Γ. Στουρνάρας: Η επιστροφή στις αγορές με βιώσιμο τρόπο η μεγαλύτερη πρόκληση για την οικονομία

Την επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις χρηματοπιστωτικές αγορές με βιώσιμους όρους χαρακτήρισε ως τη μεγαλύτερη πρόκληση για την ελληνική οικονομία στο άμεσο μέλλον ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας, στο πλαίσιο διάλεξης στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Ο ίδιος επισήμανε ότι η ύπαρξη αποθέματος ασφαλείας ύψους 25 δισ. ευρώ περίπου είναι χρήσιμη, αλλά δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ανάγκη εξόδου στις αγορές με βιώσιμους όρους. Σημείωσε, στη συνέχεια, ότι η χθεσινή έκδοση του πενταετούς ομολόγου είναι ένα μικρό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση.
Ξεχωριστά ο Γ. Στουρνάρας προειδοποίησε για τον κίνδυνο η κυκλική επίδραση της ύφεσης και της στασιμότητας των τελευταίων χρόνων να καταστεί διαρθρωτικής φύσεως φαινόμενο και να οδηγήσει σε ιδιαίτερα χαμηλούς μεσομακροπρόθεσμους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Κάτι τέτοιο θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος και τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους (παρά τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που αποφασίστηκαν από το Eurogroup).
Η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει ότι η οικονομική δραστηριότητα θα αυξηθεί κατά 2,1% το 2018, 2,3% το 2019 και 2,2% το 2020. Η εξέλιξη αυτή εκτιμάται ότι θα στηριχθεί στις επιχειρηματικές επενδύσεις, στις εξαγωγές, αλλά και στην άνοδο της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Αναλυτικά η ομιλία του Γ. Στουρνάρα:
“Είναι μεγάλη χαρά για μένα που βρίσκομαι εδώ απόψε και που θα μοιραστώ τις σκέψεις μου για την ελληνική οικονομία. Αρχικά θα αναφερθώ στην πρόοδο που έχει σημειωθεί από το 2010 μέχρι σήμερα, και στη συνέχεια θα επισημάνω τις προκλήσεις που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει η χώρα, κάποιες από τις οποίες μας κληροδότησε η μακρόχρονη κρίση. Κλείνοντας θα αναφερθώ στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και στις προϋποθέσεις διατηρήσιμης ανάπτυξης και επιστροφής του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές με βιώσιμους όρους.
A. Η πρόοδος που έχει πραγματοποιηθεί από την αρχή της κρίσης χρέους
Από την αρχή της κρίσης δημόσιου χρέους το 2010, η Ελλάδα εφάρμοσε ένα τολμηρό πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής, το οποίο είχε σημαντικά αποτελέσματα. Αξίζει ιδιαίτερα να επισημανθούν:
• η πρωτοφανής δημοσιονομική προσαρμογή και η επίτευξη υψηλών και διατηρήσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων,
• η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και ο περιορισμός του εξωτερικού ελλείμματος, δηλαδή του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών,
• οι εκτεταμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, για παράδειγμα στο ασφαλιστικό, στο σύστημα υγείας, στις αγορές εργασίας και προϊόντων, στο επιχειρηματικό περιβάλλον, στη δημόσια διοίκηση, στο φορολογικό σύστημα και στο δημοσιονομικό πλαίσιο,
• η αναδιάρθρωση και ενοποίηση των τραπεζών και η ενίσχυση της κεφαλαιακής τους επάρκειας.
Ως αποτέλεσμα αυτών των προσπαθειών, έχει αυξηθεί σημαντικά η εξωστρέφεια της οικονομίας και έχει ήδη αρχίσει η αναδιάρθρωσή της υπέρ κλάδων παραγωγής εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών με εξαγωγικό προσανατολισμό.
• Το σύνολο των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε από 19% το 2009 σε 34,2% το 2017, δηλαδή κατά περίπου 15 ποσοστιαίες μονάδες. Η βελτίωση αυτή προήλθε σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές, κυρίως αγαθών και, δευτερευόντως, υπηρεσιών. Στο ίδιο διάστημα, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, εξαιρουμένου του τομέα της ναυτιλίας, αυξήθηκαν κατά 54% σε πραγματικούς όρους, ξεπερνώντας την αντίστοιχη αύξηση των εξαγωγών της ευρωζώνης.
• Η πραγματική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών σε σχέση με αυτή των μη εμπορεύσιμων αυξήθηκε σωρευτικά κατά 14% περίπου το διάστημα 2010-2017. Η αναπροσαρμογή της οικονομίας υπέρ των διεθνώς εμπορεύσιμων κλάδων υποβοηθήθηκε από την αύξηση των σχετικών τιμών και των περιθωρίων καθαρού κέρδους των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών.
Η βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας και οι σημαντικές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν την τελευταία οκταετία είχαν ως αποτέλεσμα την υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας από 27,8% στο τέλος του 2013, σε 18,3% το γ’ τρίμηνο του 2018.
• Παράλληλα, με τον ενεργό ρόλο της Τράπεζας της Ελλάδος επετεύχθη η αναδιάταξη και ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος και γενικότερα η διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω αλλαγών, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών έχουν διαμορφωθεί σε ικανοποιητικά επίπεδα , ενώ και οι προβλέψεις τους παραμένουν σε επίπεδα κατάλληλα για να αντεπεξέλθουν σε πιθανούς πιστωτικούς κινδύνους.
Επίσης, έως τώρα έχουν γίνει σημαντικές μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ).
• Πρώτα απ’ όλα, ενισχύθηκε το εποπτικό πλαίσιο. Η Τράπεζα της Ελλάδος, σε συνεργασία με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM), εξέδωσε εποπτικές οδηγίες για την εσωτερική διαχείριση των ΜΕΔ και συμφώνησε με τις τράπεζες επιχειρησιακούς στόχους. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν ήδη υποβάλει αναθεωρημένους επιχειρησιακούς στόχους για τα ΜΕΔ, οι οποίοι καλύπτουν το διάστημα μέχρι το 2021 (ούτως ώστε το ποσοστό των ΜΕΔ στο σύνολο των δανείων να υποχωρήσει σε περίπου 20% ή χαμηλότερα μέχρι το 2021).
• Προωθήθηκε η δημιουργία δευτερογενούς αγοράς για τη διαχείριση και απόκτηση μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ήδη χορηγήσει άδεια λειτουργίας σε 16 μη τραπεζικές εταιρίες διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων, και έχουν αρχίσει να γίνονται μεταβιβάσεις χαρτοφυλακίων προς αυτές από τράπεζες ή εταιρίες απόκτησης μη εξυπηρετούμενων δανείων. Επίσης, απελευθερώθηκαν σε μεγάλο βαθμό οι πωλήσεις δανείων και έχουν πωληθεί σε τρίτους επενδυτές μη εξυπηρετούμενα δάνεια ονομαστικής αξίας 19,5 δισεκ. ευρώ κατά τα έτη 2017 και 2018.
• Κατέστη δυνατή η άρση των νομικών, δικαστικών και διοικητικών εμποδίων στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Μεταξύ άλλων, υπήρξε βελτίωση του πλαισίου αφερεγγυότητας των νοικοκυριών, απλούστευση και επιτάχυνση των νομικών διαδικασιών, ενίσχυση των δικαιωμάτων εκείνων των πιστωτών που κατέχουν εξασφαλίσεις και θεσπίστηκε η νομική προστασία των στελεχών των τραπεζών και του δημόσιου τομέα που συμμετέχουν στην αναδιάρθρωση χρεών επιχειρήσεων, θεσπίστηκε ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση των προβλέψεων και διαγραφών και τέθηκαν σε λειτουργία η πλατφόρμα για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό και η πλατφόρμα διενέργειας ηλεκτρονικών πλειστηριασμών.
Οι ενέργειες αυτές άρχισαν να αποδίδουν καρπούς, καθώς παρατηρείται συνεχής μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε συνάφεια με τους τεθέντες στόχους. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) ανήλθαν στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2018 σε 84,7 δισεκ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 9,7 δισεκ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου του 2017, και κατά περίπου 22,5 δισεκ. ευρώ (δηλ. περισσότερο από 20%) έναντι του Μαρτίου 2016, οπότε και είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ. Η υποχώρηση του αποθέματος των ΜΕΔ κατά τη διάρκεια του 2018 οφείλεται κυρίως σε διαγραφές (4,4 δισεκ. ευρώ) και πωλήσεις (5,2 δισεκ. ευρώ) μη εξυπηρετούμενων δανείων. Βελτίωση εμφανίζουν και οι εισπράξεις από ρευστοποιήσεις, καθώς οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί παράγουν τα πρώτα αποτελέσματα. Ωστόσο, το συνολικό ποσό που ανακτήθηκε από τις τράπεζες με αυτόν τον τρόπο παραμένει χαμηλό.
Β. Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις
Παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί, η μακρόχρονη κρίση είχε σημαντικό κόστος καθώς οδήγησε σε μεγάλη απώλεια εισοδήματος και σε σημαντική μείωση της απασχόλησης και του πλούτου των νοικοκυριών. Παράλληλα, έλαβε χώρα ένα μεγάλο κύμα μετανάστευσης Ελλήνων με υψηλά προσόντα, στερώντας την ελληνική κοινωνία και οικονομία από ένα παραγωγικό τμήμα της, με ανυπολόγιστες δημογραφικές, οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες. Επιπλέον, ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης, ενισχύθηκαν οι ακραίες και οι λαϊκίστικες πολιτικές προτάσεις και φωνές, οι οποίες έφεραν τη χώρα στα πρόθυρα της εξόδου από το ευρώ και δημιούργησαν ένα κλίμα αμφισβήτησης της ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας των θεσμών. Σήμερα τα φαινόμενα αυτά έχουν υποχωρήσει σημαντικά και ουδείς αμφισβητεί τη θέση της Ελλάδας στην ευρωζώνη.
Οι κυριότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική οικονομία είναι:
•Το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) στους ισολογισμούς των τραπεζών, το οποίο ασκεί αρνητική επίδραση στην προσφορά πιστώσεων, δεσμεύοντας τραπεζικά κεφάλαια και χρηματοδοτικούς πόρους σε μη παραγωγικές τοποθετήσεις. Επιπλέον, η ανάκαμψη χωρίς τραπεζικό δανεισμό είναι ασθενέστερη, κυρίως επειδή η έλλειψη τραπεζικών πιστώσεων επηρεάζει τις επενδύσεις.
• Το υψηλό δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ (του οποίου όμως η βιωσιμότητα έχει βελτιωθεί σημαντικά μεσοπρόθεσμα με τα μέτρα που υιοθέτησε το Eurogroup τα τελευταία χρόνια, τα πλέον πρόσφατα από αυτά τον Ιούνιο του 2018) αυξάνει το κόστος δανεισμού του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και περιορίζει την αναπτυξιακή δυναμική.
• Η διατήρηση μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων για μια παρατεταμένη χρονική περίοδο επιδρά αρνητικά στην ανάπτυξη αλλά και στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Η περιοριστική επίδραση των μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων είναι σχετικά εντονότερη, επειδή συνοδεύεται από σχετικά υψηλή φορολογία.
• Το μεγάλο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας. Η υψηλή μακροχρόνια ανεργία δημιουργεί ανισότητες θέτοντας σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή, και αυξάνει τον κίνδυνο απαξίωσης του ανθρώπινου κεφαλαίου.
• Η μετανάστευση εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού κατά τη διάρκεια της κρίσης σε συνδυασμό με τη γήρανση του πληθυσμού εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε σημαντική υποχώρηση του ενεργού πληθυσμού οδηγώντας σε χαμηλότερους ρυθμούς δυνητικής ανάπτυξης.
• Οι επενδύσεις παραμένουν σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Το επιχειρηματικό περιβάλλον δεν θεωρείται ακόμη αρκετά φιλικό προς τις ιδιωτικές επενδύσεις καθώς χαρακτηρίζεται από υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, εκτεταμένη γραφειοκρατία, περιορισμένη πρόσβαση στην τραπεζική χρηματοδότηση και καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας εξακολουθεί να είναι χαμηλή σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες και έχει, μάλιστα, υποχωρήσει τα τελευταία δύο χρόνια, σύμφωνα με την έκθεση “Doing Business” της Παγκόσμιας Τράπεζας καθώς και τον δείκτη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ.
• Η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης. Σύμφωνα με τον δείκτη αποτελεσματικής επίλυσης εμπορικών διαφορών (enforcing contracts) της έκθεσης “Doing Business” για το 2019 της Παγκόσμιας Τράπεζας, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 132η θέση μεταξύ 190 χωρών. Συγκεκριμένα, απαιτούνται κατά μέσο όρο 1.580 ημέρες για την εκδίκαση μιας υπόθεσης από το αρμόδιο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και την εκτέλεση της απόφασης, έναντι 582,4 ημερών στις χώρες του ΟΟΣΑ. Επίσης, σύμφωνα με την ίδια έκθεση, ο χρόνος ολοκλήρωσης των πτωχευτικών διαδικασιών (resolving insolvency) φθάνει τα 3,5 έτη, έναντι 1,7 ετών στις χώρες του ΟΟΣΑ. Ως αποτέλεσμα, το ποσοστό ανάκτησης (recovery rate) από τους εξασφαλισμένους πιστωτές μέσω αναδιοργάνωσης, εκκαθάρισης ή κατάσχεσης ανέρχεται σε 33,2% στην Ελλάδα, έναντι 70,5% στις χώρες του ΟΟΣΑ. Κατά συνέπεια, η ασφάλεια δικαίου, η σαφήνεια και η σταθερότητα του νομικού πλαισίου, καθώς και η γρήγορη και αξιόπιστη επίλυση των δικαστικών διαφορών, αποτελούν θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την ενίσχυση του κοινού περί δικαίου αισθήματος των πολιτών, τη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος και την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης.
Οι χαμηλές εγχώριες αποταμιεύσεις, το υψηλό κόστος του κεφαλαίου, η αδυναμία χρηματοδότησης βιώσιμων επιχειρηματικών σχεδίων, η υψηλή μακροχρόνια ανεργία και η μεγάλη μείωση των επενδύσεων συνέβαλαν στη μείωση του αποθέματος φυσικού και ανθρώπινου κεφαλαίου, με αρνητικές συνέπειες στο μακροπρόθεσμο δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Δημιουργείται, λοιπόν, ο κίνδυνος, η κυκλική επίδραση της ύφεσης και της στασιμότητας των τελευταίων χρόνων να καταστεί διαρθρωτικής φύσεως φαινόμενο και να οδηγήσει σε ιδιαίτερα χαμηλούς μεσομακροπρόθεσμους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Κάτι τέτοιο θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος και τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους (παρά τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που αποφασίστηκαν από το Eurogroup.
Ωστόσο, η σημαντικότερη πρόκληση για την ελληνική οικονομία στο άμεσο μέλλον είναι η επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις χρηματοπιστωτικές αγορές με βιώσιμους όρους. Παρά την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής τον περασμένο Αύγουστο και τα μέτρα ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους που αποφάσισε το Eurogroup τον Ιούνιο του 2018, τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου δεν έχουν ακόμη αποκτήσει καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας και οι αποδόσεις τους παραμένουν υψηλές και ευμετάβλητες, επηρεαζόμενες σημαντικά από τις αναταράξεις στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές και την αβεβαιότητα, όσον αφορά τη διατήρηση της μεταρρυθμιστικής κατεύθυνσης στην οικονομική πολιτική. Η ύπαρξη αποθέματος ασφαλείας ύψους 25 δισεκ. ευρώ περίπου είναι χρήσιμη, αλλά δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ανάγκη εξόδου στις αγορές με βιώσιμους όρους. Η χθεσινή έκδοση του πενταετούς ομολόγου είναι ένα μικρό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση.
Γ. Οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας
Η ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής τον Αύγουστο του 2018 είχε θετικό αντίκτυπο στην εμπιστοσύνη, τη ρευστότητα και την πραγματική οικονομία. Η ενίσχυση της ρευστότητας των τραπεζών και η βελτίωση του κλίματος εμπιστοσύνης επέτρεψαν τον περιορισμό, σχεδόν μηδενισμό, της εξάρτησης των τραπεζών από το μηχανισμό έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα της Τράπεζας της Ελλάδος (ELA) καθώς και την άρση των περισσότερων περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Σε συνέχεια της ανάκαμψης του 2017, η οικονομική δραστηριότητα την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου του 2018 επιταχύνθηκε, με το ΑΕΠ σε σταθερές τιμές να καταγράφει άνοδο κατά 2,1% έναντι της ίδιας περιόδου του 2017. Βασικοί πυλώνες της μεγέθυνσης της οικονομίας ήταν οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών και η ιδιωτική κατανάλωση. Σύμφωνα με τους έως τώρα διαθέσιμους δείκτες οικονομικής δραστηριότητας, τόσο από την πλευρά της προσφοράς όσο και από την πλευρά της ζήτησης, εκτιμάται ότι η ανάκαμψη συνεχίστηκε και το δ’ τρίμηνο του έτους, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν ενδείξεις ανόδου της αβεβαιότητας που προέρχεται κυρίως από το εξωτερικό περιβάλλον.
Στο πλαίσιο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει ότι η οικονομική δραστηριότητα θα αυξηθεί κατά 2,1% το 2018, 2,3% το 2019 και 2,2% το 2020. Η εξέλιξη αυτή εκτιμάται ότι θα στηριχθεί στις επιχειρηματικές επενδύσεις, στις εξαγωγές, αλλά και στην άνοδο της ιδιωτικής κατανάλωσης.
• Η ιδιωτική κατανάλωση εκτιμάται ότι θα έχει θετική συμβολή στην οικονομική δραστηριότητα, στηριζόμενη στην αύξηση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος, η οποία θα τροφοδοτηθεί από τη σταδιακή άνοδο των αμοιβών ανά απασχολούμενο, καθώς και από τη συνεχιζόμενη αύξηση της απασχόλησης.
• Οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν, ιδιαίτερα από το 2019 και έπειτα, σε συνάρτηση με την ενίσχυση της εμπιστοσύνης και τη σταδιακή αποκατάσταση της χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα.
• Οι εξαγωγές αγαθών, υποβοηθούμενες από τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν να αυξάνονται με υψηλούς, αν και επιβραδυνόμενους, ρυθμούς τα επόμενα δύο χρόνια, εξαιτίας της επιβράδυνσης της παγκόσμιας ανάπτυξης, λόγω του εντεινόμενου εμπορικού προστατευτισμού και της αύξησης των επιτοκίων στις διεθνείς αγορές. Άνοδο αναμένεται να σημειώσουν και οι εισαγωγές.
• Η απασχόληση αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται, στηριζόμενη κυρίως στη θετική πορεία επιμέρους τομέων της οικονομικής δραστηριότητας, όπως ο τουρισμός και το εμπόριο, συμβάλλοντας στην περαιτέρω υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας.
Οι προβλέψεις αυτές υπόκεινται σε εσωτερικούς και εξωτερικούς κινδύνους.
Σε ό,τι αφορά το εξωτερικό περιβάλλον, κίνδυνοι μπορεί να προκύψουν από ενδεχόμενη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας λόγω της αύξησης του εμπορικού προστατευτισμού, της απόσυρσης των μη συμβατικών μέτρων νομισματικής επέκτασης στις ανεπτυγμένες οικονομίες και αυξημένων αναταράξεων στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, καθώς και από το ενδεχόμενο μια άτακτης και μη συντεταγμένης αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ. Ήδη παρατηρείται σημαντική επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης το τρίτο τρίμηνο του 2018, ιδιαίτερα στην ευρωζώνη, και υποχώρηση των σχετικών δεικτών και κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2018.
Όσον αφορά το εσωτερικό περιβάλλον, ιδιαίτερα το δημοσιονομικό πεδίο, η εφαρμογή των αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές στις συντάξεις, δρουν επιβαρυντικά στην ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, καθώς οδηγούν σε προς τα άνω αναθεώρηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης και αποτελούν το σημαντικότερο δημοσιονομικό κίνδυνο μεσοπρόθεσμα. Επίσης, η υψηλή φορολόγηση και οι καθυστερήσεις στην υλοποίηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά την επενδυτική εμπιστοσύνη και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Δ. Προϋποθέσεις διατηρήσιμης ανάπτυξης και επιστροφής στις αγορές με βιώσιμους όρους
Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, δηλαδή, η επιστροφή σε τακτά χρονικά διαστήματα στις αγορές με βιώσιμους όρους και η επίτευξη ενός βιώσιμου και εξωστρεφούς προτύπου ανάπτυξης, προτείνονται οι ακόλουθες παρεμβάσεις πολιτικής:
1ον Μείωση του υψηλού ποσοστού των ΜΕΔ. Παρά τις σημαντικές προσπάθειες των τραπεζών, τις βελτιώσεις στο οικονομικό και θεσμικό περιβάλλον και τη σημαντική, όπως ήδη αναφέρθηκε, απομείωση του όγκου των ΜΕΔ κατά 22,5 δισεκ. ευρώ περίπου από το Μάρτιο του 2016 μέχρι σήμερα, το ποσοστό των ΜΕΔ στο σύνολο των δανείων των ελληνικών τραπεζών τον Σεπτέμβριο του 2018 ήταν 46,7% έναντι 4% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Προκειμένου να υπάρξει σύγκλιση των δύο αυτών ποσοστών μέσα στα επόμενα τρία χρόνια, θα πρέπει να εγκριθούν και να προωθηθούν, παράλληλα και συμπληρωματικά με τις προσπάθειες των τραπεζών, τα δύο συστημικά σχέδια, του Υπουργείου Οικονομικών και της Τράπεζας της Ελλάδος, για την ταχεία αποκλιμάκωση του ποσοστού των ΜΕΔ, ούτως ώστε να μπορεί η κάθε τράπεζα να επιλέξει ποιο από τα δύο σχήματα της ταιριάζει.
2ον Αλλαγή στο μίγμα της δημοσιονομικής πολιτικής προς την κατεύθυνση της μείωσης των φορολογικών συντελεστών και της ανακατανομής της δημόσιας δαπάνης προς εκείνες τις κατηγορίες που επιφέρουν μόνιμο αναπτυξιακό αποτέλεσμα, όπως για παράδειγμα οι δημόσιες επενδύσεις.
3ον Συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, προκειμένου να διαφυλαχθούν τα έως τώρα δημοσιονομικά επιτεύγματα, να βελτιωθεί η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και να ενισχυθεί η εξωστρέφεια της οικονομίας, και να ενισχυθεί η αξιοπιστία της ασκούμενης πολιτικής η οποία αντανακλάται στη διεθνή πιστοληπτική ικανότητα της χώρας.
4ον Βελτίωση της ποιότητας και διασφάλιση της ανεξαρτησίας των θεσμών. Η ανεξαρτησία και αποτελεσματική λειτουργία των θεσμών έχει σημασία για την οικονομική ανάπτυξη και επιτρέπει στις χώρες να αντεπεξέρχονται σε σημαντικές προκλήσεις, επειδή τονώνουν την εμπιστοσύνη και επηρεάζουν τα κίνητρα των ατόμων και των επιχειρήσεων, ώστε να επενδύουν σε φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο, σε τεχνολογία και στην οργάνωση της παραγωγής.
5ον Προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων, καθώς οι εγχώριες αποταμιεύσεις δεν επαρκούν για την κάλυψη των επενδυτικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας. Αυτό απαιτεί να επιταχυνθούν οι ιδιωτικοποιήσεις και να δοθεί έμφαση στην άρση σημαντικών αντικινήτρων, όπως η γραφειοκρατία, η ασάφεια του νομοθετικού και ρυθμιστικού πλαισίου, ιδιαίτερα στις χρήσεις γης, οι καθυστερήσεις στη δικαστική επίλυση των διαφορών, καθώς και οι εναπομείναντες περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων.
6ον Ενδυνάμωση του τριγώνου της γνώσης (εκπαίδευση, έρευνα, καινοτομία) και ενθάρρυνση της στενής συνεργασίας επιχειρήσεων και ερευνητικών κέντρων.
7ον Διατήρηση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας, υποστήριξη των μακροχρόνια ανέργων και αύξηση των μισθών που θα συμβαδίζει με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, ώστε να διασφαλιστούν τα οφέλη σε όρους ανταγωνιστικότητας αλλά και αύξησης της απασχόλησης από την επίπονη μεταρρυθμιστική προσπάθεια της περιόδου από το 2010 μέχρι σήμερα.
Ε. Συμπεράσματα
Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να ανακάμπτει παρά την άνοδο της αβεβαιότητας που προέρχεται τόσο από εξωτερικούς όσο και από εσωτερικούς παράγοντες. Όμως, τα κρατικά ομόλογα δεν έχουν αποκτήσει ακόμη επενδυτική βαθμίδα και οι αποδόσεις τους εξακολουθούν να παραμένουν σε σχετικά υψηλά επίπεδα, λόγω αναταράξεων στις διεθνείς αγορές, αλλά και λόγω της ανησυχίας της επενδυτικής κοινότητας για την προσήλωση της οικονομικής πολιτικής στην υλοποίηση των προγραμματισμένων μεταρρυθμίσεων.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος εκτροχιασμού είναι οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας που έκριναν αντισυνταγματικούς δύο νόμους για το ασφαλιστικό σύστημα του 2012.
Λαμβάνοντας υπόψη την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, καθώς και τις σημαντικές προκλήσεις και τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, θα πρέπει να συνεχιστούν απρόσκοπτα η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, οι ιδιωτικοποιήσεις, η ομαλή δημοσιονομική πορεία, η ταχεία αποκλιμάκωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων. Μόνο έτσι θα είναι δυνατόν να μειωθεί η αβεβαιότητα, να επιταχυνθεί η ανάκαμψη της οικονομίας και να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών στις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Με αυτό τον τρόπο θα διευκολυνθεί η διατηρήσιμη επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές κρατικών ομολόγων και θα σηματοδοτηθεί η οριστική έξοδος από τη μακρόχρονη κρίση και η επιστροφή στην κανονικότητα”.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα