Δίκτυο: Η Ευρώπη στην εποχή της διάσπασης

Η Ευρώπη στην εποχή της διάσπασης είναι το κεντρικό θέμα νέας ανάλυσης του “Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη” επ’ αφορμή του Συνεδρίου Ασφαλείας του Μονάχου που θα λάβει χώρα μεταξύ της 16ης και της 18ης Φεβρουαρίου.

Όπως αναφέρει το Δίκτυο, στο φετινό Συνέδριο Ασφαλείας του Μονάχου, αναμένεται να συζητηθούν σειρά θεμάτων που προσδιορίζουν κι αναδιαμορφώνουν τις διεθνείς υποθέσεις. Ένα από τα ζητήματα στα οποία θα εστιάσουν οι εργασίες του, είναι το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως παγκοσμίου δρώντα και οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει η διεθνής φιλελεύθερη τάξη.

Η μεταπολεμική διεθνής τάξη φαίνεται πια να εξαντλεί τα λειτουργικά της όρια. Η παρούσα αμερικανική κυβέρνηση, θέτει στο περιθώριο την κληρονομιά 12 διαδοχικών προέδρων μετά τον Ρούσβελτ και επιλέγει να απομακρυνθεί από τον ρόλο του εγγυητή της δυτικής φιλελεύθερης τάξης. Τις εκκλήσεις του Στρατηγού Μάρσαλ για “αποκατάσταση της παγκόσμιας οικονομικής κανονικότητας”1 διαδέχεται μια “χομπεσιαννή” αντίληψη για το διεθνές περιβάλλον και τους δρώντες του θεωρώντας τον κόσμο “όχι πια μια οικουμενική κοινότητα αλλά μια αρένα στην οποία έθνη, μη κρατικοί δρώντες και επιχειρήσεις ανταγωνίζονται για την υπεροχή”.2 Το θεσμικό σύμπλεγμα σταθερότητας που θεμελιώθηκε το 1945 υπονομεύεται από το ίδιο κράτος που υπήρξε ενορχηστρωτής του.

Είναι εύλογο πια να μιλάμε για την είσοδο σε μια μετα-αμερικανική τάξη, αλλά όχι μόνο λόγω της ανόδου των υπολοίπων δυνάμεων (rise of the rest) όπως υποστήριξε πριν χρόνια ο Fareed Zakaria, αλλά κυρίως λόγω της απροθυμίας των Ηνωμένων Πολιτειών να ηγηθούν ενός κόσμου που βρίσκεται εν τέλει σε διάσπαση.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια τέτοια επιλογή από πλευράς των ΗΠΑ θα επηρεάσει σημαντικά και τις διατλαντικές σχέσεις. Η συνεργασία μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ θεμελιωνόταν διαχρονικά στη βάση ενός κοινού αξιακού κώδικα. H κοινή έμφαση στην ελευθερία, το Κράτος Δικαίου, την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την πολυμερή και θεσμική διπλωματία συγκροτούσαν την έννοια της Δύσης, όπως την γνωρίζαμε για δεκαετίες. Αυτή η έννοια υπονομεύεται σημαντικά από την αντίληψη που αντιμετωπίζει τον κόσμο ως ένα πεδίο επιχειρηματικών συμφωνιών.

Η βάση της ευρωατλαντικής συνεργασίας, από αξιακή και μακροπρόθεσμη, μετατρέπεται σε συναλλακτική, εύθραυστη και συγκυριακή.

Ο Γερμανός Yπουργός των Εξωτερικών Sigmar Gabriel προβλέπει, μάλλον δικαίως, ότι οι δυο παραδοσιακές δυνάμεις (ΗΠΑ-ΕΕ) δεν θα συνδιαμορφώνουν μελλοντικά τα συμφέροντά τους στο βαθμό που το έκαναν τις τελευταίες δεκαετίες.4 Οι ημέρες που ο Πρόεδρος Ομπάμα επισκεπτόταν το Λονδίνο, ενημερώνοντας τους Βρετανούς πολίτες για τους κινδύνους ενός πιθανού Brexit5, δηλώνοντας έτσι έμπρακτα την στήριξή του στην Ενωμένη Ευρώπη, έχουν αντικατασταθεί από έναν Πρόεδρο παγερά αδιάφορο για το εξέλιξη του ευρωπαϊκού project. Η αμερικανική διοίκηση εκλαμβάνει εν μέρει τις ευρωπαϊκές δυνάμεις ανταγωνιστικά ή στην χειρότερη περίπτωση ως απλά οικονομικούς αντιπάλους.6

Η διεθνής πραγματικότητα γίνεται για την Ευρώπη, όλο και πιο προκλητική. Και για αυτό δεν οφείλεται αποκλειστικά και μόνο η μειωμένη δέσμευση των ΗΠΑ στην προώθηση της ευρωπαικής ασφάλειας και άμυνας, αλλά ένα διασυνδεδεμένο περιβάλλον απειλών, καθώς και ευρωπαικές δομικές εσωτερικές ανεπάρκειες.

Ο ευρωπαϊκός χώρος δεν προσδιορίζεται μόνο από πρόοδο, ειρήνη και σταθερότητα, όπως γραφόταν στα 2003,7 αλλά από μια κλιμακούμενη αταξία. Η Ρωσία δεν είναι απλά ένας δύσκολος και ιδιότυπος εταίρος. Η πληθώρα εύθραυστων και αποτυχημένων κρατών (failed states) διατηρεί τη Μέση Ανατολή σε κατάσταση συνεχούς αστάθειας και η ισλαμιστική τρομοκρατία συνεχίζει να απειλεί τις ανοιχτές κοινωνίες. Ένας νέος παράγοντας σύνθετης πρόκλησης προστίθεται στους παραπάνω. Η κατακόρυφη ανάπτυξη της τεχνολογίας, της Τεχνητής Νοημοσύνης, των data κλπ θα διαμορφώσει νέες ισορροπίες στη διεθνή τάξη.

Σε αυτό το σημείο θα άξιζε να σταθούμε. Η ψηφιακή διάσπαση και η γεωπολιτική επιτάχυνση που προκαλεί φαίνεται ότι είναι το ρεύμα εκείνο που θα επηρεάσει πιο καθοριστικά την κατανόησή μας των διεθνών τάξεων. Ο Kenneth Geers, σε ένα από τα νατοικά Tallin Paper, περιγράφει το διεθνές περιβάλλον ασφάλειας ως “Πανδαιμόνιο”,8 εξαιτίας την έντασης και τις ασυμμετρίας των κυβερνοαπειλών. Από την εποχή της περίφημης κυβερνοεπίθεσης στην Εσθονία το 2007, η ΕΕ, η Γαλλία, το βρετανικό ΥΠΕΘΑ, η Bundestag και η γερμανική αστυνομία, έχουν όλοι πέσει θύματα κυβερνοεπιθέσεων. 9 Οι παραπάνω αναφορές είναι μόνο ενδεικτικές. Η Ευρωπαική Επιτροπή υπολογίζει ότι περίπου το 80% των ευρωπαικών επιχειρήσεων έπεσε θύμα κυβερνοεπίθεσης τουλάχιστον μία φορά κατά το 2016. 10 Η μεταφορά του πολέμου από την φυσική πραγματικότητα και στην ψηφιακή αλλάζει ριζικά τον χαρακτήρα της σύγκρουσεων και διευρύνει τα όρια τους. Η απουσία μάλιστα προβλεψιμότητας και προσδιορισμού των νέων απειλών σε συνδυασμό με την απουσία σχετικών διεθνών ρυθμιστικών συμφωνιών, καθιστά το λεγόμενο cyberwar μία από τις πιο σημαντικές προκλήσεις που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν τα κράτη τα προσεχή χρόνια.

Το κομβικό ερώτημα για την Ευρώπη είναι αν θα καταφέρει να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στον διασπασμένο κόσμο που περιγράψαμε και να επωφεληθεί από το κενό που ενδεχομένως δημιουργει η κατάρρευση του αμερικανικού μονοπολισμού.

Η εξωτερική πολιτική της ΕΕ είναι ομολογουμένως ένα project εμφανώς λιγότερο αναπτυγμένο από τα υπόλοιπα. Η προσπάθεια να καλυφθούν από την συνθήκη της Λισσαβώνας οι δομικές αλλαγές στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής που αναμενόταν να επιφέρει η Συνταγματική Συνθήκη του 2005, καρποφόρησαν έως όμως ένα σημείο. Δημιουργήθηκε ένα ισχυρότερο θεσμικό πλαίσιο, σχεδιασμένο να προσφέρει μεγαλύτερη συνοχή και αποτελεσματικότητα στην υλοποίηση της Στρατηγικής Ασφάλειας του 2003 και την European Neighbourhood Policy του 2004. Η αρχή της ομοφωνίας, όμως, διατηρήθηκε και οποιαδήποτε προσπάθεια ενιαίας στάσης διαρκώς υπονομευόταν από την άσκηση παράλληλων πολιτικών από τα εθνικά κράτη. Η άσκηση ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής έμοιαζε περισσότερο γραφειοκρατική παρά εκτελεστική διαδικασία. Οι αγκυλώσεις του συγκεκριμένου πλαισίου αποκαλύφθηκαν περίτρανα τόσο από την εμπειρία της Συρίας, όσο κι από εκείνη της Λιβύης. Στην μεν Συρία η ΕΕ περιορίστηκε στην παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας, ενώ στη δε Λιβύη στάθηκε ανίκανη να διαχειριστεί την μετεπαναστατική συνθήκη ως ενιαίος παίκτης.

Η κατάθεση, βέβαια της Παγκόσμιας Στρατηγικής (EU Global Strategy) από την Φεντερίκα Μογκερίνι το 2016 και η υπογραφή της συμφωνίας ενιαίας αμυντικής συνεργασίας (PESCO) τον περασμένο Νοέμβριο αναμένονται να δώσουν νέα πνοή στην εξωστρέφεια της ΕΕ. Η συμφωνία PESCO μπορεί, δυνητικά, να αποτελέσει game changer για την μετατροπή της ΕΕ από ήπιας (soft power) δύναμης παράγοντα σε σκλήρής δύναμης δρώντα (hard power). Κι αυτό γιατί επιτρέπει την στενότερη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και την ενίσχυση των δυνατοτήτων σε τομείς πρώτης πρωτεραιότητας, όπως η κυβερνοασφάλεια, όπου το κόστος ανάπτυξης θα ήταν δυσβάσταχτο για τα κράτη μέλη μεμονωμένα, με δεδομένη και την σημαντική μείωση των αμυντικών δαπανών που έχει επιφέρει η οικονομική κρίση από το 2009 κι εντεύθεν.

Ωστόσο, παρά τη σημασία της επένδυσης στην κοινή μας άμυνα, τα χρήματα δεν αρκούν. Χρειάζονται σύγχρονες αμυντικές – και κυρίως πολιτικές – δομές λήψης αποφάσεων.

Η επένδυση δεν έχει νόημα να ικανοποιεί τις ανάγκες του 20ου αιώνα, αλλά εκείνες του 21ου αιώνα. Οι δυνάμεις των ευρωπαϊκών χωρών μελών του ΝΑΤΟ, ανέρχονται σε 1,38 εκ. στρατιώτες, περίπου όσο και των ΗΠΑ. Η πρόκληση όμως, δεν είναι στο νούμερο των δυνάμεων. Η σύγχρονη πρόκληση είναι η επένδυση στη σύγχρονη τεχνολογία, στην ψηφιακή εποχή, στα data, στην Τεχνητή Νοημοσύνη, στην αναβάθμιση των ικανοτήτων του στρατιωτικού δυναμικού της ΕΕ, ώστε να μπορούν να χειρίζονται την υψηλή τεχνολογία. Η επιλογή αυτή, της επένδυσης στην τεχνολογία του αύριο, θα λειτουργήσει ως ένα άλμα μεγαλύτερο από την φθορά του σήμερα. Εξαιτίας της κρίσης που ταλάνισε την Ευρώπη, οι επενδύσεις στην Άμυνα, έμειναν πίσω. Ο εξοπλισμός δεν έχει ανανεωθεί σε πολλές περιπτώσεις. Λύση σε αυτό μπορεί να δώσει η διακρατική υποστήριξη στη συντήρηση του εξοπλισμού.

Η συντήρηση αποτελεί το 30-70% του κόστους ενός οπλικού συστήματος μετά την κατασκευή του. Οι χώρες της ΕΕ που είναι μέλη του ΝΑΤΟ σε μεγάλο βαθμό αλληλοκαλύπτονται από παρόμοια συστήματα. Αν η ανταλλαγή τεχνογνωσίας συντήρησης και προσωπικού αυξανόταν μεταξύ των χωρών, ένα μεγάλο μέρος του κόστους θα χανόταν.

Η Ευρωπαϊκή άμυνα εμφανίζει συμπτώματα ανεπάρκειας που οφείλονται εν πολλοίς στην επικάλυψη, στην αδυναμία διαλειτουργικότητας και στα τεχνολογικά κενά που δημιουργούνται από τις ασύνδετες μονάδες παράγωγής των Κρατών Μελών. Η σύνδεση, η επικοινωνία, ο κοινός σχεδιασμός ενός τμήματος των αμυντικών βιομηχανιών της ΕΕ, θα μείωνε κατά 30% το κόστος προμήθειας οπλικών συστημάτων και ενίσχυε παράλληλα τη σύνδεση των ευρωπαϊκών αμυντικών συστημάτων. Η δημιουργία κοινής αμυντικής κουλτούρας – μετά και την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση – θα βελτίωνε σημαντικά τη διαλειτουργικότητα, την εκπαίδευση, τη συντήρηση και την Έρευνα και Καινοτομία του αμυντικού τομέα.

Η ΕΕ δεν έχει την πολυτέλεια να διατηρεί ξεχωριστά αμυντικά συστήματα ως προς το επίπεδο των τεχνικών απαιτήσεων. Από τη μία είναι δύσκολο και ευαίσθητο εθνικά να δομηθούν τα αμυντικά συστήματα με τις ίδιες προϋποθέσεις λειτουργίας, από την άλλη όμως, δεν είναι λογικό να μην υπάρχει σχεδόν καμία δυνατότητα διαλειτουργικού σχεδιασμού και συνεργασίας. Και αν η παρούσα κατάσταση των ευρωπαϊκών αμυντικών συστημάτων δεν επιτρέπει – πολιτικά και λειτουργικά – την πλήρη σύζευξη, οι νέες απειλές την επιβάλλουν. Με οδηγό τις νέες απειλές, όπως ο κυβερνοπόλεμος, οι χώρες της ΕΕ θα μπορούσαν να δομήσουν ένα κοινό πλαίσιο αμυντικής προετοιμασίας και συνεργασίας που θα ξεπερνά το σημερινό επίπεδο και θα ανοίγει νέους ορίζοντες.

Στο πλαίσιο της νέας διακρατικής, διαλειτουργικής και τεχνολογικής συνεργασίας ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ, νέα δυναμική αναμένεται να δώσει ο γαλλογερμανικός άξονας που αναμένεται να εκκινήσει τη νέα του προσπάθεια, μετά και τη σύσταση της νέας κυβέρνησης στο Βερολίνο. Η σημασία της συνεργασίας των δύο χωρών αναμένεται να προσελκύσει και άλλες χώρες που θα θελήσουν να ενταχθούν στην αμυντική και κατ’ επέκταση την πολιτική πρωτοπορία της ΕΕ, δημιουργώντας ένα νέο συνεργατικό μοντέλο για την ΕΕ ενόψει και των Ευρωεκλογών του 2019.

Όπως υπογραμμίσαμε, η πρωταρχική σημασία πρέπει να δοθεί στις νέες απειλές και στην επένδυση στην Έρευνα και την Καινοτομία. Είναι δύο πεδία που μπορούν να λειάνουν τις εθνικές διαφορές και να αποτελέσουν τον εμβρυουλκό της νέας σελίδας στην ευρωπαϊκή άμυνα. Σύμφωνα με έκθεση του Ευρωκοινοβουλιου το κενό ανάμεσα στην επένδυση σε Έρευνα και Καινοτομία ανάμεσα στην ΕΕ και τις ΗΠΑ ανέρχεται στα 50 δισεκ ετησίως!11

Ένα άλλο σημείο που θα άξιζε να σταθούμε, είναι αναμφίβολα το επικείμενο Βrexit. Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι ομολογουμένως η ισχυρότερη αμυντική δύναμη της ΕΕ κι ένα από τα μόλις δυο μέλη που διαθέτουν ολιστικές αμυντικές δυνατότητες (συμπεριλαμβανομένων πυρηνικών). Έχοντας τον δεύτερο μεγαλύτερο αμυντικό προυπολογισμό από όλα τα κράτη μέλη (μετά την Γαλλία)12, η Βρετανία, είναι επιπλέον ένα από τα πέντε μέλη που αφιερώνουν το κομβικό ποσοστό του 2% σε αμυντικές δαπάνες, οντας παράλληλα μόνιμα εκπροσωπούμενη στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει, ωστόσο , σταθεί εμπόδιο στη διαδικασία της αμυντικής ενοποίησης. Το 2011 άσκησε βέτο στην δημιουργία ενιαίου στρατιωτικού λειτουργικού αρχηγείου στις Βρυξέλλες13, ενω σταθερά αντιτάσσόταν στην αύξηση του προυπολογισμού της Ευρωπαικής Αμυντικής Υπηρεσίας (European Defence Agency)114. Μολονότι λοιπόν η στρατιωτική ισχύ του Ηνωμένου Βασιλείου το καθιστά κομβικό εταίρο, η απόσυρσή του από την Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας (CSDP) θα μπορούσε να δώσει νέα ώθηση στην ευρωπαική αμυντική ενοποίηση, ειδικά μετά την υπογραφή της PESCO.

Ειδικό ενδιαφέρον, τόσο για την Ευρώπη όσο και για την χώρα μας έχει και η δυναμική ισχύος της Τουρκίας.

Την περασμένη Δευτέρα, το Centre for American Progress δημοσίευσε μια σημαντική δημοσκοπική έρευνα σχετικά με τις διαθέσεις της τουρκικής κοινής γνώμης. Το τουρκικό κοινό εμφανίζεται κατά 73% αρνητικά διακείμενο έναντι της Ευρώπης, με το ποσοστό των θετικών απαντήσεων να ανέρχεται μόλις στο 21%. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το γεγονός ότι το 46% των ερωτηθέντων απάντησαν ότι η τουρκική κυβέρνηση πρέπει “να κάνει περισσότερα για να αντιμετωπίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες”.15 Οι σχέσεις Τουρκίας-Δύσης δεν υπήρξαν ποτέ τόσο εύθραυστες. Oι γενικότερες αποκλίνουσες προσδοκίες και οι ριζικά αντικρουόμενες στρατηγικές στη Συρία έχουν οδηγήσει τις σχέσεις των δύο συμμάχων σε κρίσιμο σημείο, με την Τουρκία να αναζητά συνεχώς αναβαθμισμένο ρόλο στην αναδιαμορφούμενη περιφερειακή δυναμική. Τα ευρήματα της έρευνας που αναφέραμε παραπάνω, στο βαθμό που αποτυπώνουν την πραγματικότητα, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αντιδυτική στροφή της Τουρκίας θα ενταθεί, έχοντας ισχυρή λαική νομιμοποίηση.

Οι πολιτικές ελίτ της γείτονος δεν αντιλαμβάνονται πια την Δύση ως το κέντρο της ισχύος. Την βλέπουν μάλλον ως άλλο ένα κέντρο ανάμεσα σε πολλά αναδυόμενα. Κυβερνητικοί κύκλοι πιστεύουν ότι το γεγονός αυτό αυξάνει τις προοπτικές αυτονομίας –όσο και απροβλεψιμότητας- της Τουρκίας στο διεθνές περιβάλλον, ιδιαίτερα όσον αφορά τις σχέσεις της με την Δύση.

Μιλώντας συγκεκριμένα για τις ευρωτουρκικές σχέσεις, η ανάγκη της Τουρκίας για απόκτηση θέσης (quest for status) πρέπει να ικανοποιηθεί μέσα στο κατάλληλο λειτουργικό πλαίσιο, το οποίο μολονότι θα περιλαμβάνει μιαν αναγκαία συναλλακτική διάσταση, δεν θα παραγκωνίζει στο ελάχιστο τις συνιστώσες της δημοκρατίας, της θεσμικής βελτίωσης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Παρ’όλα αυτά ένα τέτοιο πλαίσιο είναι σχεδόν απίθανο να διαμορφωθεί στο εγγύς μέλλον, λόγω και της παγίωσης του αυταρχικού καθεστώτος. Οι υποβόσκουσες εντάσεις στις σχέσεις της Τουρκίας με την ΕΕ και την Δύση γενικότερα, προβλέπεται ότι μάλλον θα συνεχιστούν.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα