Η Ιερά Σύνοδος “πετά το γάντι” στην κυβέρνηση για τη Συνταγματική Αναθεώρηση

Κατά την τρίτη τακτική Συνεδρία της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας τονίστηκε ότι:

«Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία συνέρχεται στις τακτικές συνεδριάσεις της για τον μήνα Νοέμβριο την ερχόμενη εβδομάδα, θα τοποθετηθεί αρμοδίως στο ζήτημα των προτάσεων για τον επανακαθορισμό των σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας, όταν αυτές κατατεθούν επισήμως από την κυβέρνηση στην Βουλή στο πλαίσιο της επικείμενης Συνταγματικής Αναθεώρησης».

Επιμένει δε η Ιερά Σύνοδος ότι «οι θέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος στο όλο ζήτημα, το οποίο είναι εξαιρετικά πολύπλοκο, ευαίσθητο και πολυδιάστατο, είναι σαφείς, αναλυτικές και ξεκάθαρες και αποτυπώνονται στα σχετικά Ανακοινωθέντα της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της 4ης Οκτωβρίου 2017 και της 4ης Οκτωβρίου 2018»

Στην ανακοίνωση σημειώνεται ότι στο πλαίσιο της εμπεριστατωμένης εισήγησής του με θέμα «Μελετώμενες συνταγματικές αλλαγές και οι θέσεις της Εκκλησίας μας», η οποία παρουσιάστηκε στις 4 Οκτωβρίου, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού κ. Κύριλλος, είχε υπογραμμίσει, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα:

«Το καθεστώς των διακριτών ρόλων Εκκλησίας – Πολιτείας με το νέο Σύνταγμα της Μεταπολιτεύσεως του 1975 είναι σαφέστατα οριοθετημένο για τα δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας. Η ιστορική εμπειρία των 43 ετών εφαρμογής του κατά την νεότερη αυτή περίοδο αποδεικνύει ότι η νομική αυτή κατάσταση δεν έβλαψε ούτε την ελληνική κοινωνία, ούτε τα δικαιώματα των άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων».

Τι ειπώθηκε στην τρίτη τακτική Συνεδρία

Κατά την τρίτη τακτική Συνεδρία της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, αναφερόμενος στο ζήτημα της αναθεωρήσεως του υφισταμένου συνταγματικού πλαισίου των σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας, ο Μητροπολίτης Κύριλλος είχε τονίσει ότι απαιτεί σοβαρό και νηφάλιο προβληματισμό και ύπαρξη εμπιστοσύνης μεταξύ των διαλεγομένων θεσμών Εκκλησίας και Πολιτείας και ειλικρίνεια των προθέσεων.

Σχετικά με το άρθρο 3 του Συντάγματος και την θρησκευτική ουδετερότητα, υποστήριξε ότι αυτό «έγινε δεκτό ως καινοτόμο σε αρκετά σημεία, σε σχέση με τα προγενέστερα ελληνικά Συντάγματα. Θεωρήθηκε, όπως προκύπτει από την ιστορική ερμηνεία της διάταξης και τις προπαρασκευαστικές εργασίες του Συντάγματος του 1975, λιγότερο ριζοσπαστικό από τον (πλήρη) χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας, αλλά πάντως ως ένα ισχυρό βήμα προς την κατεύθυνση της χαλάρωσης των σχέσεων».

Ακολούθως αναφέρθηκε στη σχέση των άρθρων 3 και 13 του Συντάγματος και στις προτεινόμενες αλλαγές στη συζήτηση περί αναθεωρήσεως του Συντάγματος, βάσει της αρχής της θρησκευτικής ουδετερότητας, αναπτύσσοντας τα εξής: α) το προοίμιο του Συντάγματος, β) τις επίσημες κρατικές τελετές με θρησκευτικό μέρος, γ) τα χριστιανικά σύμβολα σε δημόσιους χώρους, δ) την νομική προσωπικότητα της Εκκλησίας, ε) την μισθοδοσία του κλήρου και την εκκλησιαστική Εκπαίδευση.

Στον επίλογο της Εισηγήσεώς του, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού κ. Κύριλλος, αναφερόμενος στο θέμα της αναθεωρήσεως του συνταγματικού πλαισίου των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, είχε αναφέρει ότι «εκτός από ακραίες και μεμονωμένες φωνές που ζητούν διαχωρισμό Εκκλησίας – Πολιτείας, οι περισσότερες προτάσεις συντείνουν είτε στον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων είτε στον εξορθολογισμό τους ή και στον καθορισμό του συστήματος διάκρισης αρμοδιοτήτων…

Επομένως, το καθεστώς των διακριτών ρόλων Εκκλησίας – Πολιτείας με το νέο Σύνταγμα της Μεταπολιτεύσεως του 1975 είναι σαφέστατα οριοθετημένο για τα δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας. Η ιστορική εμπειρία των 43 ετών εφαρμογής του κατά την νεώτερη αυτή περίοδο αποδεικνύει ότι η νομική αυτή κατάσταση δεν έβλαψε ούτε την ελληνική κοινωνία ούτε τα δικαιώματα των άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων».

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα