Παυλόπουλος: Κοινός αγώνας Ελλάδας-Γερμανίας  για το Ευρωπαϊκό Όραμα

Την εκτίμηση πως η Ελλάδα και η Γερμανία έχουν χρέος ν’ αγωνισθούν για να γίνει πράξη το Ευρωπαϊκό Όραμα, η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, εξέφρασε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος κατά την προσφώνησή του, στο επίσημο δείπνο, που παρέθεσε προς τιμήν του Προέδρου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, κ. Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ, στο Προεδρικό Μέγαρο.

Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στο μεγάλο σύγχρονο πρόβλημα, της διεθνούς τρομοκρατίας, που οφείλουμε να το αντιμετωπίσουμε, μ’ απόλυτη αποφασιστικότητα, ως έγκλημα κατά της Ανθρωπότητας, μετά και από την σημερινή πολύνεκρη επίθεση στην Στοκχόλμη.

Όπως σημείωσε, η αποφασιστικότητα ως προς την πάταξη της διεθνούς τρομοκρατίας είναι υπόθεση, η οποία αφορά όλη την πολιτισμένη Ανθρωπότητα και απαιτεί την συνεργασία όλων των Κρατών που την συγκροτούν, ενώ εξέφρασε την αλληλεγγύη του προς τον Σουηδικό Λαό, προσθέτοντας ότι δεν πρόκειται να ανεχθούμε αυτήν την τρομοκρατία και θα είμαστε αμείλικτοι απέναντι σε τέτοια φαινόμενα.

Παράλληλα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έστειλε ξεκάθαρα μηνύματα αναφορικά με τα εθνικά μας θέματα προς Τουρκία και ΠΓΔΜ αλλά και προς Γερμανία για το θέμα των Γερμανικών Αποζημιώσεων.

Ειδικότερα, ο κ. Παυλόπουλος σημείωσε ότι «Το πόσο η Ελλάδα αισθάνεται, στο διηνεκές, αναπόσπαστο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει και από το ότι ακόμη και τα εθνικά της θέματα τα υπερασπίζεται υπό το φως και στην βάση των αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Δικαίου» και πρόσθεσε:

«Ως προς το Κυπριακό -και με την αυτονόητη βεβαίως διευκρίνιση ότι αυτό αποτελεί διεθνές και, κυρίως, ευρωπαϊκό ζήτημα- επιδιώκουμε, το συντομότερο δυνατό, την δίκαιη και βιώσιμη λύση του. Όμως η Κυπριακή Δημοκρατία, ως πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είναι νοητή με περιορισμένη κυριαρχία, την οποία θα προκαλούσαν στρατεύματα κατοχής και αναχρονιστικές εγγυήσεις τρίτων. Τούτο είναι αντίθετο προς κάθε έννοια Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου. Επιπλέον θα δημιουργούσε ένα επικίνδυνο ως και καταστροφικό προηγούμενο για την κυριαρχία κάθε κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε αυτήν τη γραμμή υπάρχει απόλυτη ταύτιση και συμπόρευση μεταξύ της Ελληνικής και της Κυπριακής Δημοκρατίας και των Ηγεσιών τους».

Ως προς τα Ελληνικά σύνορα, με έμφαση σ’ εκείνα του Αιγαίου, υπενθύμισε, ότι «η Συνθήκη της Λωζάνης, σύμφωνα με την πεμπτουσία του Διεθνούς Δικαίου, πρέπει να γίνεται απ’ όλους πλήρως σεβαστή. Κάθε αμφισβήτησή της, άμεση ή έμμεση, είναι αδιανόητη και αυτονοήτως απορριπτέα. Πολλώ μάλλον όταν οδηγεί σε αμφισβήτηση των συνόρων όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Μάλιστα, επισήμανε ότι «εμείς τείνουμε πάντοτε χείρα φιλίας και καλής γειτονίας προς την Τουρκία» και πρόσθεσε « Εμείς, οι Έλληνες, θέλουμε μια Τουρκία δημοκρατική, θέλουμε μια Τουρκία ευημερούσα, μια Τουρκία η οποία να έχει ευρωπαϊκή προοπτική. Γι’αυτό και σε κάθε περίπτωση που συνάντησε δυσκολίες η Τουρκία, με τελευταίο παράδειγμα το πραξικόπημα, εμείς στηρίξαμε την συνταγματική της νομιμότητα. Ευνοούμε, το τονίζω, την ευρωπαϊκή της προοπτική. Είμαστε άλλωστε, όπως συνηθίζω να λέγω, ?η πόρτα και το παράθυρο’ της Τουρκίας προς την Ευρώπη. Αλλά αυτό προϋποθέτει, για να γίνει πράξη, από την πλευρά της Τουρκίας μια πλήρη, ειλικρινή και έμπρακτη απόδειξη του σεβασμού του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου στο σύνολό τους. Αν αυτό δεν συμβαίνει, τότε δεν είναι δυνατό να χτισθεί πραγματική φιλία». Όπως παρατήρησε «οι φιλίες χτίζονται πάνω στην ειλικρινή βάση του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Εμείς το εννοούμε αυτό και είμαστε εδώ να ζήσουμε ως φίλοι και καλοί γείτονες με την Τουρκία, αλλά είμαστε έτοιμοι επίσης, αν χρειασθεί, να υπερασπισθούμε και τα εθνικά μας θέματα που, όπως είπα πριν, είναι και θέματα της Ευρώπης».

Αναφορικά με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, ο κ. Παυλόπουλος υπογράμμισε ότι «όσο επιμένει στην χρησιμοποίηση ονόματος, το οποίο πέραν της προκλητικής παραχάραξης της Ιστορίας αποπνέει αλυτρωτισμό, δεν έχει ευρωπαϊκή προοπτική. Το ευρωπαϊκό κεκτημένο αποκλείει υποψήφια κράτη-μέλη τα οποία αμφισβητούν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, το status quo των συνόρων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Τέλος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δήλωσε ότι «η Ελλάδα θεωρεί παγίως, ότι ορισμένες από τις απαιτήσεις που αφορούν το κατοχικό δάνειο και τις αποζημιώσεις της εποχής της κατοχής είναι πάντα νομικώς ενεργές και δικαστικώς επιδιώξιμες. Αλλά και αυτού του είδους οι θέσεις δεν διεκδικούνται από την Ελλάδα μονομερώς. Τις εντάσσουμε στο πλαίσιο του διεθνούς και του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού. Και μέσα σε αυτόν τον διεθνή και ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό, θα υποστηρίξει και να εκθέσει κάθε χώρα τις θέσεις της».

Απευθυνόμενος στον κ. Σταϊνμάιερ, αφού τον συνεχάρη για την ανάδειξή του στο Ύπατο Αξίωμα της χώρας του, έκανε λόγο για έναν κορυφαίο Ευρωπαίο Πολιτικό, με όλη την σημασία των λέξεων και τον ευχαρίστησε για την σημερινή επίσκεψή του στην Αθήνα, που δείχνει εμπράκτως την σημασία που δίνει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στην περαιτέρω ενίσχυση και εμβάθυνση των Ελληνογερμανικών σχέσεων.

«Η επίσκεψή σας πραγματοποιείται σε μιαν εξαιρετικώς κρίσιμη συγκυρία τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Ευρωπαϊκή Ένωση γενικώς, ιδίως δε για τον σκληρό πυρήνα της, την Ευρωζώνη. Ας πορευθούμε από κοινού, Κύριε Πρόεδρε, οι δύο Λαοί μας, καθένας στο μέτρο που του αναλογεί, και στο δρόμο που χάραξαν -βεβαίως σε μιαν άλλη συγκυρία- ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Χέλμουτ Σμιτ, για να υπερασπισθούμε τόσο την ιστορική αποστολή καθενός μέσα στην μεγάλη Ευρωπαϊκή μας Οικογένεια όσο και την εκπλήρωση του Ευρωπαϊκού Οράματος, ήτοι την δημιουργία μιας Ομοσπονδιακής Ευρώπης υπό όρους Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας που σέβεται στο ακέραιο το Κράτος Δικαίου, τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου και, επομένως, την Ελεύθερη -όχι όμως και ανεξέλεγκτη- Οικονομία», υπογράμμισε ο κ. Παυλόπουλος.

Αναφορικά με το Προσφυγικό ζήτημα, ο κ. Παυλόπουλος επισήμανε ότι αποτελεί την μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση και τόνισε ότι οι πρωτόγνωρες προσφυγικές ροές προς την Ευρώπη προκαλούνται, κυρίως, από τις εστίες πολέμου στην Μέση Ανατολή, ιδίως δε στην Συρία. Εάν αυτές δεν εξαλειφθούν, το πρόβλημα δεν θα επιλυθεί οριστικώς, και υπογράμμισε ότι κανείς δεν μπορεί να μείνει ασυγκίνητος μπροστά στις εικόνες των νεκρών μικρών παιδιών.

Στην αντιφώνησή του, ο Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας κ. Φράνκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ, αφού ευχαρίστησε τον Έλληνα ομόλογό του για τα θερμά λόγια που του απηύθυνε και την φιλική υποδοχή, αναφέρθηκε στην προηγούμενη επίσκεψή του στη χώρα μας, «στο λίκνο της Δημοκρατίας και της Ευρώπης», όπως είπε, κατά την οποία είχε συναντηθεί και με τον Έλληνα πρωθυπουργό κ. Αλέξη Τσίπρα.

Παράλληλα, σημείωσε ότι η ιστορική σημασία της Ελλάδας, αποτελεί από μόνη της λόγο για επίσημη επίσκεψη, ο δεύτερος λόγος της επίσκεψής μου είναι ότι βρισκόμαστε αυτή την στιγμή σε μια βαθιά κρίση στην Ευρώπη, ιδίως μετά το Brexit, και αν θέλουμε να ξεπεράσουμε τις αντιπαλότητες θα χρειαστεί να είμαστε ενωμένοι στην Ευρώπη των 27, στην οποία ανήκει η Ελλάδα.

Ο τρίτος λόγος της επίσκεψής του, είπε ότι είναι πιο ουσιαστικός και αφορά στις ελληνογερμανικές σχέσεις, οι οποίες είναι ευρύτερες και δεν περιορίζονται στην απλή χορήγηση δανείων.

Ο τέταρτος λόγος είναι τα εγκαίνια της documenta14, ο τίτλος της οποίας (Να μάθουμε από την Αθήνα), μπορεί να δημιουργεί ερωτήματα, ή ακόμα και να προκαλεί. Η documenta, όμως, ήταν πάντα ένα forum, το οποίο προσελκύει το ενδιαφέρον και θα μας οδηγήσει σε μια διαφορετική θεώρηση των πραγμάτων, έστω και εάν δεν είναι ένα άνετο περιβάλλον για έναν πολιτικό.

Απευθυνόμενος στον κ. Παυλόπουλο, επισήμανε την συμβολή του, πάνω από 40 χρόνια, στην δημοκρατική πορεία της Ελλάδας.

Από την οικονομική κρίση 2008-2009 η Ελλάδα περνά από μια δύσκολη φάση και οι πολίτες της υπέστησαν τις δυσβάσταχτες συνέπειές της, ενώ παράλληλα εκλήθησαν να αντιμετωπίσουν και το Προσφυγικό, στο οποίο προσέφεραν πολλά και είμαστε ευγνώμονες. Γι΄αυτό οφείλουμε να υποστηρίξουμε την Ελλάδα στην αντιμετώπισή του.

Οι σχέσεις μας δοκιμάστηκαν λόγω των διαφόρων στερεοτύπων, που καλλιεργήθηκαν στην κοινή γνώμη, αλλά γνωρίζουμε ότι δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Οι ελληνογερμανικές σχέσεις θα βελτιωθούν εάν καταπολεμήσουμε την καχυποψία και καλλιεργήσουμε με ειλικρίνεια την αμοιβαία εμπιστοσύνη.

Γι΄αυτά θέλω να εργασθώ με το ίδιο σθένος και υπό τη νέα μου ιδιότητα και θα τα υποστηρίξω, κατέληξε.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα