Περικοπές επιβάλλει το ΔΝΤ στη διαπραγμάτευση

Το ΔΝΤ κερδίζει τη διαπραγμάτευση και επιβάλλει τη δική του συνταγή.

Η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να αποδεχτεί τη μείωση του αφορολογήτου και των υφιστάμενων συντάξεων. Η διαπραγμάτευση με τα τεχνικά κλιμάκια θα κρίνει πόσο μεγάλη θα είναι η μείωση του αφορολογήτου και πόσο βαθιά θα φτάσει η περικοπή των συντάξεων.

Ως «αντάλλαγμα» η ελληνική πλευρά εξασφάλισε το δικαίωμα να νομοθετήσει «αντίμετρα», τα οποία θα εφαρμοστούν υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα τεθούν σε κίνδυνο οι στόχοι του πρωτογενούς πλεονάσματος για την περίοδο πριν και μετά το 2019.

Όμως αυτά τα αντίμετρα δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση – ακόμη και αν εφαρμοστούν, που σημαίνει ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι θα έχουν πάει κατ’ ευχήν – να αναπληρώσουν τις απώλειες εισοδήματος στα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει μόνο με άμεσες εισοδηματικές ενισχύσεις, οι οποίες είναι από αμφίβολο έως απίθανο να «περάσουν» από την τρόικα.

Η κυβέρνηση άρχισε ήδη να κάνει διαρροές για εφαρμογή μέτρων όπως η μείωση του ΕΝΦΙΑ, του ΦΠΑ στο ηλεκτρικό ρεύμα και σε βασικά είδη τροφίμων.
Ακόμη και αν ξεπεραστεί το γεγονός ότι το ΔΝΤ θα προσέλθει στην Αθήνα με εντελώς διαφορετική ατζέντα ως προς το περιεχόμενο της φορολογικής και της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, το συμπέρασμα που από τώρα μπορεί να προκύψει είναι ένα: Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να υιοθετήσει την οικονομική πολιτική που ήθελε να επιβάλει το ΔΝΤ στην Ελλάδα.

Εκχώρηση εξουσίας
Στην πράξη θα φανεί ότι, στο όνομα της «ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας», θα γίνει ανακατανομή των φορολογικών βαρών στην ανάποδη κατεύθυνση από αυτήν που ήθελε να ακολουθήσει ο ΣΥΡΙΖΑ: τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα θα χάσουν έως και έναν μισθό ή μια σύνταξη από τη μείωση του αφορολογήτου και αυτός ο μισθός δεν θα αναπληρωθεί εύκολα από τις μειώσεις στον ΦΠΑ του ρεύματος ή των τροφίμων.

Έτσι, το κρίσιμο 2019 – έτος κατά το οποίο είναι προγραμματισμένο να διεξαχθούν εθνικές εκλογές – εκατομμύρια μισθωτοί και συνταξιούχοι θα βρουν, από τον Ιανουάριο κιόλας, λιγότερα ευρώ στα ATM. Να λοιπόν τι έχασε η κυβέρνηση στο Eurogroup της Δευτέρας: το δικαίωμα να επιλέγει η ίδια ποιες κοινωνικές ομάδες θα προστατέψει και ποιες θα επιβαρύνει.

Ουσιαστικά, τη Δευτέρα εκχωρήθηκε στους δανειστές και το τελευταίο κομμάτι της οικονομικής πολιτικής της χώρας. Τη νομισματική πολιτική ούτως ή άλλως την ασκεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Οι δημοσιονομικοί στόχοι τα τελευταία επτά χρόνια καθορίζονται από τα μνημόνια, ενώ σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις θα καθορίζονται για τουλάχιστον άλλα 4-6 χρόνια.

Το μοναδικό που είχε απομείνει – έστω σε έναν βαθμό – στα χέρια της εκάστοτε κυβέρνησης ήταν το να καθορίζει την κατανομή των φορολογικών βαρών, δηλαδή να αποφασίζει ποιος θα πληρώνει περισσότερα για να επιτυγχάνεται ο προκαθορισμένος από τα μνημόνια δημοσιονομικός στόχος. Απ’ ό,τι φαίνεται, από το 2019 το απεμπολούμε και αυτό.

Τη Δευτέρα δεχτήκαμε ότι πρέπει να «διευρυνθεί η φορολογική βάση και να υπάρξει εξορθολογισμός στη δαπάνη για τις συντάξεις» επειδή αυτό θεωρεί καλύτερο για την Ελλάδα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Αυτός που θα κυβερνάει τη χώρα το 2019 πραγματικά θα έχει πολύ μικρά περιθώρια για πολιτικούς ελιγμούς…

Η βαριά «ατζέντα»
Ουσιαστικά η διαπραγμάτευση με τους «θεσμούς» για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης αρχίζει τώρα καθώς, προς το παρόν, δεν έχει πέσει στο τραπέζι κανένας αριθμός.
Ποιο είναι τελικώς το πρωτογενές πλεόνασμα του 2016;
Είναι διατηρήσιμη η υπέρβαση που παρατηρείται;
Θα αποδεχτεί το ΔΝΤ ότι το πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 είναι υψηλότερο από το πενιχρό 0,9% που υποστηρίζει μέχρι τώρα το Ταμείο;
Υπάρχει δημοσιονομικό κενό για το 2017 και το 2018;
Ποια θα είναι η αξία των μέτρων που θα πρέπει να νομοθετηθούν σε φορολογικό και ασφαλιστικό για την περίοδο μετά το τρίτο μνημόνιο, δηλαδή από την 1η Ιανουαρίου 2019 και μετά;

Όλα αυτά θα πρέπει να «κλειδώσουν» στις διαπραγματεύσεις με τα τεχνικά κλιμάκια – που καταφθάνουν την επόμενη εβδομάδα στην Αθήνα – πριν φτάσουμε στο «ζουμί» της φορολογικής και της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, δηλαδή στο ποιο θα είναι το περιεχόμενο των μέτρων, πόσο θα μειωθεί το αφορολόγητο και πότε (και πόσο) θα περιοριστεί το ύψος των συντάξεων.

Έτσι, η «ατζέντα» των επικεφαλής του κουαρτέτου θα είναι εκ των πραγμάτων πολύ βαριά, καθώς θα περιλαμβάνει τα ακόλουθα κεφάλαια. Το αν αυτά τα κεφάλαια μπορούν να κλείσουν μέσα σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα είναι κάτι που θα φανεί στην πράξη.

Προφανώς οι δύο πλευρές δεν ξεκινούν από το μηδέν, καθώς θεωρείται δεδομένο ότι έχει υπάρξει ανταλλαγή επιχειρημάτων όλο αυτό το διάστημα. Το θέμα είναι πόσο «κοντά» έχουν έρθει οι δύο πλευρές, ειδικά σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο της φορολογικής και της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, αλλά και τις κρίσιμες εκκρεμότητες της δεύτερης αξιολόγησης όπως είναι τα ενεργειακά και τα εργασιακά.

Πρωτογενές πλεόνασμα
Βασικό στοιχείο – και ενδεχομένως το πρώτο – είναι να συμφωνήσουν όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές για το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2016. Μπορεί να φαντάζει οξύμωρο να υπάρχουν διαφορετικές εκτιμήσεις για κάτι που έχει ήδη συντελεστεί (σ.σ.: τα έσοδα και οι δαπάνες του 2016 είναι δεδομένες), αλλά συμβαίνει: αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχει συμφωνία για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2016.

Η ελληνική κυβέρνηση ανεβάζει τον πήχη κοντά στο 3%, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσδιορίζει το πρωτογενές πλεόνασμα στο 2% και το ΔΝΤ το κατεβάζει στο 0,9%. Κρίσιμο θεωρείται το να αποδεχτεί και επίσημα το ΔΝΤ ότι έπεσε έξω στην εκτίμησή του για την προηγούμενη χρονιά, καθώς πάνω σε αυτήν έχει στηριχθεί σε μεγάλο βαθμό και η απαίτηση για λήψη πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων της τάξεως του 2% για μετά το 2018.

Στην πράξη, για να μη χρειαστούν νέα δημοσιονομικά μέτρα μετά το 2018, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα πρέπει να αναγνωρίσει… λάθος 3,6 δισ. ευρώ. Επισήμως, η Ελληνική Στατιστική Αρχή και η Eurostat θα ανακοινώσουν το πλεόνασμα του 2016 στις 21 Απριλίου.

Θα πρέπει επιπλέον να προσδιοριστεί ποιο τμήμα της υπεραπόδοσης του 2016 προκύπτει από μέτρα «μόνιμου διαρθρωτικού χαρακτήρα» και ποιο από εφάπαξ παρεμβάσεις, οι οποίες δεν θα έχουν τον ίδιο δημοσιονομικό αντίκτυπο το 2017, το 2018, αλλά και τα επόμενα χρόνια. Οι θεσμοί αναμένεται να απορρίψουν ένα μέρος του αποδίδοντάς το σε μέτρα με εφάπαξ χαρακτήρα (π.χ. φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων, φόρο στα καπνικά προϊόντα κ.λπ.).

Δημοσιονομικό κενό
Πολύ σημαντικό κομμάτι της διαπραγμάτευσης θα είναι το να συμφωνηθεί αν υπάρχει «δημοσιονομικό κενό» για το 2017 και το 2018, το οποίο θα πρέπει να καλυφθεί με μέτρα.
Κατά τη διακοπή των διαπραγματεύσεων τον Δεκέμβριο, οι δύο πλευρές είχαν διαγνώσει δημοσιονομικό κενό της τάξεως των 700 εκατ. ευρώ, ενώ η ελληνική πλευρά είχε προτείνει μέτρα 550 εκατ. ευρώ για την κάλυψή του (σ.σ.: κατάργηση της έκπτωσης 1,5% σε μισθωτούς και συνταξιούχους, περικοπή έκπτωσης φόρου για τις ιατρικές δαπάνες, παρεμβάσεις στα εισοδηματικά κριτήρια του επιδόματος θέρμανσης κ.λπ.).
Η ύπαρξη και το εύρος του δημοσιονομικού κενού θα μπουν εκ νέου στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης, με την ελληνική πλευρά να τονίζει ότι, εξαιτίας της υπεραπόδοσης των εσόδων, το κενό έχει ήδη εξαφανιστεί.

Η αξιολόγηση
Η δημοσίευση του περιεχομένου της επιστολής του Ευκλείδη Τσακαλώτου προς τους θεσμούς, με την οποία ο υπουργός Οικονομικών παραδεχόταν ότι έχουν κλείσει μόλις το ένα στα τρία προαπαιτούμενα της δεύτερης αξιολόγησης και έχουν συμφωνηθεί αλλά δεν έχουν «κλειδώσει» επίσης το ένα στα τρία, είχε προκαλέσει αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας.
Σε κάθε περίπτωση, τώρα ήρθε η ώρα να κλείσουν όλα τα προαπαιτούμενα. Έτσι θα πρέπει να κλειδώσουν τα εργασιακά (σ.σ.: ομαδικές απολύσεις κ.λπ.), τα ενεργειακά (σ.σ.: πώληση 17% της ΔΕΗ), οι αποκρατικοποιήσεις, η απελευθέρωση κλειστών επαγγελμάτων κ.λπ.

Ειδικά για τα εργασιακά, η κυβέρνηση μίλησε, μετά το προχθεσινό Eurogroup, για «δυνατότητα επιστροφής της εργασιακής κανονικότητας με την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων πριν από το τέλος του τρέχοντος προγράμματος, στη βάση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου». Μένει να φανεί αν αυτό θα μετουσιωθεί στην επαναφορά των κλαδικών συμβάσεων από την 1.1.2018 όπως θέλει η ελληνική πλευρά ή αν θα αναβληθεί για τον Σεπτέμβριο του 2018, όπως θέλουν οι θεσμοί.

Φορολογία – συντάξεις
Προφανώς, πολιτικά και οικονομικά, το πιο δύσκολο κομμάτι θα είναι να προσδιοριστεί το περιεχόμενο αλλά και το εύρος της φορολογικής και της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης που θα ενεργοποιηθεί από την 1.1.2019.
Αυτήν τη στιγμή η κυβέρνηση μιλάει ουσιαστικά για ανακατανομή φορολογικών βαρών. Το εύρος αυτής της ανακατανομής (δηλαδή το αν θα είναι ένα, δύο ή περισσότερα δισ. ευρώ) δεν έχει ξεκαθαριστεί και εν πολλοίς θα εξαρτηθεί από το πόσο χαμηλά θα θελήσει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να ρίξει το αφορολόγητο ή – για την ακρίβεια – κατά πόσο θα επιμείνει και σε ποιο βαθμό στην εκτίμησή του ότι για το 2019 υπάρχει δημοσιονομικό κενό της τάξεως του 2% του ΑΕΠ.

Μια μείωση στα επίπεδα του μέσου όρου της ευρωζώνης θα φέρει μέτρα συνολικού ύψους άνω των 2 δισ. ευρώ, ενώ ο συνολικός λογαριασμός θα ανέβει ακόμη περισσότερο αν προστεθεί και η περικοπή της «προσωπικής διαφοράς» στις συντάξεις.
Από τη διαπραγμάτευση δεν θα κριθεί μόνο το εύρος των παρεμβάσεων, αλλά και το περιεχόμενο. Το ΔΝΤ, για παράδειγμα, δεν φαίνεται να αποδέχεται τα «θετικά μέτρα» που θέλει να περάσει η ελληνική πλευρά, όπως η μείωση του ΕΝΦΙΑ, του ΦΠΑ στο ρεύμα και στα τρόφιμα, στα εισιτήρια κ.λπ. Ζητάει μειώσεις συντελεστών για τα μεσαία και υψηλά εισοδήματα προκειμένου να περιοριστεί το κίνητρο για φοροδιαφυγή, αλλά και περιορισμό των φορολογικών συντελεστών των επιχειρήσεων για να τονωθεί η επιχειρηματικότητα.

Σε αυτό το επίπεδο θα δοθεί η μεγάλη μάχη της κυβέρνησης, η οποία θα πρέπει να εμφανιστεί μέσα στις επόμενες εβδομάδες στη Βουλή και να πείσει λαό και Κοινοβουλευτική Ομάδα πως έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να αποτρέψει την επιβάρυνση των χαμηλότερων στρωμάτων. Δεν θα είναι εύκολο, καθώς θα συγκρουστούν δύο διαφορετικοί κόσμοι. Και, τουλάχιστον προς το παρόν, φαίνεται να κερδίζει ο… κόσμος του ΔΝΤ.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα