Ξυδάκης: Η Ελλάδα θα παραμείνει έξω από τα κέντρα συγκρούσεων και αναταραχών

Στο ραδιόφωνο 24/7 και την εκπομπή «Αντίμετρα» μίλησε ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Ξυδάκης.

Η συνέντευξη:

Ποια είναι η δική σας αποτίμηση της επίσκεψης Ερντογάν; ήταν η πρώτη ερώτηση των δημοσιογράφων.

Τα συμπεράσματα ίσως είναι νωρίς να τα βγάλουμε. Νομίζω πάντως ότι ήταν θετική. Πρέπει να έχουμε ανοιχτούς διαύλους με την Τουρκία και τον πρόεδρό της παρά το γεγονός ότι είναι απρόβλεπτος και φημίζεται για το ταμπεραμέντο του. Είδαμε ότι παρότι τις πρώτες ώρες της επίσκεψης υπήρξε μία λεκτική αντιπαράθεση με τον πρόεδρο και με τον πρωθυπουργό, εν συνεχεία τα πράγματα εξελίχτηκαν μάλλον καλύτερα, ιδιαίτερα στην επίσκεψη του Ερντογάν στη Θράκη. Ήταν πιο μαζεμένος, πιο σώφρων και είπε πράγματα που δεν τα έχει πει άλλος Τούρκος ηγέτης τα τελευταία χρόνια.

Ο Τούρκος πρόεδρος δεν περνάει την καλύτερή του φάση από άποψη διπλωματικής αποδοχής στις δυτικές πρωτεύουσες. Πίσω από τις κλειστές πόρτες είναι πολύ πιθανόν να βρέθηκαν «σημεία συμβίωσης». Δεν μιλάω για ταύτιση αλλά για σημεία προσέγγισης που θα είναι ωφέλιμα για όλους. Η Ελλάδα είναι αναβαθμισμένη γεωστρατηγικά το τελευταίο διάστημα. Την ωφελεί και επιβάλλεται να είναι εξωστρεφής και κινητική όπως επίσης επιβάλλεται να παραμένει έξω από τα κέντρα  συγκρούσεων και αναταραχών για να παίξει το δικό της ρόλο. Όχι μόνο ως ενεργειακός κόμβος αλλά και ως διαχρονική δύναμη ειρήνης, ασφάλειας, φιλίας και σταθερότητας. Αυτό φάνηκε και από την πολυμερή συνάντηση με τους βαλκάνιους ηγέτες. Εκεί η χώρα μας επιβεβαίωσε ότι είναι μια μεγάλη, φιλική δύναμη η οποία επιθυμεί, έχει ήδη χτίσει και εξακολουθεί να καλλιεργεί ιστορικούς και φιλικούς δεσμούς με τις άλλες χώρες στην περιοχή. Ιδιαίτερης σημασίας είναι το γεγονός ότι η συνάντηση έγινε αμέσως μετά την επίσκεψη Ερντογάν. Διανύουμε μια καλή συγκυρία για την ελληνική εξωτερική πολιτική.

Λωζάνη

Τις πρώτες ώρες ειδικά αυτό που κυριάρχησε ήταν οι αναφορές στη συνθήκη της Λωζάνης. Έχω την εντύπωση πως παρά τα όσα είπε ο κ. Ερντογάν, στην πραγματικότητα η Τουρκία σε αυτή τη συγκυρία θα έπρεπε να είναι η χώρα με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την τήρηση των όρων της.  

Η αίσθησή μου είναι ότι η εμμονή του Τούρκου προέδρου με τη Λωζάννη είναι το πεδίο στο οποίο εκδηλώνει την έντονη διαφοροποίηση του προς την κεμαλική παράδοση. Αμφισβητεί, πολύ πιθανά, το «μεγάλο» κεκτημένο του κεμαλισμού. Γι’ αυτό βλέπουμε ότι οι αντιδράσεις προέρχονται πάντα από την πλευρά των κοσμικών εθνικιστών κεμαλιστών οι οποίοι θεωρούν μεγάλη κληρονομιά το γεγονός ότι πάνω στην αποσύνθεση της οθωμανικής αυτοκρατορίας χτίζεται το νέο τουρκικό κράτος του κεμαλισμού.

Είναι λοιπόν από τη μία πλευρά οι εσωτερικοί λόγοι και από την άλλη η εύλογη ανησυχία του για αυτά που συμβαίνουν στα νότια σύνορα του, με τις αποσχιστικές τάσεις και τη ρευστή γεωμετρία των συνόρων. Φαίνεται ότι αυτό που εκδηλώνει στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια ο κ. Ερντογάν είναι ήσσον. Δεν είναι το επίκεντρο του ενδιαφέροντός του. Μία ζώνη επιρροής στα Βαλκάνια προφανώς θέλει να την έχει. Η Τουρκία πάντα το ήθελε αυτό, πολύ περισσότερο ο Ερντογάν που έχει εντονότερο τον ισλαμικό χαρακτήρα. Αλλά τα πράγματα έχουν αλλάξει ήδη από την περασμένη δεκαετία. Θέλει να δείξει πιστεύω ότι κάτι έχει να πει στα δυτικά του σύνορα, στη δυτική του γειτονιά.

Όπως και να είναι πρόκειται για ένα αγκάθι που σκιάζει τις ομαλές σχέσεις και δεν αφήνει να ξετυλιχτούν οι συνεργασίες σε άλλα πεδία. Ίσως όμως δεν είναι τόσο απειλητικό όσο ακούγεται εκ πρώτης όψεως. Πρέπει βέβαια να το εκτιμά κανείς πολύ προσεκτικά και να αντιδρά όπως αντέδρασε, δηλαδή πολύ συντονισμένα και ξεκάθαρα η ελληνική ηγεσία, τόσο η πολιτειακή όσο και ο πρωθυπουργός.

FYROM

Είδαμε τον Πρωθυπουργό προχθές από το Βελιγράδι να στέλνει ένα μήνυμα προς την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας ότι θα μπορούσε το 2018 να είναι ένα καθοριστικό έτος για να επιλυθεί το μακεδονικό. Από τον πρωθυπουργό Ζάεφ έχουμε κάποιες δηλώσεις τουλάχιστον φιλόδοξες, σχεδόν εντυπωσιακές: κάνει αυτοκριτική για το θέμα του αλυτρωτισμού, αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο μετονομασίας του αεροδρομίου. Έχετε την αίσθηση ότι δημιουργούνται οι κατάλληλες συνθήκες για μία ιστορική ευκαιρία επίλυσης του μακεδονικού;

Μετά την αποχώρηση του Γκρούεφσκι -μάλλον υπό την πίεση του ξένου παράγοντα- η αλλαγή στάσης είναι θεαματική. Ασκήθηκαν πιέσεις προς την εξάλειψη της σκληρής λαϊκο-εθνικιστικής ρητορείας της προηγούμενης πολιτικής κατάστασης, με στόχο τη σταθεροποίηση στα Βαλκάνια.

Νομίζω ότι η Ελλάδα διαχρονικά αντιμετωπίζει τη Δημοκρατία των Σκοπίων ως μία φιλική περιοχή με ανθρώπους που έχουν θετικά αισθήματα απέναντι στη χώρα μας. Που μας θεωρούν τους καλούς, φυσικούς τους γείτονες. Έτσι πρέπει να τους δούμε και εμείς. Η στάση της τωρινής ηγεσίας της ίσως είναι ένας ιστορικός διάδρομος να ξεδιπλωθεί μια προσέγγιση. Νομίζω ότι είναι έτοιμη και η ελληνική πλευρά. Και ο ελληνικός λαός σε μεγάλο βαθμό καταλαβαίνει ότι μία στείρα αντιπαράθεση στο διηνεκές, χωρίς συγκλίσεις, δεν ωφελεί κανέναν. Μπορούν να βρεθούν οι συγκλίσεις με σεβασμό προς τις ελληνικές ευαισθησίες, ιστορικές και κυριαρχικές που παράλληλα θα υποβοηθούν την επιβίωση της γειτονικής χώρας χωρίς όμως αυτή να καπηλεύεται ή να υπερκαλύπτει ιστορικά πεδία.

Από τον καιρό του Γκλιγκόροφ έχουμε να δούμε κάποια σημεία διαλλακτικά και θα μπορούσε τώρα να είναι μία καλή ιστορική περίοδος. Χρειαζόμαστε σταθερότητα στη χερσόνησο. Μπορούν τα Σκόπια και η Αθήνα να καθίσουν σε ένα τραπέζι με καλό πνεύμα με  αλληλοσεβασμό και να βρούνε μία λύση. Πιθανώς να είμαστε κοντά σε μία λύση. Θα το δούμε όμως γιατί πάντα υπάρχουν απρόοπτα.

Θα πρέπει βέβαια επιπλέον με κάποιους τρόπους  να εγκαταλειφθούν οι αλυτρωτικές δεσμεύσεις, ίσως σε επίπεδο Συντάγματος από τη μεριά των Σκοπίων γιατί κάτι τέτοιο θα παρόξυνε θεμιτά και δίκαια τα αντανακλαστικά των Αθηνών. Πρόκειται για έναν αλυτρωτισμό που δεν εξυπηρετεί τίποτα. Βοήθησε ενδεχομένως σε κάποια στιγμή να συγκροτηθεί μία εθνική συνείδηση στους γείτονές μας -να το κατανοήσουμε αυτό- αλλά δεν εξυπηρετεί ούτε την πραγματική στρατηγική ισορροπία, ούτε τις σχέσεις καλής γειτονίας, ούτε ιστορικό υπόβαθρο έχει.

Έχει γίνει μία κατάχρηση συμβόλων, εννοιών, ιστορικών περιοδολογήσεων και ονοματολογίας. Σε αυτό είναι αρκετά πιο μετριοπαθείς τώρα γιατί τους έχει κοστίσει πολύ περισσότερο από ό,τι κόστισε στην Ελλάδα. Τα Σκόπια χρειάζονται την Ελλάδα. Νομίζω ότι μπορούμε να βρούμε δρόμο. Μετά τη δεκαετία του ‘90 έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Ήμασταν και εμείς μπλεγμένοι τότε στα εσωτερικά μας. Ασχολούμασταν με τα πάμπερς ενώ γύρω μας άλλαζε η γειτονιά και ο κόσμος και έτσι χάσαμε την ευκαιρία να είμαστε συνδιαμορφωτές κρατικών φυσιογνωμιών στη γειτονιά μας. Γίναμε ουραγοί από κει που ήμασταν επικεφαλής και δυνατοί. Τώρα έρχεται ξανά η στιγμή που μπορούμε να παίξουμε έναν πολύ σοβαρό και καταλυτικό ρόλο στην περιοχή και δεν θα πρέπει να το αφήσουμε αυτό ανεκμετάλλευτο.  Με τους όρους μας, με σοβαρότητα και ειλικρίνεια. Νομίζω ότι είναι μία καλή στιγμή. Ελπίζω οι εσωτερικές μας διενέξεις, η δική μας εσωτερική πολιτική ανακατάταξη, γιατί είμαστε και εμείς σε μια ρευστή εποχή εδώ και επτά – οκτώ χρόνια, να μην μας αποτρέψουν και πάλι από το να δώσουμε μία καλή λύση για όλους.

Πλειστηριασμοί

Την Τετάρτη θα έχουμε άλλον έναν γύρο πλειστηριασμών. Ξέρετε και εσείς ότι διοργανώνονται διαμαρτυρίες. Χθες είχαμε τον κ. Σκουρλέτη να δηλώνει ότι εάν αποδειχθεί ότι στο μέλλον οι τράπεζες δεν τηρούν τη συμφωνία κυρίων και έχουμε λαϊκά σπίτια στο σφυρί θα πρέπει η κυβέρνηση να νομοθετήσει για την προστασία τους ακόμη και χωρίς την κατανόηση των δανειστών. Βλέπετε μία ανάγκη τέτοιας νομοθέτησης αυτή τη στιγμή ή αργότερα, αν η άτυπη συμφωνία κυρίων παραβιαστεί;

Πρέπει να πιέζουμε προς την κατεύθυνση τήρησης της συμφωνίας. Και θα πρέπει άμεσα να δούμε σε ποιο βαθμό δάνεια για πρώτες κατοικίες 100 ή 300 χιλιάδων ευρώ το πολύ, και τα οποία σε μεγάλο βαθμό εξυπηρετούνται πριν από την κρίση, επηρεάζουν την εικόνα των τραπεζών. Να γίνει μία κοστολόγηση. Σε κοινωνικό επίπεδο θα πρέπει η κυβέρνηση, πολιτικά πράττοντας, να παράσχει όλες τις αναγκαίες διασφαλίσεις και εγγυήσεις στον κόσμοότι δεν θα έχουμε άδικη επίθεση στα μικρά εισοδήματα και στους μικρούς δανειολήπτες, γεγονός που θα προκαλούσε μεγάλη κοινωνική αναστάτωση και χωρίς κανένα προφανές οικονομικό όφελος για τις τράπεζες.

Σε κάθε περίπτωση αυτό είναι και το νόημα της Δημοκρατίας. Να προστατεύσεις τον αδύναμο. Αν δούμε ότι δεν τηρείται η συμφωνία -μένει να το δούμε αυτό γιατί δεν νομίζω ότι οι τράπεζες θέλουν να μαζέψουν μικρά ακίνητα για να τα ξεπουλήσουν στο 2% της αξίας του δανείου- τότε θα πρέπει η κυβέρνηση να νομοθετήσει ένα δίκαιο δίχτυ προστασίας. Θα το δούμε να ξεκαθαρίζεται τους επόμενους μήνες. Η κυβέρνηση έχει και τη βούληση και τη δυνατότητα να το λύσει.

ΣΤΕ και πόθεν έσχες

Πως είδατε χθες την έντονη αντίδραση του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας ο οποίος κατήγγειλε ωμή παρέμβαση στην δικαιοσύνη επειδή ο κ. Κοντονής υπερασπίστηκε την ανάγκη οι δικαστές να μην επιδιώκουν την αυτοεξαίρεσή τους από την υποβολή πόθεν έσχες;

Ο κ. Κοντονής έθεσε ως θέμα την εξαίρεση από το πόθεν έσχες ή τις τόσες πολλές προϋποθέσεις που τίθενται, ώστε να το έχουν οδηγήσει σε αδράνεια για τους δικαστές. Ελάχιστο ποσοστό των δικαστών υπέβαλε δήλωση. Είναι ένα εύλογο ερώτημα που διαχέεται σε όλη την κοινωνία. Ένας χαμηλόμισθος αστυνομικός λόγου χάρη, ένας αντιδήμαρχος -δεν μιλάω καν για τους βουλευτές γιατί είναι 300 και μπορούν πολύ εύκολα να εντοπιστούν- και χιλιάδες άλλοι αιρετοί και δημόσιοι λειτουργοί υποβάλουν αγόγγυστα τις δηλώσεις τους εμπιστευόμενοι το ελληνικό κράτος και τους ελληνικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς. Θα πρέπει και οι δικαστές να δείξουν καλή θέληση. Πρέπει να υπαχθούν. Είναι θέμα ισοπολιτείας και ισονομίας. Είναι οι λειτουργοί του νόμου και γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα μας τους κανόνες δικαίου. Σε ένα δικαιοπρακτικό κράτος ζούμε.

Υπάρχει δυσφορία εκ μέρους τους και αυτό που θέτουν εν τέλει είναι ότι πρέπει όλοι οι μηχανισμοί που ελέγχουν το πόθεν έσχες να είναι δικαστικοί. Και αυτό δεν είναι απολύτως σωστό. Θα πρέπει να λογοδοτούν σε άλλους θεσμούς του κράτους και όχι στη δικαστική αρχή, όχι στους δικούς τους ανθρώπους. Πρέπει να δοθεί μία λύση γιατί νομίζω ότι η στάση των δικαστών προσφέρει εξόχως ένα πολιτικό παιδαγωγικό παράδειγμα. Δεν μπορεί να αυτοεξαιρούνται από τα πάντα. Πρέπει να συμμετέχουν και στους πόνους και στα δίκαια και στους αγώνες του ελληνικού λαού. Μετέχουν στην κοινωνία. Ίσως να μπορεί να έρθει μία καταλλαγή τώρα. Μπορεί να επρόκειτο για υπεραντίδραση από τη μεριά τους. Πρέπει και εκείνοι να καταλάβουν ότι παίζουν έναν πολύ υψηλό κοινωνικό ρόλο και παιδαγωγικό ρόλο.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα