Ν. Βούτσης: Η υποχώρηση της δημοκρατίας και η φτώχεια θερμοκήπιο μέσα στο οποίο αναπτύσσονται φαινόμενα της μισαλλοδοξίας, ρατσισμού και ξενοφοβίας

nikos-voutsis-dimotis-onlineΠαρέμβαση του Προέδρου της Βουλής κατά την τρίτη ενότητα της Διάσκεψης των Προέδρων Κοινοβουλίων των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Ο Πρόεδρος της Βουλής κ. Νικόλαος Βούτσης απηύθυνε ομιλία κατά την τρίτη ενότητα της Διάσκεψης των Προέδρων Κοινοβουλίων των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης με θέμα την «Κινητοποίηση των Κοινοβουλίων ενάντια στο μίσος, για κοινωνίες χωρίς αποκλεισμούς και ρατσισμό». Κατά την παρέμβαση του ο Πρόεδρος της Βουλής είπε τα ακόλουθα:

«Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Συμφωνώ με τις εισηγητικές ομιλίες των συναδέλφων και ιδιαίτερα με την επισήμανση ότι τα δημοκρατικά δικαιώματα έχουν άμεση σχέση και συσχέτιση με τα κοινωνικά δικαιώματα, όπως επίσης ότι υπάρχει ευθύνη της πολιτικής και υποχώρηση της δημοκρατίας για τα φαινόμενα τα οποία παρουσιάζονται σε έξαρση τον τελευταίο καιρό.

Θα ήθελα ιδιαίτερα να τονίσω πως η ευθύνη της πολιτικής και των πολιτικών είναι ιδιαίτερα σημαντική στη σημερινή εποχή και το έχουμε ζήσει αυτό. Οι πολιτικοί είναι σε μεγάλο βαθμό υποτελείς στις αγορές και σας δίνω ως παράδειγμα τις εταιρείες αξιολόγησης που μπορούν να σηκώσουν ή να κατεβάσουν μια κυβέρνηση ή μια κρατική εθνική πολιτική, ενώ ταυτόχρονα υπάρχει υποχώρηση της δημοκρατίας και των επιχειρημάτων στον δημοκρατικό διάλογο.

Μέσα από τη χρήση του διαδικτύου και των μέσων ενημέρωσης, αντί να βελτιώνεται το επίπεδο των διαδικασιών διαλόγου και σύνθεσης, έρχεται στην επιφάνεια η «πολιτική της ατάκας» όπως λέμε στην Ελλάδα, δηλαδή της επιδερμικής συντομογραφίας και του εύκολου εντυπωσιασμού, αντί της διαμόρφωσης πολιτικής θέσης μέσω των αγορεύσεων στη Βουλή και ευρύτερα στον δημόσιο λόγο.

Η υποχώρηση λοιπόν της δημοκρατίας, μαζί με τη φτώχεια στην οποία αναφέρθηκαν πάρα πολλοί συνάδελφοι, αποτελούν το θερμοκήπιο μέσα στο οποίο αναπτύσσονται αυτά τα φαινόμενα της μισαλλοδοξίας, της ρητορικής του μίσους, του ρατσισμού, της ξενοφοβίας.

Στην Ελλάδα ζήσαμε -και το γνωρίζετε καλά- και τις δύο κρίσεις ταυτόχρονα. Την οικονομική κρίση που έφερε τον φόβο της φτώχειας, της ανέχειας, του κοινωνικού κατακερματισμού, αλλά βεβαίως και την κρίση από την αλματώδη αύξηση των προσφυγικών-μεταναστευτικών ροών και την παρουσία δεκάδων χιλιάδων ξεριζωμένων ανθρώπων μαζί μας, στη χώρα μας. Αυτό το πεδίο δημιούργησε συνθήκες όπου υπήρξε μια ανοχή από μέρος της κοινωνίας και του εκλογικού σώματος, για να μην πω και συναίνεση, στη ρητορική του μίσους.

Μέσα στο Κοινοβούλιο ήμασταν μάρτυρες μιας ρητορικής που μίλαγε για τους μετανάστες σαν σκουπίδια της Ευρώπης, σαν λαθραίους ανθρώπους. Έξω, μέσα στην κοινωνία δηλαδή, είμασταν μάρτυρες πολιτικών ακτιβισμών για αίμα και τρόφιμα μόνο για τους Έλληνες και για κυνήγι προς τους ξένους, για παιδιά στους παιδικούς σταθμούς μόνο από Έλληνες αλλά και για ευθέως εγκληματικές πράξεις και ενέργειες στα όρια του πογκρόμ που έγιναν αυτά τα χρόνια από δυνάμεις συγκεκριμένες που ομνύουν στο όνομα του εθνικισμού, σε φιλοφασιστικές και νεοναζιστικές απόψεις.

Το συμπέρασμα μου όμως είναι αισιόδοξο, διότι αυτή η μάχη που δόθηκε στην Ελλάδα, μέσα στην ελληνική κοινωνία, δεν άφησε αυτές τις δυνάμεις να ηγεμονεύσουν. Αντίθετα, ηγεμόνευσαν οι αξίες της ανεκτικότητας, της αλληλεγγύης, της απόρριψης της ξενοφοβίας. Και υπήρξε ταυτόχρονα μια προοδευτική νομοθεσία στην Ελλάδα πάνω σε πλήθος θεμάτων για τα οποία σήμερα συζητάμε, αυτά τα χρόνια υπήρξε αυτή η νομοθεσία και γίνεται συστηματική προσπάθεια να εφαρμοστεί σε όλους τους τομείς, έτσι ώστε όχι μόνο η ρητορική του μίσους να τεθεί εκποδών αλλά και όλες αυτές οι ενέργειες να βρίσκονται μπροστά στην καταδίκη της κοινωνίας κατ’ αρχήν, αλλά αν χρειαστεί και στην καταδίκη της Δικαιοσύνης. Ως προς αυτό λοιπόν είμαι αισιόδοξος. Δεν είμαι όμως αισιόδοξος γενικότερα, γι’ αυτό που λέμε κοινή ευρωπαϊκή προσπάθεια, για το κάδρο της Ευρώπης, καθώς βλέπουμε ότι κάτω από την επίδραση των πολλαπλών κρίσεων υπάρχει υποχώρηση και στο πεδίο της δημοκρατίας και στο πεδίο της πολιτικής και κυρίως της κοινής πολιτικής πορείας. Ελπίζω, είμαι σίγουρος, πως η σημερινή συζήτηση, οι συναντήσεις και η συναντίληψη που θα προκύψει θα βοηθήσει για να ακολουθήσουμε όλοι μαζί ένα διαφορετικό δρόμο».

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα