Σε ανακοίνωσή της η Ιερά Σύνοδος με αφορμή παρατήρηση δημοσιογράφου της ΕΡΤ σχετικά με τη φορολόγηση της Εκκλησίας της Ελλάδος, αναφέρει ότι οι φορείς της Εκκλησίας της Ελλάδος έχουν φορολογηθεί και φορολογούνται όπως ακριβώς και οι λοιπές θρησκευτικές κοινότητες της χώρας και ως προς όλα τα φορολογικά αντικείμενα. Με την παραπάνω αφορμή η Ιερά Σύνοδος επισημαίνει γενικότερα ότι “η πατρίδα έχει ανάγκη, ώστε ο δημόσιος διάλογος για τις σχέσεις κράτους και ορθοδόξου Εκκλησίας να διεξάγεται από όλους όσοι υπηρετούν σε θέσεις ευθύνης με σοβαρότητα και επί εδάφους πραγματικών δεδομένων και όχι στη βάση είτε προσωπικών εικασιών είτε ιδεολογικών στερεοτύπων ή ακόμα και επιθέσεων, που προσβάλλουν την αλήθεια και το θρησκευτικό συναίσθημα του ελληνικού λαού”.
Ακολουθεί αναλυτικά το δελτίο Τύπου της Ιεράς Συνόδου
Επειδή κατά το τέλος της χθεσινής συνεντεύξεως του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων κ. Κωνσταντίνου Γαβρόγλου στην εκπομπή “Καλοκαιρινή ενημέρωση” (8.8.2017) του κρατικού σταθμού ΕΡΤ1 τέθηκε από δημοσιογράφο της εκπομπής η παρατήρηση ότι ο λαός ζητεί να φορολογηθεί η εκκλησιαστική περιουσία, χωρίς καμία διευκρίνιση ότι πάντως οι φορείς της Εκκλησίας της Ελλάδος φορολογούνται, παραπέμπουμε εκ νέου και προς ενημέρωση κάθε ενδιαφερομένου στο από 22.2.2012 Δελτίο Τύπου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και στο από 3.3.2015 Δελτίο Τύπου του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων , που αναφέρονται αναλυτικά στην φορολόγηση των νομικών προσώπων της Εκκλησίας της Ελλάδος, της Εκκλησίας της Κρήτης και των Ι. Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου. Συνοπτικά οι φορείς της Εκκλησίας της Ελλάδος έχουν φορολογηθεί και φορολογούνται όπως ακριβώς και οι λοιπές (ετερόθρησκες και ετερόδοξες) θρησκευτικές κοινότητες της χώρας και ως προς όλα τα φορολογικά αντικείμενα (φόρο εισοδήματος, Φ.Π.Α., Ενιαίο Τέλος Ακίνητης Περιουσίας (Ε.Τ.Α.Κ.), Φόρο Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας (Φ.Μ.Α.Π.), Ενιαίο Φόρο Ακίνητης Ιδιοκτησίας (ΕΝ.Φ.Ι.Α.), φόρο δωρεών και κληρονομιών, δημοτική φορολογία, τέλη χαρτοσήμου, παρακρατούμενους φόρους τρίτων κ.λπ.).
Με την παραπάνω αφορμή επισημαίνεται γενικότερα ότι η Πατρίδα έχει ανάγκη, ώστε ο δημόσιος διάλογος για τις σχέσεις Κράτους και ορθοδόξου Εκκλησίας να διεξάγεται από όλους όσους υπηρετούν σε θέσεις ευθύνης με σοβαρότητα και επί εδάφους πραγματικών δεδομένων και όχι στη βάση είτε προσωπικών εικασιών, είτε ιδεολογικών στερεοτύπων ή ακόμα και επιθέσεων, που προσβάλλουν την αλήθεια και το θρησκευτικό συναίσθημα του ελληνικού Λαού.