητας, για επίλυση του Κυπριακού προβλήματος.

Όπως επιβεβαιώνεται άλλωστε και από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ.

Έναν άνθρωπο που χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης διεθνώς.

Μια πολιτική προσωπικότητα υψηλού κύρους που μπορεί να συνεχίσει και πιστεύουμε ότι θα συνεχίσει αυτήν την σημαντική προσπάθεια.

Τρίτον, η δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού είναι και πρέπει να είναι κεντρικό πρόταγμα και για το μέλλον της ΕΕ.

Όχι μόνο διότι αφορά την άρση της παράνομης κατοχής ενός κράτους μέλους.

Ούτε μόνο διότι η εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου, είναι απαραίτητη για την επίλυση του ζητήματος.

Ούτε μόνο επειδή χάρη και στις συντονισμένες μας προσπάθειες, έχει γίνει πια αποδεκτό από όλους ότι έχει θέση στο τραπέζι των συνομιλιών.

Αλλά και διότι συμβάλλοντας στην επίλυση του Κυπριακού, η ΕΕ ανοίγει το δρόμο ώστε να ενισχύσει τον διεθνή και περιφερειακό της ρόλο.

Τέταρτον, το μήνυμά μας προς την Τουρκία -το οποίο αναδείχθηκε και κατά τις συνομιλίες για το Κυπριακό- πρέπει να παραμείνει σταθερό, ιδιαίτερα σε αυτές τις δύσκολες στιγμές:

Είμαστε αποφασιστικοί στην προάσπιση των αρχών και δικαιωμάτων μας έναντι οποιασδήποτε απειλής και διεκδίκησης.

Και την ίδια στιγμή, προσηλωμένοι στην αντιμετώπιση των ζητημάτων που μας χωρίζουν και στην οικοδόμηση μιας σχέσης που βασίζεται στον σεβασμό του διεθνούς δικαίου.

Στον αμοιβαίο σεβασμό.

Μένει να δούμε κατά πόσον και η Τουρκία θα αναγνωρίσει τη σημασία που έχει η δίκαιη και βιώσιμη επίλυση του Κυπριακού, για την ίδια, για τις σχέσεις μας και τις ευρωτουρκικές σχέσεις, αλλά και για την ευρύτερη περιοχή.

Κυρίες και κύριοι βουλευτές,

Θα ήθελα κλείνοντας, να χαιρετίσω την απόφαση της Ελληνικής και της Κυπριακής Βουλής από το Γενάρη 2016, για την από κοινού πρόσβαση σε όλα τα ντοκουμέντα τα οποία ήρθαν στη γνώση και την κατοχή της ελληνικής Βουλής από το 1986 μέχρι το 1988 και αφορούν το Κυπριακό.

Περίοδος κατά την οποία λειτούργησε η «Εξεταστική Επιτροπή» για τις καταθέσεις όλων όσων είχαν σχέση με την κυπριακή τραγωδία.

29 χρόνια μετά, η Ελληνική Βουλή θα δώσει πλήρη σειρά αυτών των ντοκουμέντων στην Κυπριακή Βουλή, έτσι ώστε να ανοίξει, όπως δικαιούται άλλωστε για ένα θέμα που κυρίως αφορά το Κυπριακό λαό,
να ανοίξει για επιστημονικούς και ιστορικούς λόγους, αυτή η περίοδος προς εξέταση.

Όπως γνωρίζεται αυτή η απόφαση των δυο εθνικών αντιπροσωπειών έχει ληφθεί εδώ και πολύ καιρό, συνεπώς ουδόλως σχετίζεται με τη πορεία των συνομιλιών για την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος.

Αντιθέτως, ανεξαρτήτως από τις συνομιλίες και την έκβασή τους, θεωρώ ότι αποτελεί ένα ανεκπλήρωτο εδώ και δεκαετίες χρέος της ελληνικής πολιτείας προς τον Κυπριακό λαό.

Ένας ελάχιστος φόρος τιμής και μια ιστορική δικαίωση προς όλους όσους αγωνίστηκαν, αντιστάθηκαν και θυσιάστηκαν στο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και στην εισβολή και κατοχή μέρος της Κύπρου, από τις Επιχειρήσεις του Αττίλα.

Και θέλω να πιστεύω ότι το σύνολο των δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων, θα στηρίξουν την σημερινή ιστορική πράξη του ελληνικού κοινοβουλίου, όπως ενέκριναν πριν λίγο καιρό και τα πρωτόκολλα συνεργασίας με τα οποία η πρωτοβουλία αυτή ξεκίνησε.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα