Ευ. Βενιζέλος: Οι βαθύτερες επιπτώσεις της υποχώρησης στο μέτωπο κατά του εθνικολαϊκισμού

Τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονται οι κυρίαρχες τάσεις στην κοινή γνώμη, αναλύει με άρθρο του στο “Βήμα”, ο Ευάγγελος Βενιζέλος με αφορμή τα όσα διαδραματίζονται αυτή την περίοδο με την διαπραγμάτευση για την ονομασία της ΠΓΔΜ.

Και αναφέρει μεταξύ άλλων ότι, «χωρίς μια κοινωνία που είναι έτοιμη να υιοθετήσει το μεταρρυθμιστικό πρόταγμα, τίποτα από αυτά που συνθέτουν την “Ελλάδα μετά” δεν μπορεί να επιτευχθεί».

Ολόκληρο το άρθρο:

«Η τυχοδιωκτική επιλογή της κυβέρνησης να διαχειριστεί το ζήτημα του ονόματος της πΓΔΜ με όρους τρέχουσας εσωτερικής πολιτικής και να επιχειρήσει να μεταφέρει το πρόβλημα της διαφωνίας των κυβερνητικών εταίρων στην αντιπολίτευση έφερε στην επιφάνεια το θεμελιώδες ζήτημα του τόπου που είναι η ιδιοσυστασία και η στάση της κοινωνίας των πολιτών. Ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώνονται οι κυρίαρχες τάσεις στην κοινή γνώμη, τάσεις που καταγράφονται δημοσκοπικά και πολλαπλασιάζονται επικοινωνιακά. Η άλλη όψη του θεμελιώδους αυτού ζητήματος είναι η βαθιά κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης της κοινωνίας λόγω της απαξίωσης και της συνακόλουθης κρίσης αυτοπεποίθησης του πολιτικού συστήματος. Τα κόμματα φοβούνται διαρκώς μήπως βρεθούν σε απόκλιση με τις κυρίαρχες τάσεις της κοινής γνώμης και κληθούν να καταβάλουν πολιτικό κόστος που μειώνει το εύρος του πολυσυλλεκτικού ή του κοινωνικά και ιδεολογικά  στοχευμένου ακροατηρίου τους.

Ο λαϊκισμός, που βρίσκεται στο επίκεντρο των αναλύσεων για τη σημερινή κατάσταση των δυτικών κοινωνιών, είναι δυστυχώς μόνιμη παθογένεια της δημοκρατίας, χωρίς βεβαίως αυτό να μειώνει την ανυπέρβλητη αξία της και το αναντικατάστατο θεσμικό και αξιακό της περιεχόμενο. Σε αυτό οφείλεται η ευκολία με την οποία ο λαϊκισμός μεταλλάσσεται και βρίσκει ανάλογα με τη συγκυρία νέα ακροατήρια, πολλά από τα οποία εκφράζουν γνήσιες αγωνίες. Ο λαϊκισμός είναι άλλωστε μια εύκολη και ισοπεδωτική, αλλά πολύ συχνά «εγερτήρια» απάντηση στην ταυτοτική κρίση, στην αναζήτηση ένταξης και αίσθησης του ανήκειν. Απάντηση στην ανάγκη για ανάκτηση της προσωπικής και συλλογικής αξιοπρέπειας που θίγεται μέσα από δύσκολες καταστάσεις οι οποίες όμως ερμηνεύονται όχι ορθολογικά αλλά απλουστευτικά, συνομωσιολογικά, οργισμένα. Όλα κινούνται άλλωστε στη σφαίρα ενός συλλογικού φαντασιακού. Δεν είναι τυχαίο ότι πολύ συχνά ο λαϊκισμός διασταυρώνεται με τον εθνικισμό ακόμη και όταν έχει «αριστερό» ή ριζοσπαστικό πρόσημο. Η διασταύρωση αυτή υπονομεύει δυστυχώς την έννοια του πατριωτισμού που επιδιώκεται να ταυτιστεί με την επιδεικτική και συχνά απλώς ρητορική υπερευαισθησία για την πατρίδα και την εθνική ταυτότητα. Αλλά και με τη νοσηρή τάση εύκολης αμφισβήτησης του πατριωτισμού των άλλων. Ενώ πραγματικός πατριωτισμός είναι ο αγώνας για το εθνικό συμφέρον με  συνείδηση της ιστορίας, γνώση της αλήθειας, ικανότητα προβολής των καταστάσεων στο μέλλον, σθένος αλλά και αποτελεσματικότητα. Όχι όταν είμαστε μεταξύ μας, αλλά όταν βρισκόμαστε στο γήπεδο της διεθνούς κοινωνίας, των διεθνών σχέσεων, του διεθνούς δικαίου.

Η κυβέρνηση πήγε να κάνει ένα κατώτερο των περιστάσεων πολιτικό παιχνίδι, να υπερκεράσει, μέσω της μεταφοράς στην αντιπολίτευση της ευθύνης για την αποδοχή μιας λύσης στο Ονοματολογικό, την αντίφαση της αγαστής συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Συνεργασία που οργανώθηκε με κοινό παρονομαστή τη νομή της εξουσίας και με ρητορικό επίχρισμα την άχνη ανάμνηση ενός πρωτόγονου αντιμνημονιακού λόγου που έφτασε να αντικατασταθεί από την τωρινή ρητορεία της αποτελεσματικής διεκπεραίωσης του τρίτου και την αγόγγυστη σύναψη του τέταρτου και διαρκούς πλέον μνημονίου. Η συνεργασία όμως αυτή παρά τον κυνισμό της δεν είχε έτοιμη φόρμουλα για ζητήματα όπως το Ονοματολογικό. Η φόρμουλα έπρεπε συνεπώς να εφευρεθεί μεταφέροντας τη διαφωνία από το εσωτερικό της κυβέρνησης, στο εσωτερικό της αντιπολίτευσης. Ως ζητούμενο δεν τέθηκε άλλωστε η ευρύτερη συναίνεση γύρω από μια ενδεχόμενη συμφωνία, αλλά η διευκόλυνση της κυβέρνησης να παραμείνει στην εξουσία και να διατυπώνει, δια των δυο κυβερνητικών εταίρων, διπλό λόγο, λέγοντας τα μεν σε ένα ακροατήριο και τα απολύτως αντίθετα σε ένα άλλο ακροατήριο.

Το αποτέλεσμα είναι να οργανωθεί ταχύτατα μια επιχείρηση υποκατάστασης των πολιτικών κομμάτων και μέσω αυτών των ίδιων των θεσμών της αντιπροσωπευτικής και κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, από κύκλους που φάνηκαν να διαθέτουν ετοιμότητα και επαρκή μέσα. Όχι για να οργανώσουν μια εντυπωσιακή συγκέντρωση καθώς αυτό επιτυγχάνεται μόνο όταν υπάρχει αυθόρμητη συμμετοχή, αλλά προκειμένου να δοθεί επικοινωνιακά το στίγμα που ήθελαν. Αυτό έγινε με την επιλογή των ομιλητών, το περιεχόμενο μίας κυρίως ομιλίας και το ύφος του «ψηφίσματος». Είναι διαφορετικό ζήτημα η άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι προκειμένου να ασκηθεί πίεση προς τα αρμόδια συνταγματικά όργανα, και πρωτίστως τη Βουλή και την κυβέρνηση και άλλο η αξίωση υποκατάστασης από μια συγκέντρωση των οργάνων που έχουν τη βαρειά ευθύνη άσκησης της εξωτερικής πολιτικής και στάθμισης πλήθους παραμέτρων που συγκροτούν το εθνικό συμφέρον όχι μόνο συγκυριακά αλλά και ιστορικά. Είναι άλλο η διαδήλωση του αισθήματος ή του φρονήματος των πολιτών και άλλο η αξίωση μιας έστω μεγάλης συγκέντρωσης να υποκαταστήσει τις συνταγματικά προβλεπόμενες δημοκρατικές διαδικασίες. Είναι διαφορετικό να ασκείται κριτική ακόμη και απαξιωτική σε κόμματα, πρόσωπα, επιλογές και άλλο να χρησιμοποιείται η ευαισθησία όσων προσήλθαν αυθόρμητα σε μια συγκέντρωση, χωρίς να αποτελούν τον σκληρό οργανωτικό της πυρήνα, ως ευκαιρία για να διαμορφωθούν νέα κομματικά σχήματα ή να οικοδομηθούν προσωπικές πολιτικές σταδιοδρομίες δεύτερης ευκαιρίας.

Οι διάφορες αυτές είναι καταλυτικές. Οριοθετούν τη δημοκρατία από τον εθνικολαϊκισμό. Η  θεσμικά συντεταγμένη και δημοκρατικά υπεύθυνη άσκηση της εξωτερικής πολιτικής στο σύνολό της και για όλα τα θέματα, ιδίως τα μείζονα εθνικά θέματα,  είναι η μόνη μέθοδος  προστασίας  του εθνικού συμφέροντος.

Η κυβέρνηση ως ΣΥΡΙΖΑ προκάλεσε την κατάσταση αυτή και ως ΑΝΕΛ την υπέθαλψε και τη στήριξε. Και τα δυο κυβερνητικά κόμματα είναι άλλωστε απολύτως εξοικειωμένα με τις μεταλλάξεις και τις εκφάνσεις του εθνικολαϊκισμού, καθώς μέσα από αυτές προέκυψε η συνεργασία τους, η εκλογική τους νίκη, η κατάκτηση της εξουσίας. Με συνέπειες οικονομικές, κοινωνικές, θεσμικές που για χρόνια θα πληρώνει η χώρα.

Η αξιωματική αντιπολίτευση βρέθηκε σε μεγάλη αμηχανία λόγω εσωτερικών της συσχετισμών και τελικά σύρθηκε στην πολιτική κάλυψη όχι όσων πολιτών συγκεντρώθηκαν αυθόρμητα και χωρίς αντικοινοβουλευτικές διαθέσεις, αλλά  όσων λόγων εκφωνήθηκαν την Κυριακή 21.1 στη Θεσσαλονίκη. Και στη συνέχεια επιχείρησε να επιβιβασθεί σε ένα υπαρκτό κύμα λαϊκής ευαισθησίας που θέτει ζητήματα στα οποία βεβαίως και πρέπει να δοθεί σοβαρή και υπεύθυνη απάντηση, βασισμένη όμως στην αλήθεια και όχι στην υπεκφυγή. Η ΝΔ δεν λέει, δια του Προέδρου της, ότι διαφωνεί με την ενιαία εθνική γραμμή που διαμορφώθηκε από τον Απρίλιο του 1993 έως το 2015, για μια συνθέτη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό που να ισχύει έναντι πάντων. Ζητεί «η λύση να αναζητηθεί σε άλλη συγκυρία, για να μη διχαστεί  το έθνος». Ποια άλλη συγκυρία; Εσωτερική πολιτική συγκυρία στην Ελλάδα; Εσωτερική πολιτική συγκυρία στην ΠΓΔΜ; Διεθνής συγκυρία; Τι πρέπει να περιμένουμε και να επιδιώκουμε και τι καταστάσεις θα διαμορφωθούν στο μεταξύ; Το πιο προβληματικό είναι ότι η  ενότητα του λαού και του έθνους διασφαλίζεται, κατά την άποψη αυτή, με την αδράνεια και την επικράτηση της αντίληψης που εξέφρασαν οι ομιλητές της συγκέντρωσης της Θεσσαλονίκης. Κάποιοι άλλοι νομίζουν ότι αρχίζει τώρα μια διαπραγμάτευση εκ του μηδενός και άρα η Ελλάδα πρέπει να προσέλθει ζητώντας το optimum, καμία αναφορά στον όρο Μακεδονία και τα παράγωγά του. Η διαπραγμάτευση όμως διαρκεί ήδη εικοσιπέντε χρόνια και διέπεται από δυο σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας και την Ενδιάμεση Συμφωνία, ενώ παραλλήλως χρησιμοποιείται στους διεθνείς οργανισμούς η προσωρινή ονομασία και διμερώς από 130 περίπου χώρες η λεγόμενη συνταγματική ονομασία.

Παραδόξως δεν είδαμε στην Ελλάδα, τις τελευταίες δεκαετίες, αντιδράσεις αντίστοιχου μεγέθους, πάθους και οξύτητας με αυτές που προκαλεί κατά καιρούς το Ονοματολογικό,  στις  κρίσιμες φάσεις του Κυπριακού ή σε  κρίσιμες στιγμές των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Άλλωστε, όταν υπάρχει κίνδυνος εξέλιξης ενός αεροναυτικού επεισοδίου, δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια για συγκεντρώσεις και ομιλίες προς το εσωτερικό ακροατήριο. Είδαμε όμως τους «αγανακτισμένους» πολίτες σε ογκώδεις και επαναλαμβανόμενες λαϊκές αντιδράσεις κατά της μόνης εφικτής και ασφαλούς, όπως περίτρανα αποδείχθηκε, εθνικής στρατηγικής για την  αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης στην οποία έρποντας προσχώρησαν οι  διαπρύσιοι αντίπαλοί της μόλις κατέλαβαν την εξουσία. Είδαμε να συνάπτεται η συμφωνία της 12.7.2015 και έτσι να συντελούνται ο ακαριαίος  ευνουχισμός  και ο  απόλυτος ευτελισμός της ενθουσιώδους και μαχητικής πλειοψηφίας του 61,3% υπέρ του «Όχι» στο δημοψήφισμα της 5.7.2015. Είχε στο μεταξύ συντελεσθεί η  βαρειά και βαθιά βλάβη που προκάλεσαν οι χειρισμοί του πρώτου εξαμήνου του 2015. Είχε προηγηθεί η σθεναρή και συχνά βίαιη αντίδραση στην προσπάθεια της περιόδου 2010 -15 να κρατηθεί η χώρα όρθια. Αν όσοι αντιδρούσαν τότε και τώρα καμαρώνουν γιατί «διεκπεραιώνουν»  την πολιτική που απαξίωναν, είχαν κρατήσει μια στοιχειωδώς υπεύθυνη  στάση, η πατρίδα μας θα είχε βρεθεί προ πολλού εκτός μνημονίου.

Δεν ξέρω αν θα παρουσιαστεί μέσα στα χρονικά όρια της παρούσας Βουλής μια ολοκληρωμένη συμφωνία με την πΓΔΜ για το όνομα, τον αλυτρωτισμό και όλα τα συναφή θέματα, η  οποία να πρέπει να αξιολογηθεί από τη Βουλή, δηλαδή από τα κόμματα, με κριτήριο το εθνικό συμφέρον και με γνώμονα τα στοιχεία που συνθέτουν τη δεδηλωμένη εδώ και καιρό εθνική μας γραμμή. Η συνάντηση στο Νταβός προοιωνίζεται ενδιάμεσες κινήσεις που απλώς θα επιβεβαιώσουν τη μεγάλη σημασία της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995 και των χειρισμών που οδήγησαν σε αυτήν και όχι οριστική συμφωνία για το όνομα και όλα τα συναφή θέματα που να μπορεί να συναφθεί και να κυρωθεί από τις δυο πλευρές.

Αυτό που είναι βέβαιο δυστυχώς είναι ότι με αφορμή το Ονοματολογικό συντελέστηκε ήδη μια υποχώρηση στο μέτωπο κατά του εθνικολαϊκισμού. Η υποχώρηση αυτή φοβούμαι ότι θα δυσκολέψει πολύ στο μέλλον όχι μόνο την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, αλλά και τη διαμόρφωση και την εφαρμογή μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής εξόδου από την κρίση και επανόδου στην κανονικότητα μιας ουσιαστικά ισότιμης χώρας – μέλους της ΕΕ και της ευρωζώνης, μιας χώρας ικανής να επικοινωνήσει ξανά με το μέλλον. Χωρίς μια κοινωνία που είναι έτοιμη να υιοθετήσει το μεταρρυθμιστικό πρόταγμα, τίποτα από αυτά που συνθέτουν την «Ελλάδα μετά» δεν μπορεί να επιτευχθεί. Η χώρα κινδυνεύει να σέρνεται στην επιφάνεια του νερού και να δηλώνει ευτυχής γιατί δεν βουλιάζει και πάλι σε μια κατάσταση ανοικτής κρίσης. Αυτό μπορεί να αποφευχθεί μόνο  όταν απευθύνεσαι στην κοινωνία λέγοντας επίμονα την αλήθεια. Διαφορετικά η στασιμοχρεοκοπία, για την οποία μίλησα από το 2015, δεν θα είναι μόνο οικονομική, αλλά και εθνική και θεσμική. Ελπίζω και εύχομαι ο φόβος μου αυτός να μη επαληθευθεί. Και επειδή δεν αρκεί να ελπίζω και να εύχομαι, προσθέτω ότι θα κάνω ό,τι μπορώ για να μη επαληθευθεί».

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα