Site icon The Indicator

Η πρόταση της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ για τον νέο Σωφρονιστικό Κώδικα

Η πρόταση της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ για τον νέο Σωφρονιστικό Κώδικα:

Ο Σωφρονιστικός Κώδικας σε γενικό επίπεδο αγγίζει μια σειρά από ιδιαιτέρως ευαίσθητα ζητήματα, όπως τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των κρατουμένων, η καθημερινή ζωή εντός των φυλακών, οι συνθήκες διαβίωσης στα καταστήματα κράτησης και η εξασφάλιση όρων επανένταξης για εκείνους που εκτίουν την ποινή τους. Επομένως, το αντίστοιχο νομικό πλαίσιο δεν πρέπει να υποτάσσεται σε συντηρητικά στερεότυπα, αλλά αντίθετα να διαπνέεται από προοδευτική φιλοσοφία και να θέτει ως πρώτες προτεραιότητες την αξιοπρέπεια των κρατουμένων, την προστασία των δικαιωμάτων τους και τη σταδιακή οικοδόμηση ενός σωφρονιστικού συστήματος που δεν θα θυσιάζει πλήρως την ελευθερία χάριν της ασφάλειας.

Το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, επιχειρώντας να αλλάξει το υπάρχον νομοθετικό καθεστώς, έδωσε πρόσφατα στη δημόσια διαβούλευση Σχέδιο Νόμου για έναν νέο Σωφρονιστικό Κώδικα.

Αυτό το Σχέδιο Νόμου περιέχει σαφώς αρκετά θετικά σημεία, που βελτιώνουν το μέχρι σήμερα ισχύον τοπίο, ενώ ορισμένα αποτελούν τομές για την ελληνική πραγματικότητα. Σε αυτά συγκαταλέγεται οπωσδήποτε η πρόβλεψη ότι η κράτηση μπορεί να περιορίζει (χωρίς να αναιρεί) την προσωπική ελευθερία του κρατούμενου, ενώ τα υπόλοιπα δικαιώματά του, π.χ. ιδιωτικότητα, πρέπει να μένουν κατά το δυνατόν ανέπαφα, και η αξιοπρέπειά του δεν επιτρέπεται να τίθεται σε καμία απολύτως περίπτωση υπό αμφισβήτηση. Αυτή η γενική αρχή είναι πολύ χρήσιμη για την ερμηνεία όλων των διατάξεων του Σχεδίου Νόμου. Θετικό πρόσημο έχει επίσης η κατοχύρωση της δυνατότητας των κρατουμένων να εκφράζουν τη γνώμη τους για τις λειτουργίες εντός της φυλακής, δηλαδή για τα θέματα που καθορίζουν την καθημερινή τους διαβίωση.

Το Σχέδιο Νόμου έχει λάβει ιδιαίτερη μέριμνα για τη λεπτομερή περιγραφή διαδικασιών, όπως οι μεταγωγές και η επιβολή πειθαρχικών ποινών. Έτσι, περιστέλλονται αισθητά τα περιθώρια διακριτικής ευχέρειας των διοικητικών οργάνων του καταστήματος κράτησης σε αυτά τα πεδία, άρα μειώνονται ανάλογα και τα περιθώρια αυθαιρεσίας σε βάρος των κρατουμένων. Κομβικής σημασίας είναι φυσικά και η προσοχή που αφιερώνει το Σχέδιο Νόμου στο ζητούμενο της επανένταξης, με τους τομείς της εκπαίδευσης, της επαγγελματικής κατάρτισης, της απεξάρτησης, της στέγασης και εργασιακής αποκατάστασης όσων αποφυλακίζονται, να ρυθμίζονται κατά  τρόπο αναλυτικό και εύστοχο. Τομή για το ελληνικό σωφρονιστικό σύστημα αποτελεί η θέσπιση μηχανισμών εποπτείας για την τήρηση των διατάξεων του Σωφρονιστικού Κώδικα, μηχανισμών που έως σήμερα είτε δεν υπήρχαν καθόλου, είτε φυτοζωούσαν. Κάτι τέτοιο μπορεί να λειτουργήσει προωθητικά για το σεβασμό της αξιοπρέπειας των κρατουμένων και για την προστασία των δικαιωμάτων τους. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Συνήγορος του Πολίτη αναβαθμίζεται σε Εθνικό Μηχανισμό Πρόληψης για βασανιστήρια και άλλες μορφές σκληρής, απάνθρωπης και ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, αποκτώντας ευρείες αρμοδιότητες και δυνατότητα ακώλυτης πρόσβασης στα καταστήματα κράτησης. Τέλος, η ρητή απαγόρευση διενέργειας οποιουδήποτε ιατρικού ή άλλου πειράματος που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή, τη σωματική ή ψυχική υγεία, την αξιοπρέπεια και την προσωπικότητα των κρατουμένων, έστω και με τη δική τους συναίνεση, φαίνεται ίσως αυτονόητη, δεν υπήρχε ωστόσο στο ισχύον νομικό πλαίσιο, με αποτέλεσμα στο παρελθόν να έχουν σημειωθεί αντίστοιχα περιστατικά.

Από την άλλη πλευρά, το Σχέδιο Νόμου περιλαμβάνει και έναν καθόλου μικρό αριθμό διατάξεων, οι οποίες βρίσκονται σε στρεβλή κατεύθυνση και είτε διατηρούν προβλήματα του σωφρονιστικού συστήματος, είτε δημιουργούν νέα. Το ζήτημα που έχει ήδη απασχολήσει περισσότερο από κάθε άλλο τον δημόσιο διάλογο, είναι η δυνατότητα, έστω υπό αυστηρές προϋποθέσεις, για διεξαγωγή ενδοσωματικού ελέγχου σε βάρος των κρατουμένων, κατά την πρώτη είσοδο ή κατά την επιστροφή τους στο κατάστημα κράτησης. Η ενδοσωματική έρευνα θεωρείται δικαίως εξευτελιστική μεταχείριση, ακραία περιστολή των ατομικών ελευθεριών και υποβάθμιση της αξιοπρέπειας του κρατούμενου, ενώ στο παρελθόν έχει επιτρέψει πολυάριθμα περιστατικά κατάχρησης σε βάρος των εγκλείστων. Η πράγματι υπαρκτή ανάγκη για έλεγχο της εισαγωγής παράνομων αντικειμένων (π.χ. ναρκωτικών ουσιών) στη φυλακή, πρέπει να καλυφθεί με άλλους τρόπους, λ.χ. με την πραγματοποίηση ακτινολογικών εξετάσεων, υπό τον όρο ότι υπάρχουν σοβαρές και τεκμηριωμένες ενδείξεις ότι ο κρατούμενος μεταφέρει εντός του σώματός του παράνομα ή απαγορευμένα αντικείμενα. Ένα άλλο κρίσιμο θέμα που προκύπτει από τις διατάξεις του Σχεδίου Νόμου είναι βέβαια η πρόβλεψη για τις λεγόμενες ‘‘ειδικές συνθήκες κράτησης’’ και η συνακόλουθη δυνατότητα που δίδεται για προσωρινή κράτηση ορισμένων κρατουμένων σε αστυνομικά τμήματα, αντί των χώρων της φυλακής. Είναι σαφές ότι εντός των αστυνομικών τμημάτων οι ελεγκτικοί μηχανισμοί έχουν πολύ μικρότερα περιθώρια να επιτηρούν την τήρηση του νομικού πλαισίου, με συνέπεια να παρουσιάζονται πολλές φορές φαινόμενα απάνθρωπης ή βασανιστικής μεταχείρισης κρατουμένων, χωρίς ιδιαίτερες επιπτώσεις για τους θύτες. Επομένως, πρέπει οπωσδήποτε να αποκλειστεί η πιθανότητα κράτησης σε αστυνομικά τμήματα για όσους εκτίουν ποινή ή βρίσκονται σε καθεστώς υπόδικου. Σχετικά με το ‘‘βραχιολάκι’’, δηλαδή την εφαρμογή ενός συστήματος ηλεκτρονικής επιτήρησης που συνοδεύει τους κρατούμενους είτε κατά την άδειά τους από το κατάστημα, είτε κατά την πρόωρη αποφυλάκισή τους, έχει γίνει πολύς λόγος στη δημόσια σφαίρα. Πρόκειται για ένα πολύπλοκο ζήτημα, αφού επί της αρχής θίγεται σε σημαντικό βαθμό η ιδιωτικότητα του κρατούμενου και το δικαίωμά του στον αυτοπροσδιορισμό, από την άλλη όμως προσφέρεται η δυνατότητα για λήψη περισσότερων αδειών χωρίς συνοδεία και για πρόωρο τερματισμό του εγκλεισμού. Συνεπώς, κάποτε η χρήση του είναι ίσως αναγκαία και αποβαίνει προς το συμφέρον του κρατούμενου. Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι διατάξεις του νόμου πρέπει να είναι απολύτως σαφείς σχετικά με τις προϋποθέσεις που καθιστούν απαραίτητη την επιβολή του μέτρου, ώστε να μην αφήνεται χώρος για κατάχρηση.

Ένα πρόβλημα που παρατηρείται σε αρκετά σημεία του Σχεδίου Νόμου είναι η ύπαρξη διατάξεων, οι οποίες είτε έχουν διατυπωθεί ελλιπώς ή ασαφώς, είτε αποτυπώνουν μία αναχρονιστική λογική. Από τη μία, η ασάφεια δημιουργεί υπερβολικό πεδίο για διακριτική ευχέρεια των οργάνων της φυλακής και κατ’ επέκταση για αυθαιρεσία σε βάρος των κρατουμένων, αυθαιρεσία μάλιστα που πολύ δύσκολα μπορεί να εντοπιστεί από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς. Από την άλλη, οι αναχρονιστικές διατάξεις είτε συναρτούν την προστασία των δικαιωμάτων των κρατουμένων με αόριστες έννοιες όπως τα ‘‘χρηστά ήθη’’, είτε ως ένα βαθμό παραμελούν κεκτημένα μεγέθη (π.χ. ταυτότητα και έκφραση του φύλου), αποδεικνύοντας ότι οι διατυπώσεις του Σχεδίου Νόμου χρειάζονται περισσότερη εμβάθυνση.

Συνολικό ζήτημα ανιχνεύεται επίσης και με τα Συμβούλια της φυλακής. Αυτά τα όργανα διαθέτουν πολύ ευρείες αρμοδιότητες και χειρίζονται όλες τις πτυχές της ζωής των κρατουμένων, π.χ. άδειες, πειθαρχικές ποινές, συμμετοχή σε εκπαιδευτικά προγράμματα, μεταγωγές. Άρα, ο ρόλος τους είναι εξαιρετικά νευραλγικός και η λειτουργία τους πρέπει να ανταποκρίνεται στις ιδιάζουσες ανάγκες των κρατουμένων. Το πρόβλημα έγκειται κυρίως στη σύνθεση αυτών των οργάνων, αφού η παρουσία του Διευθυντή των φυλακών και του δικαστικού λειτουργού είναι κοινή για όλα τα Συμβούλια, ενώ συχνή είναι και η συμμετοχή των σωφρονιστικών υπαλλήλων, ενώ αντίθετα η παρουσία κοινωνικών λειτουργών, ψυχολόγων, κοινωνιολόγων, εκπαιδευτικών και συναφών επιστημόνων είναι σπανιότερη και τίθεται με όρους διάζευξης. Είναι σημαντικό ο εν λόγω συσχετισμός να αντιστραφεί, ώστε οι αποφάσεις των Συμβουλίων να θέτουν σε πρώτο πλάνο τις ανάγκες και τα δικαιώματα των κρατουμένων.

Τέλος, η διάταξη που οριοθετεί το δικαίωμα τηλεφωνικής επικοινωνίας των εγκλείστων κατά την παραμονή τους στη φυλακή, μέσα από την κατάρτιση συγκεκριμένης λίστας προσώπων, είναι μία αρνητική προσθήκη, καθώς θέτει σε κίνδυνο έκθεσης τα προσωπικά δεδομένα του οικογενειακού και κοινωνικού περίγυρου των κρατουμένων, ενώ παράλληλα δυσχεραίνει την επαφή τους με τον κόσμο εκτός φυλακής, ιδίως σε περιπτώσεις που απαιτείται η επικοινωνία κάποιου με άτομα που δεν περιλαμβάνονται στην αρχική λίστα.

Σταθμίζοντας, πέρα από την παραπάνω ενδεικτική αναφορά, τις θετικές και αρνητικές όψεις του Σχεδίου Νόμου, θεωρούμε ως Νεολαία ΣΥΡΙΖΑ ότι πρόκειται για μία νομοθετική πρωτοβουλία, η οποία ενσωματώνει διατάξεις που υπηρετούν τις δικές μας αρχές, αλλά και διατάξεις που βρίσκονται μακριά από αυτές. Πιστεύουμε ότι ένας Σωφρονιστικός Κώδικας με προοδευτικά και ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά πρέπει να στοχεύει στην απόλυτη θωράκιση των δικαιωμάτων των κρατουμένων έναντι οποιασδήποτε παραβίασης, στη διαμόρφωση όρων που θα επιτρέπουν την επιστροφή τους σε καθεστώς ελεύθερης διαβίωσης με όρους αξιοπρέπειας και, τέλος, στον μακροπρόθεσμο μετασχηματισμό των σωφρονιστικών θεσμών, ώστε να γίνει η μετάβαση σε ένα σύστημα κοινωνικά χρήσιμο και όχι τιμωρητικό.

Σε αυτό το πλαίσιο, η Νεολαία ΣΥΡΙΖΑ εργάστηκε το προηγούμενο διάστημα για την εκπόνηση μίας συνολικής επεξεργασίας, η οποία περικλείει τις προτάσεις μας για τον νέο Σωφρονιστικό Κώδικα. Η επεξεργασία αυτή βασίζεται στις δικές μας θέσεις για τα δικαιώματα των κρατουμένων και για τον ρόλο της ποινής. Με αυτόν τον τρόπο, ελπίζουμε να συμβάλουμε στο δημόσιο διάλογο για τα σχετικά ζητήματα, αλλά και να προσφέρουμε εναλλακτικές λύσεις στα σημεία του Σχεδίου Νόμου που θεωρούμε προβληματικά.

 

Exit mobile version