Άρθρο του Νίκου Λιούση:«Ποιο είναι το μέλλον του ΟΗΕ;»

AG-globe-puzzle

 

 

Άρθρο του Δρ.Νίκου Λιούση /Οικονομολόγου -Διεθνολόγου

Ο Νικόλαος Λιούσης είναι διδάκτωρ οικονομικών της άμυνας του Πανεπιστημίου Paris IX – Dauphine.


 

Δεν αποτελεί παρά κοινοτοπία η διαπίστωση ότι, καθώς πορευόμαστε στο πρώτο ήμισυ του 21ου αιώνα ο πλανήτης βρίσκεται σε πλήρη αναταραχή. Πίσω από την απατηλή λάμψη μιας, ούτως ειπείν ανάπτυξης, εμφανίζεται μια κατάσταση αποδιοργάνωσης, απορρύθμισης, αυτοκαταστροφής.

Η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί ανήσυχη την εμφάνιση μιας σύγχρονης «λερναίας Ύδρας», κάθε κεφάλι της οποίας αποτελεί και μια νέα απειλή.

Οι περιφερειακές συγκρούσεις εντείνονται και επεκτείνονται. Σε πολλές περιοχές στην Αφρική και στην Ασία, ένοπλες ομάδες διεκδικούν βίαια την εξουσία. Η Λατινική Αμερική σπαράσσεται από φονικές συγκρούσεις μεταξύ των κρατικών μηχανισμών και των καρτέλ του οργανωμένου εγκλήματος. Σε κάθε περίπτωση ο άμαχος πληθυσμός φαίνεται να μετρά τις μεγαλύτερες απώλειες. Σύμφωνα με το διεθνή οργανισμό για τους «εξοπλισμούς, τον αφοπλισμό και τη διεθνή ασφάλεια», τον SIPRI, το 2014 υπήρξε μια από τις πλέον «βίαιες χρονιές από 2000».

Από την άλλη πλευρά, οι αναγκαστικές, μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών λόγω της ασκούμενης βίας, της περιβαλλοντικής ανισορροπίας και / ή των κλιματικών αλλαγών, όπως και της επεκτεινόμενης ένδειας παίρνουν, πλέον, διαστάσεις χιονοστιβάδας. Παρά τις όποιες προσπάθειες των ευρωπαϊκών χωρών, να κρατήσουν μακριά τους τις προσφυγικές / μεταναστευτικές ροές, είναι προφανές ότι κανένα τείχος δεν μπορεί να αποτρέψει τη δύναμη των απελπισμένων για ζωή.

Στην αντίπερα όχθη, μια άλλης μορφής βία αναπτύσσεται στις πλούσιες χώρες του Βορρά. Είναι η βία που προκύπτει ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης που ταλανίζει τους κοινωνικούς σχηματισμούς του, ούτως ειπείν, ανεπτυγμένου κόσμου. Η περιθωριοποίηση μεγάλων κοινωνικών ομάδων εντείνεται έτι περαιτέρω, όχι μόνο υπό την πίεση που ασκούν η ανεργία, η κατάρρευση των εισοδημάτων και η φτωχοποίηση, αλλά και από το γεγονός ότι οι συγκεκριμένοι, σύγχρονοι παράγοντες της εξαθλίωσης συνοδεύονται, ταυτόχρονα και από τη συστηματική αποδόμηση του κράτους πρόνοιας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες όμως, είναι ζήτημα αν μπορεί να γίνει λόγος για ανθρώπινα ή κοινωνικά δικαιώματα.

Η οικονομική κρίση, η οποία προφανώς επηρεάζει την παγκόσμια οικονομία, είναι η κύρια υπεύθυνη για την εμφάνιση και την ισχυροποίηση των ξενοφοβικών, ρατσιστικών και εντέλει φασιστικών κινημάτων στο Βορρά αλλά και για τη διάχυση της βίας στο Νότο. 

Αυτή η εικόνα δεν παραπέμπει, φυσικά, στο «Τέλος της Ιστορίας» όπως το οραματίστηκαν οι ευαγγελιστές του νεοφιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου αλλά, μάλλον στο τέλος των ψευδαισθήσεων ότι οι εμπορευματικές σχέσεις μπορούν γραμμικά και ανέξοδα να υποκαταστήσουν τις ανθρώπινες σχέσεις.

Από τα προαναφερόμενα προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι ο ΟΗΕ έχει μπροστά του ένα δραματικά, τεράστιο πεδίο ανάδειξης του εξαιρετικά σημαντικού ρόλου που μπορεί να επιτελέσει, στο πλαίσιο του ταραγμένου κόσμου που ζούμε σε αυτά τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα. Ωστόσο, μια τέτοιου είδους διαπίστωση από μόνη της δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει το μέλλον του διεθνούς Οργανισμού. Έτσι, προκειμένου να απαντηθεί το συγκεκριμένο ερώτημα, θα πρέπει να εξεταστούν οι ακόλουθες τρεις παράμετροι:

(α) Ποιος είναι μέχρι σήμερα ο ρόλος του ΟΗΕ,

(β) ποιοι οι παράγοντες που επηρεάζουν τη λειτουργία του και, τέλος,

(γ) κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να επιτελέσει έναν πραγματικά δυναμικό, αποδοτικό και αποτελεσματικό ρόλο διεθνώς.

Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΡΟΛΟΥ ΤΟΥ ΟΗΕ ΚΑΙ Η ΚΑΘΟΡΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΟ ΣΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ

Καταρχήν, ως διεθνείς οργανισμοί (ΔΟ) προσδιορίζονται οι διακρατικές, θεσμικές ενώσεις, που δημιουργούνται στη βάση Συμφωνίας και διαθέτουν κοινά όργανα, και οι οποίες επιδιώκουν το συντονισμό της συνεργασίας και της δράσης των κρατών μελών τους, παγκοσμίως, θέτοντας ως στρατηγικό τους σκοπό την υλοποίηση κοινών στόχων, όπως είναι η αντιμετώπιση των διαφόρων μορφών κρίσεων, οικονομικής – νομισματικής εμπορικής εμβέλειας κ.ά., καθώς και η αποτροπή των συγκρούσεων ή η επιβολή της ειρήνης. 

Βάσει του ορισμού μπορούν να γίνουν δύο πρώτες παρατηρήσεις:

(α) Αν η αντιμετώπιση των κάθε είδους κρίσεων αποτελεί το στρατηγικό προσανατολισμό των ΔΟ, η τακτική τους επηρεάζεται, εξαρτάται και τελικά προσδιορίζεται από τις επικρατούσες γεωπολιτικές και γεωοικονομικές συνθήκες.

(β) Ακόμα, αν ληφθεί υπόψη ότι οι συγκεκριμένοι Οργανισμοί ασκούν τεράστια επιρροή στους βασικούς τομείς ισχύος (οικονομικό, εμπορικό, στρατιωτικό, πολιτισμικό κ.ά.), και δη παγκοσμίως, τότε, καθίσταται προφανές ότι και οι ίδιοι αυτοί Οργανισμοί εμφανίζονται ως φορείς και μηχανισμοί ισχύος.

Οι παρατηρήσεις αυτές μας ωθούν στο να εξετάσουμε το ρόλο του ΟΗΕ, όχι μόνο αυτόνομα, αλλά και σε σχέση και με τη λειτουργία και τις παρεμβάσεις και των άλλων ΔΟ και, κατά προέκταση πως αυτοί οι τελευταίοι διαμορφώνουν με τις αποφάσεις και τις δράσεις τους τις διεθνείς γεωπολιτικές και γεωοικονομικές σχέσεις. Μόνο υπό αυτήν την έννοια μπορεί να γίνει κατανοητή η άμεση, δυναμική, διαλεκτική σχέση μεταξύ των περιφερειακών – παγκόσμιων παρεμβάσεων των άλλων ΔΟ, και δη αυτών που συνδέονται με τα οικονομικά ζητήματα, και των υφισταμένων – αναδυομένων σχέσεων και των επικρατουσών συνθηκών σε παγκόσμιο επίπεδο.

Ιστορικά, η ανάγκη δημιουργίας ΔΟ αναδείχθηκε επιτακτικά, μετά το πέρα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (Α’ ΠΠ), οπότε και δημιουργήθηκε η «Κοινωνία των Εθνών» (1919) για την αποτροπή ενός νέου πολέμου, λαμβάνοντας υπόψη τον βαρύ φόρο αίματος του πρώτου αυτού μεγάλου πολέμου του 20ου αιώνα: 9.000.000 άτομα.

Το αίσθημα της αναγκαιότητας ενισχύθηκε έτι περαιτέρω μετά τον Β’ ΠΠ, οπότε και ο αριθμός των θυμάτων έφθασε τα 15.000.000. Υπό αυτήν την πίεση συγκροτήθηκαν νέοι ΔΟ, οι οποίοι θα επεδίωκαν μέσω της συνεννόησης, της συνεργασίας και της κοινής δράσης να διασφαλίσουν την ειρήνη και την ασφάλεια αλλά και να προάγουν την οικονομική ανάπτυξη, τη νομισματική σταθερότητα και τον χρηματοπιστωτικό έλεγχο. Αυτό ήταν το πλαίσιο που θεωρήθηκε ότι θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις αποφυγής, του τρίτου παγκόσμιου πολέμου.

Υπό αυτές τις συνθήκες ετέθησαν τα θεμέλια δημιουργία του ΟΗΕ, και μάλιστα, θα πρέπει να επισημανθεί, ότι η Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών εμφανίσθηκε πριν από το τέλος του Β’ΠΠ, το 1941, από τις μετέπειτα νικήτριες του πολέμου: τις ΗΠΑ, τη Μ. Βρετανία, την Κίνα και την ΕΣΣΔ.

Οι στόχοι του ΟΗΕ, ο οποίος ιδρύθηκε το 1945 από 51 χώρες, ως η μετεξέλιξη της «Κοινωνίας των Εθνών», και σήμερα περιλαμβάνει το σύνολο, σχεδόν, της διεθνούς κοινότητας, είναι οι ακόλουθοι: η διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας, η προώθηση της διεθνούς συνεργασίας εντός του πλαισίου του διεθνούς δικαίου, η οικονομική ανάπτυξη, η κοινωνική πρόοδος, η διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και, εντέλει, η πρόληψη ενός νέου παγκοσμίου πολέμου. Προς επίτευξη όλων αυτών των προαναφερθέντων στόχων του, ο ΟΗΕ, στο διάβα των ετών, έχει ιδρύσει διάφορους οργανισμούς όπως, μεταξύ των άλλων είναι: ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), η UNESCO για τη διεθνή συνεργασία σε θέματα εκπαίδευσης, επιστήμης και πολιτισμού, η UNICEF για τα παιδιά, η Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες, η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας για τα δικαιώματα των εργαζόμενων, κ.ά.. 

Η οργανωτική του δομή περιλαμβάνει διάφορους μηχανισμούς και όργανα, ένα από τα σημαντικότερα των οποίων είναι το Συμβούλιο Ασφαλείας (ΣΑ). Το Εκτελεστικό Όργανο του οργανισμού. Το ΣΑ αποτελείται από 15 κράτη μέλη, εκ των οποίων τα 5 είναι τα μόνιμα μέλη του, ενώ τα υπόλοιπα προσωρινά με θητεία 2 ετών. Τα μόνιμα μέλη, ωστόσο διαθέτουν το δικαίωμα χρήσης αρνησικυρίας (βέτο). Έτσι, παρά το γεγονός ότι η λήψη των αποφάσεων στη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού θεωρείται από τις πλέον δημοκρατικές, αφού ισχύει η αρχή μια ψήφος = ανά κράτος, εντούτοις η δυνατότητα βέτο από τα 5 μόνιμα μέλη, εμφανίζεται ως τροχοπέδη για τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης, όταν αυτά θεωρούν ότι αντίκειται στα συμφέροντά τους.

Υπό αυτές τις συνθήκες, στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου οι δύο, την περίοδο εκείνη, υπερδυνάμεις μπλόκαραν σειρά αποφάσεων στο πλαίσιο διεξαγωγής της μεταξύ τους «ψυχρής σύγκρουσης». Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στη διάρκεια των 45 ετών, το δικαίωμα του βέτο ασκήθηκε σε 242 περιπτώσεις. Θα πρέπει όμως, παράλληλα, να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την άποψη κάποιων αναλυτών το συγκεκριμένο δικαίωμα, κατά την περίοδο του ψυχρού πολέμου, διαδραμάτισε ένα σημαντικό ρόλο αποτροπής ενός πυρηνικού πολέμου, με την έννοια ότι σε κάθε Απόφαση που λαμβανόταν από τις δυτικές χώρες, σε σχέση με την εξωτερική ή τη στρατιωτική πολιτική της ΕΣΣΔ, η τελευταία αντιδρούσε μέσω της άσκησης βέτο και όχι προσφεύγοντας «στα όπλα». Από την άλλη πλευρά, πολλοί είναι αυτοί που καταγράφουν, λόγω ακριβώς του βέτο, μια «εκκωφαντική απουσία» του ΟΗΕ από τη διεθνή σκηνή στη διάρκεια των ετών από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 έως το ξεκίνημα των ετών του ’80, υπό την έννοια ότι ο συγκεκριμένος διεθνής οργανισμός δεν μπόρεσε να παρέμβει σε σειρά βίαιων, διεθνών γεγονότων, λόγω της εμπλοκής των δύο υπερδυνάμεων, όπως ήταν ο πόλεμος του Βιετνάμ, η «Άνοιξη» της Πράγας, η εισβολή της ΕΣΣΔ στο Αφγανιστάν, ή ο Ιρανό – Ιρακινός πόλεμος.

Στη συνέχεια, κατά τη μεταψυχροπολεμική περίοδο, φάνηκε ότι ο ΟΗΕ θα μπορούσε να επαναδραστηριοποιηθεί, προς όφελος της ειρήνης και της ασφάλειας, λαμβάνοντας υπόψη αφενός την εξομάλυνση (;) των σχέσεων των πάλαι πότε αντίπαλων υπερδυνάμεων και, αφετέρου, την έκρηξη των περιφερειακών συγκρούσεων. Μια πρώτη επίδειξη της νέας του δυναμικής στο πεδίο των παρεμβάσεών του προς χάριν της ειρήνης, εμφανίσθηκε στην κρίση της εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ το 1990.

Ωστόσο, η εκκίνηση της νέας, μεταψυχροπολεμικής πορείας του οργανισμού σηματοδοτείται το 1992 με το πρόγραμμα «Ατζέντα για την Ειρήνη», που υιοθετήθηκε από το Γ. Γ. Boutros Boutros – Ghali. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα άνοιγε το δρόμο στον ΟΗΕ, για την ανάληψη των επιχειρήσεων διατήρησης της ειρήνης.

Όμως, η μεταψυχροπολεμική περίοδος αποτελεί μια νέα ιστορική φάση οι εξελίξεις της οποίας παρουσιάζουν μια σειρά από χαρακτηριστικά που δείχνουν τα όρια της δράσης του ΟΗΕ, όπως τουλάχιστον τον γνωρίσαμε την ψυχροπολεμική περίοδο, προσδιορίζοντας ακριβώς κάποια νέα, για αυτόν, καθήκοντα. Είναι ακριβώς αυτές οι εξελίξεις που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως καθοριστικοί παράγοντες ως προς τη λειτουργία του Οργανισμού.

ΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΔΟ

Κάνοντας λόγο για μια νέα ιστορική φάση, δεν μπορούμε παρά να αναφερθούμε σε δύο ιστορικής εμβέλειας εξελίξεις που προσδιόρισαν το νέο γεωπολιτικό πεδίο, που σχηματικά αποκαλούμε μεταψυχροπολεμική περίοδο:

(α) η πρώτη από τις εξελίξεις είναι η κατάρρευση του διπολισμού και η ανάδειξη ενός μονοπολικού γεωπολιτικού συστήματος, στην κορυφή του οποίου βρέθηκαν οι ΗΠΑ, η δύναμη δηλαδή που διακρινόταν ως κυρίαρχη στους πέντε βασικούς παράγοντες ισχύος (ήτοι, την οικονομία, τη γνώση τη βία, την κουλτούρα και την επιρροή στους διεθνείς οργανισμούς),

(β) η δεύτερη είναι η δυναμική εμβέλεια της παγκοσμιοποίησης. Εν προκειμένω απαιτούνται κάποιες διευκρινίσεις στο βαθμό που η παγκοσμιοποίηση αφενός διαδραματίζει έναν κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση των διεθνών σχέσεων ενώ, αφετέρου, χρησιμοποιείται όλο και συχνότερα κατά τρόπο αυθαίρετο προκειμένου είτε να νομιμοποιήσει  είτε να ενοχοποιήσει διάφορες πολιτικές αποφάσεις.

Η έννοια της παγκοσμιοποίησης προσδιορίζεται από δύο κεντρικούς, αν και απόλυτα ξεχωριστούς πυλώνες. Από τη μια πλευρά είναι το αποτέλεσμα της επαναστατικής αναβάθμισης των παραγωγικών δυνάμεων. Ο συγκεκριμένος πυλώνας προσδιορίζεται από την ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας, από ένα σύνολο δηλαδή, αντικειμενικών δεδομένων που προκάλεσαν νέα δεδομένα στη διαμόρφωση των διεθνών γεωπολιτικών και των γεωοικονομικών σχέσεων. Ωστόσο, οι εξελίξεις αυτές ούτε μετέωρες έμειναν, ούτε ακολούθησαν μια αυθόρμητη διαδρομή, λόγω πολιτικής αδράνειας. Αντίθετα, αυτές συνοδεύτηκαν από την προώθηση μιας άλλου τύπου «επανάστασης». Αυτής που προέκυψε από ένα σύνολο πολιτικών αποφάσεων με στρατηγικό στόχο την πλήρη κυριαρχία του κεφαλαίου. Πρόκειται, με άλλη διατύπωση, για μια δέσμη υποκειμενικών πολιτικών που, στοχεύοντας στην αντιμετώπιση της κρίσης του κεϋνσιανού καθεστώτος συσσώρευσης, μετουσίωσαν την ισχύ της επιστημονικής / τεχνολογικής γνώσης σε νέο πλέγμα σχέσεων παραγωγής και ιδιοποίησης του παραγόμενου πλούτου, υπό την καθοδήγηση του ρυθμιστικού μηχανισμού της αγοράς, επαναπροσδιορίζοντας τη δομή του διεθνούς καταμερισμού εργασίας & ισχύος και καθορίζοντας, υπό το βάρος αυτών των εξελίξεων, την έννοια της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.

Με άλλα λόγια, η ανάδειξη των αντικειμενικών παραγόντων (επιστημονική επανάσταση [Σύμβολο] παγκοσμιοποίηση) σε συνδυασμό με την προώθηση των υποκειμενικών πολιτικών (υιοθέτηση ενός νέου συστήματος κεφαλαιακής συσσώρευσης με επίκεντρο την «αγοραία ρύθμιση» [Σύμβολο] νεοφιλελευθερισμός), που εμφανίσθηκαν τη δεκαετία του ’80 στις αναπτυγμένες δυτικές κοινωνίες όχι μόνο συνετέλεσαν στην κατάρρευση του (ήδη σε δομική παρακμή) υπαρκτού «σοσιαλισμού» αλλά παράλληλα έδωσαν και μια πρωτοφανή, πλανητική επιτάχυνση στον καπιταλισμό (νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση).

Είναι χαρακτηριστική και απόλυτα ενδεικτική η επί του θέματος άποψη του Τόμας Μουρ, ο οποίος στην περίφημη «Ουτοπία» του επισημαίνει: «Γιατί είναι ολοφάνερο ότι οι απάτες, οι κλοπές, οι ληστείες, οι καυγάδες, οι ταραχές, οι προστριβές, οι εξεγέρσεις, οι φόνοι, οι προδοσίες, η μαγεία, τα εγκλήματα που τιμωρούνται μα δεν περιορίζονται από το ποινικό δίκαιο, θα μειώνονταν δραματικά αν έπαυε να υπάρχει το χρήμα. Μαζί, θα χάνονταν την ίδια στιγμή ο φόβος, οι έγνοιες, η αγωνία, και η αϋπνία που στοιχειώνουν τον άνθρωπο. Ακόμα και η φτώχεια, που μόνη θεραπεία μοιάζει να έχει το χρήμα, θα έπαυε να υπάρχει.».

Αυτή η στενή, διαλεκτική σχέση μεταξύ «βίας και οικονομισμού», όχι απλώς επανήλθε στο προσκήνιο μέσα από επιστημονικές αναλύσεις, αλλά αποτελεί σήμερα το επίκεντρο διαμόρφωσης των διεθνών γεωπολιτικών σχέσεων.

Με άλλα λόγια, η μεταψυχροπολεμική βία εμφανίσθηκε ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας εξάπλωσης του νέου καθεστώτος συσσώρευσης, της εμπέδωσης των εμπορευματικών προτεραιοτήτων, της σύγκρουσης συμφερόντων που προκαλούσαν οι διάφορες μορφές ανταγωνισμού, αλλά και λόγω των καταιγιστικών εξελίξεων στο πεδίο της δομικής αναδιάταξης των αξόνων ισχύος. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να προστεθεί και η ανάδειξη της ηγεμονίας των ΗΠΑ στο μεταψυχροπολεμικό, μονοπολικό σύστημα.

Γενικότερα, η επιβολή του οικονομισμού, της πλήρους εμπορευματοποίησης, που επιφέρει η κυριαρχία του οικονομικού φιλελευθερισμού, συνδέεται άμεσα με την εμφάνιση μιας σειράς ανατροπών που βρίσκονται στον αντίποδα των αξιών που, υποτίθεται, ότι προάγει ο ΟΗΕ, όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η περιβαλλοντική ισορροπία, η ειρήνη η ασφάλεια και, τελικά, η ίδια η δημοκρατία.   

Αν η υπόθεση αυτή είναι σωστή, τότε θα πρέπει να εξεταστεί και η ευθύνη των άλλων, των οικονομικών ΔΟ, τόσο στην εδραίωση των αγοραίων σχέσεων παγκοσμίως όσο και στην ένταση και στην επέκταση των ανά τον πλανήτη, συγκρούσεων.

Έτσι, μια αναλυτικότερη εξέταση της ιστορικής πορείας των ΔΟ ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες δεκαετίες, της πλήρους επικράτησης της παγκοσμιοποίησης, δείχνει ακριβώς τον κομβικό τους ρόλο στην παραγωγή και αναπαραγωγή του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, υπό την έννοια ότι αυτοί αποτελούν :

– μηχανισμούς διάχυσης και επιβολής των εμπορευματικών, αγοραίων σχέσεων σε διεθνές επίπεδο,

– πεδία προώθησης των ηγεμονικών πολιτικών των κυρίαρχων κρατών – εθνών, (κάτι βέβαια που αναπόδραστα οδηγεί στη σύγκρουση των εκατέρωθεν συμφερόντων).      

Αναλυτικότερα, μετά το Β’ ΠΠ, τέθηκαν οι βάσεις δημιουργίας υπερεθνικών οργανισμών με στόχο τη διευθέτηση των πολιτικών – στρατιωτικών συγκρούσεων ή και την πρόληψη των οικονομικών κρίσεων. Έτσι, στο πλαίσιο της Συμφωνίας του Bretton Woods ιδρύθηκαν δύο Διεθνείς Οικονομικοί Οργανισμοί: η Παγκόσμια Τράπεζα (ΠΤ) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ).

Εκείνη την περίοδο, η παρέμβαση των συγκεκριμένων Οργανισμών αντανακλώντας τις επιλογές του κυρίαρχου για την εποχή εκείνη μοντέλου ανάπτυξης, επεδίωκε να προωθήσει τις ακόλουθες τρεις κεντρικές προτεραιότητες:

(*) την αποτροπή των οικονομικών εκείνων συνθηκών που οδήγησαν στους δύο προηγούμενους «μεγάλους πολέμους», στη βάση ρυθμίσεων κεϋνσιανού τύπου,

(*) την οικονομική, καπιταλιστική ανάπτυξη βάσει (ακόμα μια φορά) του κεϋνσιανού σχεδιασμού,

(*) την (κοινωνική – πολιτική – οικονομική και πολιτισμική ) αντιμετώπιση του σοβιετικού μοντέλου.

Διατυπώνοντας το διαφορετικά, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι το επίκεντρο των τότε πολιτικών αποφάσεων περιστρεφόταν γύρω από την έννοια της (κεϋνσιανής) ΡΥΘΜΙΣΗΣ.

Με τον καιρό όμως, και κυρίως από τη δεκαετία του ’70, οι εν λόγω διεθνείς οργανισμοί, και έχοντας πλέον αναδειχθεί ένα νέο καθεστώς συσσώρευσης, όχι απλώς απομακρύνθηκαν από τους αρχικούς τους σκοπούς, αλλά και εμφανίσθηκαν ως κεντρικοί πυλώνες των αντίστοιχων πολιτικών και ιδεολογικών θέσεων, αυτού του νέου καθεστώτος συσσώρευσης. Έτσι, στη μεταψυχροπολεμική περίοδο, οι δύο αυτοί οργανισμοί εμφανίσθηκαν ως ακραιφνείς φορείς επιβολής της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής και, κατά προέκταση του αγγλοσαξονικού αναπτυξιακού μοντέλου. Μετά το 1980 και κυρίως μετά το 1990, οι παρεμβάσεις των διεθνών οικονομικών οργανισμών, οι οποίες επιβάλλονται κατά τρόπο «εκβιαστικό» αφού η πολιτική της χρηματοδότησης των κρατών – κυβερνήσεων που αντιμετώπισαν διαφόρων ειδών προβλήματα, κάποια από τα οποία συνδέονται άμεσα με την εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων συνταγών, συνοδεύτηκε από μια πολιτική «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων νεοφιλελεύθερης έμπνευσης», που οδήγησαν σε επιτάχυνση της κρίσης. Οι δεκαετίες του ’90 και η πρώτη του 2000 βρίθουν παραδειγμάτων οικονομικών αποτυχιών, αν όχι καταρρεύσεων, εξαιτίας της οικονομικής πολιτικής που προωθούνται από τους συγκεκριμένους οργανισμούς.

Ειδικότερα, σε ότι αφορά στην ΠΤ, θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο αρχικός της ρόλος ήταν να χρηματοδοτήσει, την περίοδο εκείνη, την ανασυγκρότηση των υποδομών των κατεστραμμένων από τον πόλεμο, χωρών. Από το 1960 όμως και στη συνέχεια, και λαμβάνοντας υπόψη την τάση της διαδικασίας αποαποικιοποίησης, στράφηκε στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες (τον γνωστό την περίοδο εκείνη «Τρίτο Κόσμο», όπως ήταν η σχετική ορολογία), με σκοπό τη χρηματοδότηση της ανάπτυξής τους.

Σταδιακά, η ΠΤ εμφανίζεται να προωθεί, στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, αναπτυξιακά προγράμματα που αποσκοπούν στην καταπολέμηση της φτώχειας και στην οικονομική πρόοδο των συγκεκριμένων χωρών. Αυτά στο θεωρητικό επίπεδο. Γιατί, επί της ουσίας, τα συγκεκριμένα αναπτυξιακά προγράμματα διέπονται από τη λογική του οικονομικού φιλελευθερισμού, που σημαίνει ότι δίδεται προτεραιότητα στην εδραίωση και στην επέκταση της εμπορευματοποίησης, μέσα από μια οικονομίστικη αντίληψη της ανάπτυξης, σε βάρος των κοινωνιών και του περιβάλλοντος. Πίσω λοιπόν από την καταπολέμηση της φτώχειας προωθούνται πολιτικές «κερδοφόρου» αξιοποίησης περιοχών σε βάρος τοπικών κοινοτήτων. Έτσι, σύμφωνα με σχετικά δημοσιεύματα, κατά το 2004 το 20 – 30% των προγραμμάτων της οδήγησε σε εκτοπισμούς αναγκάζοντας 3,4 εκ. ανθρώπους να εγκαταλείψουν σπίτια, εδάφη καλλιέργειες και κοπάδια, συχνά χωρίς αποζημίωση ή με μετεγκατάσταση τους σε άγονα και ακατάλληλα εδάφη χωρίς υποδομές ή κοινωνικές υπηρεσίες.

Η πολιτική αυτή προκύπτει, καθόσον, σύμφωνα με τις συγκεκριμένες απόψεις, το περιβάλλον, όπως και οι άνθρωποι είναι δυνατόν να αποτελέσουν τροχοπέδη στην ανάπτυξη. Για αυτό και θα πρέπει, όπου αυτό επιβάλλεται, να παραμεριστούν. Η ζωτική εν προκειμένω δύναμη είναι το κεφάλαιο. Αυτό λοιπόν θα πρέπει να στηριχθεί με κάθε μέσο και να αναπτυχθεί σε κάθε πεδίο, αφού θεωρείται ότι είναι η κινητήριος δύναμη που μπορεί να δώσει την απαραίτητη δυναμική στην οικονομία (βλέπε, τον οικονομισμό).  Σε αυτό το πλαίσιο, η ανάπτυξη καθίσταται αυτοσκοπός. Η οικονομία εμφανίζεται να έχει μια αυτόνομη διαδρομή. Δεν αναπτύσσεται προς όφελος των κοινωνιών, αλλά αυτοτελώς. Ήτοι, πέρα και έξω από αυτές. Υπό αυτήν την έννοια, η οικονομική πρόοδος ταυτίζεται με την κερδοφορία του κεφαλαίου. Εν προκειμένω, οι άνθρωποι, οι ζωές τους και οι ανάγκες τους έρχονται εκ των υστέρων. Όσο αναπτύσσονται οικονομία και κερδοφορία του κεφαλαίου τόσο θα μπορούν και αυτοί να αποκομίζουν κάποια οφέλη, αν βέβαια είναι αποφασισμένοι να αποδεχτούν τους όρους και τις προϋποθέσεις του «παιχνιδιού».

Από την άλλη πλευρά, το ΔΝΤ δημιουργήθηκε με σκοπό τη διασφάλιση της σταθερότητας του διεθνούς νομισματικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος. Πιο συγκεκριμένα, το ΔΝΤ έχει ως κύρια αποστολή του τη διευκόλυνση επέκτασης και την ισορροπημένη ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου, να προωθήσει τη σταθερότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών, καθώς και να προσφέρει στις χώρες τη δυνατότητα να αποκαταστήσουν με συντεταγμένο τρόπο τα ελλείμματα των ισοζυγίων των εξωτερικών τους πληρωμών. Ωστόσο, σήμερα η όποια «βοήθεια» προς τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες δεν είναι ανέξοδη. Έχει βαρύ κόστος. Το ΔΝΤ προκειμένου να χρηματοδοτήσει οποιαδήποτε με οικονομικά προβλήματα χώρα, επιβάλλει την «πολιτική» του, ή, ακριβέστερα, την πολιτική που προωθεί το μοντέλο του οικονομικού φιλελευθερισμού. Σε αυτό το πλαίσιο κάθε χώρα που καθοδηγείται από το Ταμείο πρέπει να θέσει ως πρωταρχικό οικονομικό αντικειμενικό σκοπό τον έλεγχο του πληθωρισμού· να άρει άμεσα τα εμπόδια στο εμπόριο και στη ροή κεφαλαίων· να απελευθερώσει το τραπεζικό της σύστημα· να μειώσει τα έξοδα της κυβέρνησης σε όλους τους τομείς εκτός από την αποπληρωμή των χρεών και να ιδιωτικοποιήσει τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία πρέπει να μπορούν να πωληθούν σε ξένους επενδυτές.

Είναι λοιπόν προφανές, ότι το ΔΝΤ δεν ενδιαφέρεται να συντελέσει στη λύση των προβλημάτων που αναφύονται στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μιας χώρας, αλλά να αλλάξει τις οικονομικές και κοινωνικές δομές των υπό κρίση χωρών. Για αυτό και τα εν λόγω οικονομικά προβλήματα εκλαμβάνονται από το Ταμείο ως αφορμές, ως ευκαιρίες προκειμένου να πετύχει τους στρατηγικούς του στόχους. Κάτω ακριβώς από αυτό το πρίσμα επιβάλλεται η «ίδια οικονομική συνταγή», χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι όποιες ιδιομορφίες των χωρών που αναζητούν και «δέχονται» (βλέπε, υποκύπτουν) τη βοήθεια (στα εκβιαστικά διλήμματα) του ΔΝΤ.

Το ενδιαφέρον, εν προκειμένω, ερώτημα είναι αν και κατά πόσο πετυχαίνουν οι συνταγές του Ταμείου; Αν πράγματι, οι «τυποποιημένες», στρατευμένες προτάσεις του βγάζουν τις χώρες από την κρίση και τις οδηγούν στην ανάκαμψη και την ανάπτυξη;  Επικαλούμενοι ιστορικές αναφορές, διάφοροι αναλυτές κάνουν λόγο για την καταστροφική πολιτική του ΔΝΤ. Μάλιστα, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι δεν πρόκειται απλώς για μια καταστροφική πολιτική αλλά και μια πολιτική που αποτελεί την αιτία της οικονομικής κατάρρευσης κρατών ή και περιφερειών.

Ανάλογος, ως προς τη γενικότερη φιλοσοφία και την πολιτική πρακτική των δύο προηγούμενων ΔΟ, είναι και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ), ο οποίος λόγο της τεράστιας παρεμβατικής του ισχύος, αναδιαμορφώνει τις διεθνείς εμπορικές δομές και, κατά προέκταση τις εθνικές οικονομικό – κοινωνικές σχέσεις, στην κατεύθυνση απελευθέρωσης του διεθνούς εμπορίου και, κυρίως, στην προώθηση της πλήρους κυριαρχίας των αγοραίων – εμπορευματοποιημένων σχέσεων, στην παγκόσμια – παγκοσμιοποιημένη αγορά.

Ο ΠΟΕ, που διαδέχθηκε την GATT το 1995, εποπτεύει τη διαπραγμάτευση των Συμφωνιών απελευθέρωσης του εξωτερικού εμπορίου. Ο διακηρυγμένος στρατηγικός του στόχος είναι, φυσικά και σε αυτήν την περίπτωση, η οικονομική ανάπτυξη και η εξάλειψη της φτώχειας. Υπό αυτήν την έννοια, η γενική φιλοσοφία του ΠΟΕ είναι η υλοποίηση αυτών των στόχων να πραγματοποιηθεί μέσω των ελεύθερων ανταλλαγών, ήτοι τη μείωση των τελωνειακών δασμών καθώς και όλων των άλλων σχετικών εμπορικών εμποδίων όπως και την κατάργηση της διακριτικής μεταχείρισης στο πλαίσιο των διεθνών εμπορικών σχέσεων. Ο ΠΟΕ, με άλλα λόγια, προσδιορίζει το κανονιστικό πλαίσιο εντός του οποίου διαμορφώνεται η δομή του διεθνούς εμπορίου, θέτοντας ως βασικό κριτήριο το άνοιγμα των αγορών σε παγκόσμιο επίπεδο. Όμως, όπως μπορεί να καταστεί σαφές, η πολιτική αυτή έχει ισχυρότατες συνέπειες όχι μόνο στις εθνικές οικονομικές δομές, αλλά και στην καθημερινότητα των πολιτών τους. Αυτό, φυσικά, δεν είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό, αν σκεφθούμε ότι ο ΠΟΕ έχει επεκτείνει την επιρροή του τόσο πολύ ώστε οι αποφάσεις του να διέπουν τα πάντα από τη σήμανση των τροφίμων μέχρι τα δρομολόγια των σιδηροδρόμων. Όμως, και σε αυτήν την περίπτωση επανέρχεται στο προσκήνιο ο βασικός πυρήνας της φιλοσοφίας που διέπει και τους δύο άλλους ΔΟ (την ΠΤ και το ΔΝΤ), στο πλαίσιο του διεθνούς εμπορίου, φυσικά: ήτοι, εμπόριο – κεφάλαιο – ανάπτυξη. Οι αποφάσεις του ΠΟΕ δίδοντας έμφαση στο συγκεκριμένο τρίπτυχο, από τη μια πλευρά προωθούν την με κάθε μέσο διακίνηση εμπορευμάτων, κεφαλαίων κ.ά., χωρίς ρυθμίσεις, ελέγχους ή παρεμβάσεις, με επίκεντρο την κερδοφορία των πολυεθνικών, ενώ από την άλλη, δεν φαίνεται να δείχνει το παραμικρό ενδιαφέρον για τα εργασιακά δικαιώματα ή τις περιβαλλοντικές καταστροφές, προωθώντας, και σε αυτήν την περίπτωση, τα ταξικά συμφέροντα του κεφαλαίου. Έτσι, εξάλλου, θεωρούν οι ιθύνοντες του οργανισμού ότι θα επέλθει η ανάπτυξη. Συνεπώς, και σε αυτήν την περίπτωση ο (αναπτυξιακός – κερδοσκοπικός) σκοπός αγιάζει τα μέσα (άσχετα αν αυτά τα τελευταία καταπατούν κάθε ανθρώπινο δικαίωμα).

Προκειμένου να καταστούν σαφή τα αποτελέσματα της απελευθέρωσης του εμπορίου, θα μπορούσαν να αναφερθούν πολλά παραδείγματα. Ένα από τα πλέον ενδεικτικά είναι αυτό που εμφανίζεται κάτω από τον μανδύα της Διατλαντικής Εταιρικής Σχέσης Εμπορίου και Επενδύσεων, περισσότερο γνωστό ως TTIP (Transatlantic Trade and Investment Partnership), μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ. Η εν λόγω Συμφωνία αποβλέπει στην εξάλειψη κάθε ρυθμιστικού κανονιστικού πλαισίου που συνδέεται όχι μόνο με τα «δασμολογικά εμπόδια» αλλά και με διάφορα άλλα θεμελιώδη ζητήματα που αφορούν στην προστασία του καταναλωτή, των δικαιωμάτων των εργαζόμενων, του περιβάλλοντος, των προσωπικών δεδομένων κ. ά. . Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα ακόμα δείγμα, μια πτυχή της (διεθνιστικής τελικά) «επανάστασης» του κεφαλαίου ενάντια στις κοινωνικές κατακτήσεις, στα ανθρώπινα δικαιώματα, ενάντια στην ίδια την (κάθε είδους) ζωή.

Υπό αυτό το πρίσμα, η απελευθέρωση του εμπορίου, που εμφανίζεται ως το νέο αναπτυξιακό φετίχ, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν αποτελεί παρά μια μονομερή ενέργεια, με την έννοια ότι τα κράτη των περισσότερο ανεπτυγμένων χωρών εξακολουθούν να παρεμβαίνουν (π. χ. μέσω επιδοτήσεων και όχι μόνο) προς όφελος της κερδοφορίας του «εθνικού» τους κεφαλαίου και, φυσικά, σε βάρος ολόκληρων κοινωνιών, της αντίπερα όχθης.

Συνεπώς, στο επίπεδο ανάλυσης της λειτουργίας και της δράσης των τριών προαναφερθέντων ΔΟ, θα μπορούσαν να συναχθούν τα ακόλουθα συμπεράσματα:

Ι. Σε κάθε έναν από τους τρεις Οργανισμούς, συμμετέχει η απόλυτη πλειοψηφία των κρατών – μελών της παγκόσμιας κοινότητας. Άρα, η «ποσοτικά προσδιορισμένη» εμβέλεια της ισχύος τους είναι τεράστια.

ΙΙ. Οι δύο διεθνείς χρηματοδοτικοί οργανισμοί του Bretton Woods, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και η Παγκόσμια Τράπεζα (ΠΤ) λειτουργούν βάσει της αρχής 1$ = μια ψήφος, γεγονός που δείχνει την ισχύ των πλούσιων κρατών εθνών, στη λήψη των αποφάσεων. Από την άλλη πλευρά, ο ΠΟΕ εμφανίζεται ως ο περισσότερο δημοκρατικός οργανισμός, αφού η λήψη των αποφάσεων υπακούει στην αρχή 1 ψήφος = ανά κράτος. Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται, σε ένα πρώτο επίπεδο, με ομοφωνία, θα μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τα εμπορικά συμφέροντα των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών μοιάζουν να είναι περισσότερο διασφαλισμένα. Όμως, όπως χαρακτηριστικά παρατηρείται, οι υφιστάμενες σημαντικές ανισορροπίες μεταξύ των κρατών μελών του ΠΟΕ, σε ότι αφορά στο μέγεθος της εκπροσώπησης τους, έχουν ως συνέπεια η λήψη των αποφάσεων, στην πραγματικότητα να είναι πολύ μακριά από το να είναι δημοκρατική.

ΙΙΙ. Επί της ουσίας και οι τρεις υπό εξέταση Οργανισμοί επιδιώκουν την πλήρη επικράτηση του δόγματος του οικονομικού φιλελευθερισμού, όπως αυτό αποτυπώνεται στην «περίφημη» «Συναίνεση της Ουάσιγκτον». Η «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» εμφανίζεται ως ένας μπούσουλας στρατηγικής, η κωδικοποίηση των θεμελιωδών αρχών του νεοφιλελεύθερου δόγματος που επιβλήθηκαν από τη διεθνή χρηματοπιστωτική κοινότητα στις αναπτυσσόμενες χώρες προκειμένου να τις αναγκάσει να ανοιχθούν στις διεργασίες της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Η «Σ. τ Ο.» βασίζεται σε μια σειρά αρχών εκ των οποίων οι πλέον σημαντικές είναι οι ακόλουθες:

    • η φορολογική πειθαρχία, ήτοι ο ισοσκελισμένος προϋπολογισμός και η μείωση της φορολόγησης,
    • η χρηματοπιστωτική απελευθέρωση, μέσω του καθορισμού του επιτοκίου από τις αγορές και την εγκατάλειψη της διοικητικής επιβολής του, προς όφελος των επενδυτών,
    • η απελευθέρωση του εμπορίου μέσω της κατάργησης του δασμολογικού προστατευτισμού,
    • το πλήρες άνοιγμα των οικονομιών στις κινήσεις των κεφαλαίων και ειδικότερα στις άμεσες επενδύσεις,
    • η ιδιωτικοποίηση του συνόλου των επιχειρήσεων,
    • η απορρύθμιση, ήτοι η πλήρης εξάλειψη όλων των εμποδίων στην εξέλιξη του ανταγωνισμού

 

  • η νομοθετική προστασία των δικαιωμάτων της πνευματικής ιδιοκτησίας των πολυεθνικών.  

 

  1. IV. Ακόμα, λαμβάνοντας υπόψη την ισχύ των ΔΟ και, κατά συνέπεια, την (εκβιαστική) μέθοδο μέσω της οποίας επιβάλλουν τις σκληρές, απάνθρωπες, αγοραίες πολιτικές τους, αφού διαφορετικά κράτη και κοινωνίες θα καταβαραθρωθούν στην οικονομική και την κοινωνική «χρεοκοπία», καθίσταται σαφές ότι αναιρείται κάθε έννοια της δημοκρατίας. Τα τελευταία, περίπου, 20 χρόνια δημιουργείται η αίσθηση, και μάλιστα με αύξοντες ρυθμούς, ότι δεν υπάρχει πολιτικός ή ιδεολογικός πλουραλισμός. Ό,τι και αν ψηφίσουν οι πολίτες η οικονομική πολιτική που θα εφαρμοστεί είναι μια. Αυτή που επιβάλλουν οι οικονομικοί και πολιτικοί εκπρόσωποι των αγοραίων συμφερόντων. Όποια κυβέρνηση διανοηθεί να ακολουθήσει άλλον δρόμο, απλώς θα «καταστρέψει» τη χώρα, θα οδηγήσει την κοινωνία σε περιπέτειες και, τελικά, στην απόλυτη φτώχεια. Παράλληλα, βέβαια, η δημοκρατία δέχεται και άλλα πλήγματα. Πρόκειται για τον ανεξέλεγκτο τρόπο που λειτουργούν τα ΜΜΕ, σε ορισμένες χώρες, όπου όχι μόνο επιδιώκουν τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας για την προώθηση των οικονομικών και ιδεολογικών συμφερόντων τους, αλλά και επιπλέον εμφανίζονται ως φερέφωνα των αγοραίων πολιτικών της λιτότητας, που προωθούν οι ΔΟ. Από την άλλη πλευρά η δημοκρατία εξασθενεί  λόγω των αυθαιρεσιών του κεφαλαίου το οποίο, ως γνωστό, είναι το «χαϊδεμένο παιδί» των ΔΟ. Τέλος, δεν θα πρέπει να παραγνωριστεί και ο ρόλος των χρηματοπιστωτικών αγορών που μαζί με τους αρμόδιους μηχανισμούς τους, τους περίφημους «οίκους αξιολόγησης», επιβάλλουν στις πάλαι ποτέ κυρίαρχες χώρες τους ληστρικούς κανόνες οικονομικής πολιτικής που θα πρέπει αυτές να ακολουθήσουν, αν φυσικά θέλουν να επιβιώσουν.
  2. V. Τέλος, δεν μπορεί να παραγνωριστεί η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ των πολιτικών που ασκούνται και εφαρμόζονται από τους ΔΟ και της παραγωγής ή και της πρόκλησης άμεσης ή έμμεσης βίας. Αναλυτικότερα, όπως έχει ήδη αναφερθεί οι «αναπτυξιακές» πολιτικές της ΠΤ, που επιδιώκουν τη χρηματοδότηση των σχετικών υποδομών οδηγούν σε μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, ενίοτε υπό την απειλή ή και τη χρήση βίας. Παράλληλα, δε θα πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας ότι αυτού του είδους οι μετακινήσεις – μετεγκαταστάσεις που γίνονται ανεξέλεγκτα, οδηγούν σε μια πρώτη φάση στη φτώχεια και, στη συνέχεια, είτε στην παρανομία, είτε στη μετανάστευση και, όχι σε λίγες περιπτώσεις, στην εκμετάλλευση. Από την άλλη πλευρά, μια ακόμα συνέπεια των «αναπτυξιακών» προτάσεων τόσο της ΠΤ όσο και του ΠΟΕ, αντανακλάται στην περιβαλλοντική υποβάθμιση, στην οικολογική ανισορροπία, όπως και στην κλιματική αλλαγή. Είναι όμως γνωστό, ότι αυτού του είδους οι ανατροπές διαδραματίζουν έναν όλο και πιο σημαντικό ρόλο στη διεξαγωγή των περιφερειακών συγκρούσεων. Τέλος, θα πρέπει να μνημονευθεί και η πρόκληση της κοινωνικής βίας, στις χώρες εκείνες που εφαρμόζουν τα Προγράμματα Διαρθρωτικής Προσαρμογής, ήτοι της πρωτοφανούς λιτότητας και φτώχειας, του ΔΝΤ.

ΕΝΑΣ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΟΗΕ

Γενικότερα, θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι και στη διάρκεια της μεταψυχροπολεμικής περιόδου η αναγκαιότητα της ύπαρξης, της λειτουργίας και της δράσης του ΟΗΕ, εμφανίζονται ως η ικανή και αναγκαία συνθήκη προκειμένου να υπάρξουν κάποιες ανθρωπιστικής εμβέλειας παρεμβάσεις σε όλα τα επίπεδα των δραστηριοτήτων του Οργανισμού.

Χωρίς την ύπαρξη και τις ενέργειες του ΟΗΕ στα θέματα της επίλυσης των συγκρούσεων, της ανάπτυξης, των εργασιακών δικαιωμάτων, των ασθενειών κλπ, οι εξελίξεις είναι σίγουρο ότι θα ήταν πολύ χειρότερες από ότι σήμερα.

Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, ουδείς μπορεί να υποστηρίξει ότι ο ΟΗΕ έφθασε στην κάλυψη των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει προς τη διεθνή κοινότητα. Υπό αυτήν την έννοια, θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο συγκεκριμένος Οργανισμός εμφανίζει έντονα σημάδια αναποτελεσματικότητας, δυσλειτουργίας και, τελικά, ανεπάρκειας, στις περισσότερες περιπτώσεις των δραστηριοτήτων και των παρεμβάσεων του.

Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφερθούν ορισμένα παραδείγματα ενδεικτικά των δομικών του αδυναμιών, προκειμένου να εξαχθούν κάποια χρήσιμα συμπεράσματα.

Αναλυτικότερα, επί του θέματος θα μπορούσαν να αναφερθούν πέντε θεμελιώδη προβλήματα του ΟΗΕ:

(Ι) Τα μόνιμα μέλη του ΣΑ φαίνεται να επικαλούνται τον ΟΗΕ όταν θέλουν να διασφαλίσουν τα συμφέροντα τους, αλλά να τον απαξιώνουν σε κάθε άλλη περίπτωση. Το πλέον χαρακτηριστικό, εν προκειμένω παράδειγμα είναι αυτό των ΗΠΑ. Αυτές οι τελευταίες φαίνεται να αναγνωρίζουν την ισχύ του συγκεκριμένου οργανισμού σε ότι αφορά όλους τους άλλους, αλλά όχι τη δική τους πολιτική. Έτσι, η Ουάσιγκτον, κατά τη μεταψυχροπολεμική περίοδο, έδειξε μια συμπεριφορά είτε αλαζονική είτε περιφρονητική προς τον ΟΗΕ, όταν θεωρήθηκε ότι οι αποφάσεις του δεν συμβάδιζαν με τους σχεδιασμούς, τα συμφέροντα και τις επιλογές της. Σε αυτό το πλαίσιο, αγνόησε τις αποφάσεις του ΟΗΕ όταν δεν συναινούσαν στις στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά της Σερβίας το 1999, ή του Ιράκ το 2003. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της περιόδου από το 1945 έως το 2002 έχουν καταμετρηθεί περί τις 200 στρατιωτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ, οι οποίες δεν στόχευαν στην αποκατάσταση της ειρήνης και της ασφάλειας αλλά, μάλλον, στην προώθηση των οικονομικών και γεωπολιτικών τους συμφερόντων.

(ΙΙ) Σε κάποιες από τις πιο δραματικές περιφερειακές συγκρούσεις, όπως ήταν, τη δεκαετία του ’90, αυτές στη Σομαλία, στη Γιουγκοσλαβία, στην Αγκόλα, στη Ρουάντα κ.ά., και στη συνέχεια, στη διάρκεια των ετών του 2000 στη Λ. Δ. του Κονγκό, στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, το Μαλί, την Αϊτή, το Μπουρούντι κ. ά., αν και δόθηκε η δυνατότητα παρέμβασης από πλευρά του ΟΗΕ, εντούτοις ο τελευταίος δεν κατάφερε να φέρει σε πέρας την αποστολή του και να επιβάλλει την ειρήνη. Και βέβαια, στις προαναφερόμενες περιπτώσεις θα πρέπει να προστεθεί και αυτή της Συρίας, όπου το Σ. Α. του οργανισμού δεν μπόρεσε να πάρει κάποια απόφαση, μετά το βέτο της Ρωσίας και της Κίνας, θυμίζοντας τις «πιο ενδιαφέρουσες στιγμές του Ψυχρού Πολέμου».

(ΙΙΙ) Ο ΟΗΕ σε πολλές περιπτώσεις χαρακτηρίζεται ως μια «τεράστια γραφειοκρατική μηχανή», με μεγάλο λειτουργικό κόστος, το οποίο μάλιστα μειώνει επικίνδυνα το οικονομικό μερίδιο για ανθρωπιστικές δράσεις. Ας σημειωθεί ότι το 2014, λόγω της έξαρσης της βίας στον πλανήτη, οι αποστολές ειρήνης αυξήθηκαν στις 64 από τις 61 που ήταν το προηγούμενο έτος. Ωστόσο, αν υπολογιστεί και η Διεθνής Δύναμη Διατήρησης της Ειρήνης στο Αφγανιστάν, το σύνολο του προσωπικού των αποστολών αυτών ανήλθε στις 162 χιλιάδες, περίπου, μειωμένο κατά 20% από το προηγούμενο έτος.

(VI) Τα τελευταία χρόνια, οι συμμετέχοντες στις αποστολές του ΟΗΕ, κυρίως σε Αφρικανικές χώρες, βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα, καταγγελλόμενοι για κατάχρηση εξουσίας έναντι των ντόπιων πληθυσμών, τους οποίους μάλιστα, υποτίθεται, ότι θα πρέπει να προστατεύσουν. Έτσι, όλο και πιο συχνά οι «ειρηνευτικές» αποστολές κατηγορούνται για δολοφονίες αμάχων ή και βιασμούς ανηλίκων. Από την άλλη πλευρά, παρατηρείται έντονη δυστοκία στη διερεύνηση των συγκεκριμένων περιπτώσεων.

(V) Τέλος, εκτός των προαναφερθέντων, ο ΟΗΕ κατηγορείται επιπλέον και για το γεγονός ότι ενώ εξελίσσεται η καταστροφική, ενίοτε και βίαιη, επιβολή της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής ο συγκεκριμένος οργανισμός δεν φαίνεται να έχει ουδεμία ανάμειξη, δράση ή παρέμβαση στα τεκταινόμενα. Ωστόσο, μια τέτοιου είδους πολιτική συμπεριφορά δεν θα πρέπει να σοκάρει, λαμβάνοντας υπόψη ότι, τελικά, οι δραστηριότητές του διαμορφώνονται στο πλαίσιο των ηγεμονικών στρατηγικών των κυρίαρχων δυνάμεων και διέπεται από τη λογική που προάγει το αγοραίο καθεστώς κεφαλαιακής συσσώρευσης.

 

Όπως είναι προφανές, η διεθνής, ισότιμη συνεργασία των κρατών – εθνών αποτελεί έναν καθόλα ευγενή σκοπό, ενώ η από κοινού, συλλογική αντιμετώπιση των κάθε μορφής κρίσεων, μέσω της συγκρότησης των διεθνών οργανισμών, εμφανίζεται ως ο ιδανικός μηχανισμός για την εδραίωση της ειρήνης, της οικονομικής ανάπτυξης, της προστασίας του περιβάλλοντος, και της αλληλεγγύης μεταξύ των λαών. Βεβαίως, όλα αυτά, για να μην αποτελούν απλώς ευχολόγια, ή την επίδειξη καλών προθέσεων, θα πρέπει να εξεταστεί προς ποια κατεύθυνση κινούνται οι ΔΟ, πώς προσδιορίζονται οι στρατηγικές τους επιλογές, ποιο οικονομικό μοντέλο προωθούν και, τέλος, πώς διαρθρώνεται, πάνω από αυτό το τελευταίο, το αντίστοιχο πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό εποικοδόμημα.

Με κριτήριο αυτές τις τελευταίες επισημάνσεις, παρατηρείται ότι η «ιδεατή λειτουργία» των ΔΟ δεν εμφανίζεται παρά ως μια εικονική πραγματικότητα, κυριότερος σκοπός της οποίας είναι η νομιμοποίηση μιας πολιτικής που πόρρω απέχει από τις θεμελιώδεις αξίες της ισότητας, της δικαιοσύνης, της ειρήνης και της ευημερίας των λαών. Γιατί, εντέλει, η πραγματικότητα είναι πολύ πιο «πεζή» και άκρως απογοητευτική. Στην πραγματικότητα λοιπόν, ιδιαίτερα δε τις τελευταίες δεκαετίες, παρατηρείται ότι οι περισσότερο ισχυρές χώρες του πλανήτη, δρώντας εντός του πλαισίου που προσδιορίζεται από το κυρίαρχο καθεστώς συσσώρευσης κεφαλαίου, επιδιώκουν να προωθήσουν τα ηγεμονικά («εθνικά» – ταξικά) τους συμφέροντα, με φορείς τους εν λόγω Οργανισμούς.

Με άλλη διατύπωση, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η δράση των ΔΟ σε κάθε ιστορική περίοδο, τουλάχιστον όπως τη γνωρίσαμε τον 20ο αιώνα αλλά και κατά τις πρώτες δεκαετίες του 21ου, αντανακλά τις ηγεμονικές τάσεις των κυρίαρχων χωρών, εκφράζοντας και προωθώντας, υπό αυτήν την έννοια, τις στρατηγικές επιλογές του κυρίαρχου μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι ΔΟ εμφανίζονται ως ένα «πρίσμα», το οποίο από μια πλευρά του δέχεται τη δέσμη των «ακτινών» των διαφόρων (γεωπολιτικών, γεωοικονομικών και γεωστρατηγικών) πτυχών του παγκοσμίως κυρίαρχου καθεστώτος κεφαλαιακής συσσώρευσης και από την άλλη του πλευρά, το συγκεκριμένο «πρίσμα», διαθλά – διαχέει αυτό το μείγμα «ακτινών» στην παγκόσμια κοινωνία. 

Σε ότι αφορά στον ΟΗΕ, θα μπορούσαν να αναφερθούν οι ακόλουθες προϋποθέσεις για τρεις προϋποθέσεις για ένα μέλλον δημιουργικό και εποικοδομητικό στην πραγματική υπηρεσία των ανθρώπινων αξιών:

(α) Καταρχήν, απαιτείται ο εκδημοκρατισμός του συγκεκριμένου διεθνούς Οργανισμού, υπό την έννοια ότι δεν μπορεί να αποτελεί το όχημα των ηγεμονικών δυνάμεων και των ισχυρών χωρών για την επιβολή της παγκόσμιας κυριαρχίας τους, ή, ακόμα, πεδίο σύγκρουσης των ισχυρών σε βάρος των αδυνάτων. Σε αυτό το πλαίσιο, οι λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες μπορούν και πρέπει να καταστούν περισσότερο «ελεύθερες» να αποφασίζουν για το μέλλον τους και το μέλλον της περιφέρειάς τους και όχι να πιέζονται από τους ισχυρούς προκειμένου να υποστηρίζουν αποφάσεις που τελικά στρέφονται κατά των συμφερόντων των κοινωνιών τους.

(β) Απαιτείται η αναδιοργάνωση του Οργανισμού σε μια κατεύθυνση μείωσης των λειτουργικών εξόδων του, στη συρρίκνωση των γραφειοκρατικών διαδικασιών, της άμεσης διερεύνησης όλων των περιπτώσεων διαφθοράς. Από την άλλη, είναι απαραίτητη η διάχυση της ενημέρωσης, της δράσης και της συνεργασίας στη βάση των κοινωνιών. Αυτό σημαίνει στενή συνεργασία με την κοινωνία των πολιτών στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, καθώς και ενεργό συμμετοχή των ανθρωπιστικών ακτιβιστικών οργανώσεων   επί τόπου. Μια μεγαλύτερη και ουσιαστικότερη ανάμειξη των κοινωνιών και των λαών στην ενημέρωση και στη διαμόρφωση των αποφάσεων του ΟΗΕ, θα μπορούσε να συντελέσει στον ουσιαστικότερο εκδημοκρατισμό του οργανισμού. .

(γ) Ιδιαίτερη σημασία έχει η συνεργασία με τους άλλους διεθνείς οργανισμούς σε μια άλλη, ωστόσο, ιδεολογική και πολιτική πλατφόρμα, με κυρίαρχο στόχο την απελευθέρωση του ανθρώπου (και όχι της οικονομίας), μιας ήπιας μορφής ανάπτυξης, το σεβασμό των τοπικών παραδοσιακών πολιτισμικών προτύπων, την περιβαλλοντική ισορροπία, την αποτροπή κάθε μορφής βίας, την εκπαίδευση….και τελικά την εδραίωση της πολιτικής ισότητας. Σε θεωρητική τουλάχιστον βάση, η «Ατζέντα για την μετά το 2015 περίοδο», φαίνεται να βρίσκεται σε σωστή κατεύθυνση.

(δ) Έλεγχος θα πρέπει να υπάρξει και στο επίπεδο των ηγεμονικών δυνάμεων, με την έννοια ότι δεν μπορεί τα 5 μόνιμα μέλη του ΣΑ να είναι ταυτόχρονα και οι μεγαλύτεροι εξαγωγείς οπλικών συστημάτων. Σημειώνεται ότι την περίοδο 2010 – 2014 οι εξαγωγές τους αποτελούσαν το 72% των παγκόσμιων εξαγωγών όπλων. Ο ΟΗΕ, εν προκειμένω θα πρέπει να παίξει έναν κεντρικό ρόλο σε ότι αφορά τους συμβατικούς και τους πυρηνικούς εξοπλισμούς. Αυτό, με άλλα λόγια σημαίνει ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις ισχύουν για όλους.

(ε) Τέλος, επισημαίνεται ότι όλα τα προηγούμενα για να ισχύσουν ως ικανή και αναγκαία συνθήκη θεωρείται ότι ο συγκεκριμένος ΔΟ θα πρέπει να αντιμετωπίσει δομικά την επιρροή που ασκεί το «αγοραίο πνεύμα» σε μεγάλο αριθμό στελεχών, ή των ευρύτερα εμπλεκομένων στη λειτουργία του Οργανισμού. Αν εξεταστούν υπό αυτό το πρίσμα τα προαναφερθέντα ελλείμματα του ΟΗΕ, τότε καθίσταται φανερό ότι ο οικονομικός φιλελευθερισμός δεν αποτελεί απλώς τη σημαντικότερη αιτία των συγκρούσεων αλλά και την αιτία της αναποτελεσματικότητας του.

Συνεπώς, το συμπέρασμα που συνάγεται είναι ότι η προοπτική για την παροχή μιας πραγματικής υπηρεσίας του ΟΗΕ στις θεμελιώδεις αξίες που υπηρετεί δεν μπορεί παρά να έρθει σε απευθείας σύγκρουση με τις ηγεμονικές φιλοδοξίες των ισχυρών κρατών – εθνών αλλά και την εντατικοποίηση του νεοφιλελεύθερου σχεδίου. Γι αυτό και κάθε λύση προς όφελος της ειρήνης, της ανάπτυξης και της δημοκρατίας είναι η ανατροπή του μοντέλου που επιβάλλει ο οικονομικός φιλελευθερισμός. 

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα