Αρθρο της Κατέ Καζάντη-Ο υπαρκτός καπιταλισμός, το παράδειγμα της Κω και το μεταναστευτικό

Εκεί όπου κυρίως ανθεί και ηγεμονεύει ο υπαρκτός καπιταλισμός, εκεί όπου καθίσταται περισσότερο ορατός ως σύστημα, με όλες τις ασχημοσύνες του προς τους ανθρώπους, είναι οι τόποι-κοινωνίες της βαριάς βιομηχανίας. Τι προϊόν παράγουν, κατά περίπτωση, οι βιομηχανίες αυτές, είναι αδιάφορο. Εκείνο που έχει την κομβική σημασία είναι οι παραγωγικές σχέσεις που διαμορφώνονται όπως και οι εξ αυτών εκπορευόμενες μορφές αλλοτρίωσης του ανθρώπου-πολίτη.

Στον υπαρκτό καπιταλισμό της μετα-σοσιαλδημοκρατικής Ευρώπης,που μετά την πτώση του αντίπαλου δέους, της πρώην ΕΣΣΔ, ακολουθεί τα πλέον ακραία μοντέλα της φιλελεύθερης οικονομίας, η πρωτοφανής πρωταρχική συσσώρευση που διεξάγεται τις τελευταίες δυο δεκαετίες φέρει τις κοινωνίες ξανά σε κατάσταση φανερού πολέμου, με τον Κλαούζεβιτς να… θριαμβολογεί, θεωρητικώς, επί των ερειπίων, αφού η ειρήνη που ακολούθησε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι η συνέχιση του ίδιου και απαράλλακτου πολέμου με άλλα μέσα. Η (μεγαλο)αστική αντεπανάσταση μεγαλοεπιχειρηματιών, τραπεζιτών κ.ο.κ., βοηθεία του κράτους, δια των νεοσυντηρητικών κυβερνήσεων, προελαύνει νικηφόρα.

Τα πάντα τελούν υπό αναδιαμόρφωση, τα δε προσχήματα για την περιβόητη «κοινωνική υπευθυνότητα» του συστήματος καταργούνται. Όπου υπάρχει μικρομεσαία επιχειρηματικότητα ξεχαρβαλώνεται, οικογενειακές επιχειρήσεις εξανδραποδίζονται ή καταστρέφονται, οι δε εργασιακές σχέσεις επιστρέφουν στα πρότυπα του φεουδαλισμού. Οι μισθοί υπόκεινται σε διαρκείς περικοπές, αφού ο μικροϊδιοκτήτης τελεί σε αναγκαστική υποτέλεια δια της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων και μέσων παραγωγής, ενώ –προφανώς- οι παρατυπίες (ανασφάλιστη εργασία, κατάργηση οκταώρου με πλασματικές υποχρεωτικές συμβάσεις κ.λπ.) τελούν υπό την… αιγίδα των ελεγκτικών μηχανισμών του ίδιου του κράτους, βλέπε διαπλοκή.

Στην Ελλάδα τώρα: εάν διαθέτουμε μια επονομαζόμενη βαριά βιομηχανία, τούτη δεν είναι παρά, όπως λέγεται συχνά, ο τουρισμός. Το «προφίλ» της ανάπτυξής της κατά τη δεκαετία του ’80, με τα δάνεια μέσω ΕΤΒΑ προς τους μικρομεσαίους απεδείχθη, τρόπον τινά, αυτοκαταστροφικό. Τα υπερβολικά επιτόκια, γνωστά και ως πανωτόκια, σε συνδυασμό με διάφορους άλλους παράγοντες –κρίση του Κόλπου κ.ο.κ.- καταδίκασαν τις επιχειρήσεις σε αποτυχία, αφού υπέκυψαν στα σαρκοβόρα της ζούγκλας του ανταγωνισμού. Η αρωγή του κράτους με κεντρική καθοδήγηση, που θα έδινε τις κατευθύνσεις στην ακολουθούμενη πολιτική, έλαμψε δια της απουσίας της. Η αποτυχία χρεώθηκε, φυσικά, στους κατεστραμμένους πολίτες, οι οποίοι ήταν, τάχα, οι μόνοι κακοί της ιστορίας, αφού παρείχαν κάκιστες υπηρεσίες κ.λπ. Στα μικρά νησιά, εκεί όπου το φυσικό περιβάλλον δεν ευνοούσε την κατασκευή μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων, οι μικρομεσαίοι κατάφεραν ως ένα βαθμό να επιβιώσουν. Αλλά εκεί όπου η μαζική τουριστική βιομηχανία μπόρεσε να αναπτυχθεί, ο θάνατος του εμποράκου και η υποδούλωσή του στον μεταμοντέρνο φεουδάρχη υπήρξε η συνήθης εξέλιξη.

Ευμεγέθεις ξενοδοχειακές μονάδες, που χρόνο με το χρόνο εξαπλώνονταν όλο και περισσότερο, ως σύγχρονα latifundia, κατελάμβαναν το δημόσιο χώρο. Μέσα στο πρόγραμμα και οι κατασκευαστικές ή άλλες παρατυπίες, με την τοπική και την κεντρική εξουσία να κάνουν τα στραβά μάτια. Ο ανθρωποφάγος ανταγωνισμός δεν λυπήθηκε την κοινωνία: το εξωτικό φρούτο των «ολ ινκλούσιβ» ήταν η φυσική εξέλιξη της παγκοσμιοποιημένης τουριστικής αγοράς, η επιλογή – επιβολή των τουρς οπερέιτορ.

Αλλά οι κανόνες του ύστερου, υπαρκτού καπιταλισμού, διαμορφώνουν ταυτοχρόνως με το προς πώληση προϊόν και τους ίδιους τους πελάτες – αγοραστές του. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ο τουρίστας αδιαφορεί παντελώς για τον τόπο που επισκέπτεται. Ελλάς, Τουρκία, Ισπανία, καμία διαφορά. Ο τόπος προορισμού της θερινής ραστώνης δεν έχει καμιά σημασία. Ο καταναλωτής του βιομηχανοποιημένου προϊόντος θέλει παραλία και ήλιο σε ιλουστρασιόν συσκευασία, σπα και τρυφή, σε φτηνό πακέτο με ευκολίες πληρωμής. Οι διακοπές δεν είναι παρά η συνέχιση της καθημερινότητας του αλλοτριωμένου σκληρά εργαζόμενου – επαγγελματία με άλλα μέσα. Συναγελάζεται τους ίδιους, ιδρυματοποιημένους, ανθρώπους, σε πεντάστερα προκάτ ιδρύματα. Η συνύπαρξη με τον «Άλλον», τον ιθαγενή, τον κάτοικο της χώρας προορισμού, μοιάζει σχεδόν αφόρητη. Οι τουριστικοί πράκτορες μαζεύουν κέρδη και οι ξενοδόχοι ακολουθούν, αφού τούτη η «μαζικότητα» συμφέρει περισσότερο εκείνον που βρίσκεται στην κορυφή της παγκόσμιας πυραμίδας.

Όμως, οι κάποτε ευημερούσες κοινωνίες αργοπεθαίνουν. Το υπόδειγμα της Κω παραμένει εύγλωττο. Μικρές και μεσαίες ξενοδοχειακές μονάδες δεν είναι πια παρά κουφάρια με λουκέτα που σταδιακά μετατρέπονται σε σωρούς ερειπίων. Τα τουριστικά «χωριά» χωρίς ταυτότητα σάρωσαν στον ανταγωνισμό, εξανδραποδίζοντας όσους μπόρεσαν. Και μπόρεσαν πολλούς. Οι δε μεγαλοϊδιοκτήτες ασκούν ποικιλοτρόπως την εξουσία τους. Υποδεικνύοντας ενίοτε και τι θα… ψηφίσουν οι εργαζόμενοι.

Και η οργανωμένη πολιτεία; Το κράτος; Σε συνθήκες ώριμου, υπαρκτού καπιταλισμού, μοιάζει ικανοποιημένο. Τα ποσοστά της ανεργίας σε τέτοιου τύπου κοινωνίες παραμένουν χαμηλά. Ψωμί υπάρχει. Αν βγαίνει υπό καθεστώτα πεονίας, δεν αφορά, όπως δεν αφορά και η δοκιμή οποιουδήποτε άλλου, δικαιότερου του νεοφεουδαλιστικού, αναπτυξιακού μοντέλου. Οι σύγχρονοι δουλοπάροικοι θα έπρεπε ίσως και να ευγνωμονούν τον θεόσταλτο ψωμοδότη – εργοδότη τους.

Επιπλέον, ο φετιχισμός της δύναμης –να ταχτούμε δηλαδή στο πλευρό των δυνατών, ας είναι και δυνάστες- όπως τεχνηέντως καλλιεργείται από τα νεοδεξιά ιδεολογήματα, αποπροσανατολίζει τους πολίτες. Σχεδόν, τους καταδικάζει σε ταξική ασυνειδησία, σε ταξική αφασία: στην Ευρώπη που καταστρέφει το πρόσωπο που οικοδόμησε με τα προτάγματα της δημοκρατίας και της αλληλεγγύης, η νέα φασίζουσα κουλτούρα των αποκλεισμών, υιοθετείται (και) από τους από κάτω, τους συντετριμμένους επαγγελματίες, τους νεόπτωχους προλετάριους.

Όλοι εκείνοι που κατατρώει -παρεκτός της υπεραξίας- τις σάρκες τους η συστημική αδικία, θα έπρεπε, με βάση την αρχή της λογικής, να συντάσσονται στο πλευρό των όπου γης ηττημένων, εναντίον εκείνων που καταστρέφουν λαούς και χώρες. Να ομνύουν υπέρ των κατά Χριστώ αδελφών των ελάχιστων, υπέρ των κατά Μαρξ προλετάριων όλων των χωρών. Αντί αυτού, θριαμβεύει ο επιβαλλόμενος κώδικας της κυρίαρχης ηθικής: οι πρόσφυγες, οι παρίες, η κατατρεγμένη φτωχολογιά, δίκιο ξε-δίκιο, μακριά απ’ την αυλή μου.

Η ευθύνη βαραίνει, φυσικά, εκείνους που σπέρνουν τα δαιμόνια της απανθρωπιάς. Οι πολίτες των νησιών όπου φτάνουν οι πρόσφυγες αλλά και οι τουρίστες – επισκέπτες, που αποστρέφουν τα όμματα από τον κατατρεγμένο συνάνθρωπο, είναι και τούτοι θύματα του ίδιου θύτη. Συναποτελούν τις αλλοτριωμένες συνειδήσεις ενός κόσμου όπου το χάσμα μεταξύ πλούσιων – φτωχών βαθαίνει. Επιπλέον, ο τρόμος που σκορπά το φάσμα μιας περαιτέρω εκπτώχευσης εύκολα γίνεται θυμός ενάντια στον λάθος αντίπαλο.

Οι μεσοαστοί τουρίστες με την ετοιμόρροπη ευζωία, οι προλεταριοποιημένοι κάτοικοι της νησιωτικής χώρας αλλά και οι πρόσφυγες που θαλασσοπνίγονται έχουν κοινά συμφέροντα. Την ώρα που ο καλλιεργούμενος αντιανθρωπισμός συσκοτίζει, επί τούτου, τα πράγματα, η σύγχρονη βιοεξουσία απειλεί με βίαιη διακοπή κάθε ευθεία προσωπική αφήγηση ζωής, τόσο στις αστικές μεταδημοκρατίες του πρώτου κόσμου όσο και στις άλλες χώρες. Να χαθεί το κεκτημένο δικαίωμα της ευζωίας αλλά και το θεμελιώδες της ίδιας της ύπαρξης, στον υπαρκτό καπιταλισμό, είναι μια εξαιρετικά απλή, καθημερινή, υπόθεση.

Υπάρχει άραγε φως; Προφανώς ναι, όσο κινείται η ιστορία. Οι ηττημένοι, ως ιστορικά υποκείμενα, δημιουργούν τα επαναστατικά συμβάντα που αλλάζουν τη ροή του ποταμού και καλυτερεύουν τις ζωές των ανθρώπων. Οι λαοί της Ευρώπης έχουν (απο)δείξει πως μπορούν να αντιμάχονται την επιχειρούμενη αλλοτρίωση και να μετασχηματίζουν την ιστορία.

Το ζητούμενο βέβαια είναι, πόσοι θα (επι)ζήσουμε για να το δούμε.

rednotebook

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα