Σάμος: Την ανάγκασαν να κλείσει την ταβέρνα της επειδή βοηθούσε πρόσφυγες

Όταν οι πρώτες προσφυγικές ροές άρχισαν να καταφθάνουν πριν από περίπου από δύο χρόνια στα νησιά του Αιγαίου άνοιξε την αγκαλιά της και την μετέτρεψε σε καταφύγιο για εκατοντάδες κατατρεγμένες ψυχές μεταναστών και προσφύγων. Στην ταβέρνα που διατηρούσε μέχρι πρόσφατα, στις Ροδίτσες της Σάμου, όποιος πρόσφυγας ή μετανάστης είχε ανάγκη έβρισκε πάντα ένα πιάτο φαγητό και κυρίως έναν άνθρωπο με πνεύμα κατανόησης και διάθεση για επικοινωνία.

Ο λόγος για τη Μαρία Μακρόγιαννη – γνωστής και ως ταβερνιάρισσα των προσφύγων, για την οποία ουδέποτε τέθηκε θέμα κατηγοριοποίησης όσων απευθύνθηκαν σε εκείνη με βάση το χρώμα του δέρματος, τη χώρα καταγωγής ή τη γλώσσα που μιλούσαν.

Και η σχέση αυτή γρήγορα απέκτησε άλλη υπόσταση. Εκείνοι (άντρες, γυναίκες, παιδιά) άρχισαν να την αποκαλούν «μαμά» και η κυρία Μαρία αποδέχτηκε όχι μόνο αυτόν τον τόσο απαιτητικό ρόλο, αλλά αισθάνθηκε πραγματικά ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι και δικά της παιδιά. Η ιστορία της φιλοξενήθηκε σε αρκετά διεθνή και εγχώρια ΜΜΕ και έγινε γνωστή από χιλιάδες ανθρώπους ανά τον κόσμο.

Το περασμένο καλοκαίρι στην ταβέρνα της δούλεψε μόνο με ξένους τουρίστες. Φέτος αποφάσισε να μην την ανοίξει καθόλου, αν και από αυτήν την ταβέρνα βγάζει τα προς το ζην, και τη Μεγάλη Δευτέρα, έπειτα από πολύμηνες δοκιμασίες, μπήκε στην προσωπική της Εβδομάδα των Παθών.

«Την ταβέρνα εδώ και δύο χρόνια την είχα μετατρέψει σε σπίτι μου. Τα πιο σοβαρά προβλήματα ξεκίνησαν τον Ιανουάριο. Ένα βράδυ επιχείρησαν να διαρρήξουν το μαγαζί, αλλά ήμασταν μέσα και έφυγαν. Έπειτα από λίγο καιρό, στις τρεις τη νύχτα, χτυπούσαν την τζαμαρία για να με φοβίσουν. Και ακολούθησε και άλλη επίθεση. Τον Φεβρουάριο, λοιπόν, με ανάγκασαν να φύγω από εκεί» υποστηρίζει στο «Έθνος» η κυρία Μακρόγιαννη.

Απειλητικά τηλεφωνήματα

Όπως σημειώνει, «πριν από αυτά τα περιστατικά δεχόμουν απειλητικά τηλεφωνήματα από αγνώστους. Με έβριζαν και μου έλεγαν ότι θα με δείρουν επειδή μαζεύω και ταΐζω τους ανθρώπους αυτούς. Αναγκάστηκα να αλλάξω ακόμη και τον αριθμό του τηλεφώνου. Τελικά, με τον τρόπο τους με έδιωξαν και με εξανάγκασαν φέτος να κρατήσω κλειστό το μαγαζί μου».

Εδώ και δύο μήνες τη μεγάλη της «οικογένεια» τη μετέφερε στο σπίτι της, όπου ζει με τον σύντροφό της, Μιχάλη Γεωργαλή. Τα πράγματα για εκείνη, όμως, δεν βελτιώθηκαν. «Όλοι με κοιτάζουν άγρια, ενώ τα παιδιά μου δεν έχουν ενοχλήσει κανέναν. Ισα ίσα, επειδή έχουν την ανάγκη να προσφέρουν και αυτά προχωράμε σε διάφορες δραστηριότητες, όπως το να καθαρίσουμε μαζί μία παραλία του νησιού. Είναι κακό και αυτό;» διερωτάται.

Τη Μεγάλη Δευτέρα, σε μια κίνηση αγάπης προς το κοινωνικό σύνολο και σεβασμού προς το νησί του Πυθαγόρα, το οποίο έχει γίνει η δεύτερη πατρίδα τους, τα «παιδιά» της κυρίας Μαρίας αποφάσισαν να ξεχορταριάσουν έναν κεντρικό δρόμο, να καθαρίσουν και να ασπρίσουν εν όψει του Πάσχα. Η κίνησή τους αυτή, ωστόσο, δεν αντιμετωπίστηκε ως μια καλή πράξη. Τουναντίον.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα