Η υπόθεση Κασόγκι ίσως αναγκάσει τον Τραμπ να επιπλήξει τη Σαουδική Αραβία

Οι υποψίες ότι ο σαουδάραβας δημοσιογράφος Τζαμάλ Κασόγκι δολοφονήθηκε εντός του προξενείου της Σαουδικής Αραβίας στην Κωσταντινούπολη ενδεχομένως να αναγκάσουν τον Ντόναλντ Τραμπ να κάνει αυτό που μέχρι σήμερα αρνιόταν: να ανακαλέσει στην τάξη το Ριάντ.

Το σουνιτικό βασίλειο υπήρξε ο προορισμός του πρώτου ταξιδιού στο εξωτερικό του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών (φωτ. επάνω), ο οποίος έκτοτε δεν χάνει ευκαιρία να επαινεί τον σύμμαχό του εναντίον του μαύρου προβάτου που έχουν από κοινού, του σιιτικού Ιράν.

Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, που δεν φείδεται επαίνων προς τον αγαπημένο του πρίγκιπα διάδοχο Μοχάμεντ μπεν Σαλμάν, ή MBS, έμεινε σιωπηλός πέρυσι όταν αυτός φυλάκισε δεκάδες ανθρώπους στο όνομα της καταπολέμησης της διαφθοράς , ακόμη και αν οι παρατηρητές είδαν σε αυτό το κύμα διωγμών έναν ελιγμό για την θεμελίωση της εξουσίας του.

Η υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν ήταν προτεραιότητα ούτε όταν η κυβέρνηση Τραμπ διαβεβαίωσε τον Σεπτέμβριο ότι ο υπό την Σαουδική Αραβία στρατιωτικός συνασπισμός κάνει τα πάντα για να διαφυλάξει ζωές αμάχων στην Υεμένη, την ώρα που οι τυφλές αεροπορικές επιδρομές καταγγέλθηκαν μέχρι και στο αμερικανικό Κονγκρέσο.

Ομως, ο Τραμπ δήλωσε ανήσυχος την Δευτέρα για την τύχη του σαουδάραβα δημοσιογράφου, συνεργάτη της Washington Post και επικριτή του καθεστώτος του Ριάντ.

«Κυκλοφορούν άσχημες ιστορίες, δεν μου αρέσει αυτό», είπε ο Τραμπ, ενώ χθες δεσμεύθηκε ότι θα μιλήσει «την κατάλληλη στιγμή» στην σαουδαραβική ηγεσία, αν και έσπευσε να διευκρινίσει ότι δεν ξέρει «τίποτε» για ό,τι συνέβη.

«Εις βάθος έρευνα»

Ο υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, που συνομίλησε με τους σαουδάραβες αξιωματούχους, κάλεσε το Ριάντ «να υποστηρίξει την διεξαγωγή μίας «εις βάθος έρευνας» και με «κάθε διαφάνεια», γεγονός που συνιστά αλλαγή τόνου εκ μέρους της Ουάσινγκτον.

Πολλοί παρατηρητές θεωρούν ότι ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ συνέβαλε στην δημιουργία του δυσμενούς κλίματος για την ελευθερία του Τύπου – χαρακτηρίζοντας συνέχεια τα μέσα ενημέρωσης «εχθρούς του λαού» – και στην υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα οποία αναφέρονται μόνο για να επικριθούν αντίπαλοι όπως το Ιράν ή η Κίνα.

Η κυβέρνηση Τραμπ διεμήνυσε «σε εκείνους που παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και στους τυραννικούς ηγέτες: προχωρήστε, κάντε αυτό που πρέπει να κάνετε, θα κοιτάμε από την άλλη πλευρά», σύμφωνα με την Σάρα Μάργκον, της οργάνωσης Human Rights Watch.

Επικρίνοντας την καθυστερημένη και χλιαρή αντίδραση της Ουάσινγκτον, προσθέτει ότι «η κυβέρνηση έχει στην διάθεσή της τα εργαλεία ταχείας αντίδρασης. Είναι θέμα πολιτικής βούλησης».

Αντίστοιχη άποψη έχει και ο πρώην διπλωμάτης Ααρον Ντέιβιντ Μίλερ. «Μη επικρίνοντας δημόσια τον MBS, η κυβέρνηση Τραμπ τον ενθάρρυνε να θεωρεί ότι μπορεί να κάνει ό,τι θέλει».

Πίεση του Κονγκρέσου

Το σαουδαραβικό βασίλειο έχει δείξει τελευταία ότι δεν πρόκειται να ανεχθεί κριτική από το εξωτερικό, όπως όταν απέλασε τον περασμένο Αύγουστο τον πρεσβευτή του Καναδά και πάγωσε κάθε καναδική επένδυση στην Σαουδική Αραβία στον στρατιωτικό και το ενεργειακό τομέα απαντώντας έτσι στην καταγγελία εκ μέρους της Οτάβα της σύλληψης σαουδαράβων ακτιβιστών για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ομως το Ριάντ δεν θα μπορέσει να τηρήσει την ίδια στάση με την Ουάσινγκτον, στήριγμα της Σαουδικής Αραβίας στον στρατιωτικό και τον ενεργειακό τομέα. Αλλά οι εντάσεις μπορεί να πλήξουν την αμερικανική εξωτερική πολιτική και κυρίως τις προσπάθειες συμφιλίωσης των αραβικών χωρών του Κόλπου κατά την διάρκεια της συνόδου κορυφής που έχει ως στόχο να συγκροτήσει μέτωπο κατά της Τεχεράνης.

Η κυβέρνηση Τραμπ, αρχικά σιωπηλή στο θέμα του Τζαμάλ Κασόγκι, μοιάζει ότι αποφάσισε να αναφερθεί στην υπόθεση υπό την πίεση του Κονγκρέσου, όπου ισχυροί γερουσιαστές και βουλευτές εξέφρασαν αποτροπιασμό στην υπόθεση της δολοφονίας του δημοσιογράφου.

«Πολλοί άνθρωποι θα βγάλουν το συμπέρασμα ότι η σαουδαραβική κυβέρνηση έχει εξελιχθεί σε κράτος-παρία, πράγμα που θα περιπλέξει την κατάσταση για την αμερικανική κυβέρνηση», λέει ο Τζέραλντ Φάιερσταϊν, πρώην διπλωμάτης, που έχει υπηρετήσει πρεσβευτή στη Υεμένη και σήμερα είναι εμπειρογνώμων του Middle East Institute στην Ουάσινγκτον.

Η γερουσία απέτυχε για λίγο τον Μάρτιο, να περιορίσει την στρατιωτική υποστήριξη της Ουάσινγκτον στην στρατιωτική επιχείρηση του Ριάντ στην Υεμένη.

Οπως συνόψισε ο ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Λίντσεϊ Γκράχαμ, στήριγμα του Ντόναλντ Τραμπ, «εάν οι κατηγορίες κατά της σαουδαραβικής κυβέρνησης επαληθευθούν, θα είναι καταστροφικό για τις σχέσεις ανάμεσα στην Σαουδική Αραβία και τις Ηνωμένες Πολιτείες και το τίμημα θα είναι βαρύ, οικονομικό και όχι μόνο».

Πηγή: ΑΠΕ_ΜΠΕ

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα